Η Ελλάδα, η Γερμανία και το μεταναστευτικό ζήτημα

Η Ελλάδα διεκδικεί μέχρι τώρα, και σωστά, μεγαλύτερη αλληλεγγύη για την πρώτη υποδοχή των προσφύγων. Οι ραγδαίες εξελίξεις ωστόσο στην Ένωση, πιθανοί νέοι κανόνες για την επανεγκατάσταση των αιτούντων και οι διαδικασίες αναδιανομής των προσφύγων σε μονιμότερη βάση ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ε.Ε. θα έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για την Ελλάδα.
ASSOCIATED PRESS

Η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να επαναφέρει προσωρινά τους ελέγχους στα σύνορά της με την Αυστρία (και ενδεχομένως και με άλλες γείτονες χώρες) αλλά και η σκλήρυνση της στάσης της Ουγγαρίας στην είσοδο προσφύγων στη χώρα αλλάζουν σε σημαντικό βαθμό τον χάρτη των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών στη Ευρώπη και την μεταναστευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα απαιτούν την χάραξη διαφορετικής στρατηγικής από πλευράς ελληνικών αρχών και κοινωνίας.

Η κίνηση της Γερμανίας ήταν απροσδόκητη αλλά όχι απρόβλεπτη ούτε και παράνομη. Όσοι επικρίνουν την απόφαση της Γερμανίας ως μονομερή, αυθαίρετη, αντι-ευρωπαϊκή και λοιπά - ο αντιγερμανισμός στη χώρα μας πουλάει πάντα - καλό είναι να λάβουν υπόψη ότι η προσωρινή επαναφορά των συνοριακών ελέγχων προβλέπεται στη σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία. Ο Κανονισμός Συνόρων Σένγκεν - το κύριο ενωσιακό νομικό κείμενο που ρυθμίζει τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων - επιτρέπει την προσωρινή επαναφορά του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα από ένα κράτος «όταν υφίσταται σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια». Αυτό έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις: η Γαλλία, πριν λίγα χρόνια, είχε αναστείλει προσωρινά την ελεύθερη είσοδο από την Ιταλία λόγω της αύξησης των μεταναστών από την Τυνησία και τη Λιβύη μετά την Αραβική Άνοιξη, η Γερμανία το είχε πράξει κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ το 2006 και η Ιταλία κατά τη σύνοδο της Ομάδας των 8 στη Γένοβα το 2001. Ο ίδιος κανονισμός προβλέπει και τους όρους για την επαναφορά (μέγιστη περίοδος 30 ημερών που μπορεί να παραταθεί ανά 30 ημέρες όσο διαρκεί η έκτακτη απειλή, ενημέρωση της Επιτροπής και των λοιπών κρατών για τους λόγους, την έκταση και τη διάρκεια της προβλεπόμενης επαναφοράς κ.α.).

Επίσης είναι σκόπιμο να διευκρινισθεί ότι η Γερμανία δεν «έκλεισε» τα σύνορά της, απλώς ελέγχει τα νομιμοποιητικά έγγραφα των εισερχομένων και άρα επιβραδύνει την ροή των εισόδων. Στόχος της δεν φαίνεται να είναι να εμποδίζει την είσοδο των προσφύγων στη χώρα αλλά μάλλον να γνωρίζει ποιοι είναι αυτοί. Αν η διαδικασία διοικητικής ταυτοποίησης των Σύρων προσφύγων είχε γίνει νωρίτερα (π.χ. στην Ελλάδα) αυτός ο λόγος ίσως είχε εκλείψει. Σε κάθε περίπτωση, η πράξη αυτή αναδεικνύει τα θεσμικά - πέραν των πρακτικών - προβλήματα που δημιουργεί, σε κάθε επίπεδο στην Ευρώπη, η μαζική αύξηση των μικτών μεταναστευτικών ροών.

Ορισμένοι παρατηρητές ερμηνεύουν τη γερμανική απόφαση ως μεταστροφή και υπαναχώρηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σε σχέση με τις δηλώσεις της Καγκελαρίου Μέρκελ την περασμένη εβδομάδα - που είχαν συγκινήσει και εκπλήξει πολλούς στην Ευρώπη. Πιο πιθανό είναι ωστόσο πως δεν πρόκειται για μεταστροφή αλλά για τρόπους αντιμετώπισης της έκτακτης κατάστασης βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Οι πρακτικοί λόγοι είναι εμφανείς: μέσα σε μια μέρα, το Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου έφτασαν στο Μόναχο 12.202 άτομα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της χώρας. Οι αρχές δεν έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους για την πλαισίωση και καταγραφή όλων αυτών των ατόμων - και αντίθετα από την Ελλάδα, δεν διανοούνται ότι οι πρόσφυγες μπορούν απλώς να μένουν στο δρόμο ενώ το κράτος αποδεικνύεται ανίκανο να τους παράσχει την αναγκαία φιλοξενία (προφανώς με τους αριθμούς αυτούς ακόμα και η έμφυτη γερμανική οργανωτικότητα σηκώνει τα χέρια ψηλά).

Χρειάζονται να περιορίσουν τη ροή για να αντεπεξέλθουν στην πίεση. Έτσι, η επαναφορά των συνοριακών ελέγχων επιτρέπει στις αρχές να προετοιμάσουν καλύτερα την υποδοχή των προσφύγων. Παράλληλα, επιτρέπει στην Καγκελάριο Μέρκελ να δείξει ότι λαμβάνει υπόψη και τις διαμαρτυρίες πολλών ομοσπονδιακών κρατιδίων που έχουν, κατά βάση την ευθύνη της υποδοχής και στέγασης των προσφύγων. Δεν πρόκειται ως εκ τούτου για αλλαγή πολιτικής της Γερμανίας αλλά μάλλον για προσωρινή αναδιάταξη της τακτικής της, πόσω μάλλον που η επιλογή της υποδοχής των προσφύγων δεν έχει μόνο ανθρωπιστικά αλλά και στρατηγικά αίτια - την στρατηγική επιλογή της Γερμανίας να καλύψει και μετο τρόπο αυτό την έλλειψη εργατικού δυναμικού και τη γήρανση του πληθυσμού της.

Η απόφαση έχει κυρίως διαπραγματευτικό χαρακτήρα απέναντι στα άλλα κράτη μέλη της Ένωσης: ο χαρακτηρας αυτός αναδεικνύεται και από την δήλωση του Γερμανού κυβερνητικού εκπροσώπου ότι οι χώρα θα συνεχίσει να δέχεται πρόσφυγες αλλά πως η κυβέρνησή του «ελπίζει ότι τούτο θα συμβεί με πιο πειθαρχημένο τρόπο και σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο μέσα στο οποίο όλες οι κυβερνήσεις θα δείξουν αλληλεγγύη».

Η Ευρώπη θα πρέπει να αποδεχθεί ότι δύο ή και περισσότερα εκατομμύρια άτομα (κυρίως από τη Συρία αλλά ενδεχομένως και από άλλες χώρες της περιοχής) θα εγκατασταθούν μόνιμα ή για μεγάλο χρονικό διάστημα στις χώρες της Ε.Ε.

Εδώ έγκειται ίσως και το σημαντικότερο νέο δεδομένο: πίσω από την επιλογή του γερμανικού κράτους να επαναφέρει προσωρινά τους ελέγχους στα σύνορα υπάρχει το όλο θέμα της υποδοχής - όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μόνιμα - των Σύρων προσφύγων στο εσωτερικό της Ένωσης. Οι πρόσφυγες αυτοί επιλέγουν σήμερα, σχεδόν αποκλειστικά, να κατευθυνθούν προς τη Γερμανία, όχι γιατί εκεί θα τύχουν καλύτερης προστασίας αλλά για οικονομικούς κατά βάση λόγους: καλύτερη πλαισίωση στην πρώτη φάση των αφίξεων (επιδόματα, στέγη κ.α.) και περισσότερες ευκαιρίες εργασίας αργότερα. Μέχρι τώρα, αυτό διευκόλυνε τις άλλες χώρες από όπου εισέρχονταν ή περνούσαν, πρώτα πρώτα την Ελλάδα. Εφόσον δεδηλωμένος τελικός προορισμός των Σύρων ήταν η Γερμανία, για τις ελληνικές αρχές ο στόχος ήταν να τους μεταφέρουν γρήγορα από τα νησιά προς τα σύνορα ώστε να προχωρήσουν (παράνομα προφανώς) προς την ΠΓΔΜ χωρίς μείζονα προβλήματα στη χώρα. Την ίδια στάση με την Ελλάδα κρατούσαν, κατά βάση, και οι άλλες χώρες διέλευσης. Τα λοιπά κράτη μέλη της Ε.Ε. που δεν αντιμετώπιζαν άμεσα την πίεση αυτή απλώς εξέφραζαν ανησυχία για την κατάσταση και διεξήγαγαν διπλωματικές συζητήσεις χωρίς, ωστόσο, επιχειρησιακή εμπλοκή.

Η αποτυχία, μέχρις στιγμής, των συζητήσεων στο Συμβούλιο Υπουργών Εσωτερικών της 14ης Σεπτεμβρίου για τη δέσμη μέτρων που πρότεινε η Επιτροπή, η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη μετεγκατάσταση σε όλη την Ευρώπη 120.000 αιτούντων άσυλο στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Ουγγαρία δείχνει ότι πολλά κράτη δεν έχουν αντιληφθεί τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της Συριακής εξόδου για την Ευρώπη. Πρόκειται για μια πρωτοφανή εξελιξη για την Ευρώπη από την εποχή του τέλους του Α' Παγκοσμίου Πολέμου που δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με την προσφυγική κρίση την εποχή των πολέμων στη Γιουγκοσλαβία ούτε με τις μετακινήσεις πληθυσμών μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Συρία, και στην υποθετική περίπτωση της λήξης του εμφυλίου και της (ακόμα πιο υποθετικής) επιβολής ενός δημοκρατικού καθεστώτος, θα είναι μια διαλυμένη χώρα. Μεγάλο μέρος των σημερινών προσφύγων δεν θα γυρίσουν ποτέ. Η Ευρώπη θα πρέπει να αποδεχθεί ότι δύο ή και περισσότερα εκατομμύρια άτομα (κυρίως από τη Συρία αλλά ενδεχομένως και από άλλες χώρες της περιοχής) θα εγκατασταθούν μόνιμα ή για μεγάλο χρονικό διάστημα στις χώρες της Ε.Ε.

Η Γερμανία και για ανθρωπιστικούς και για οικονομικούς λόγους (και για συνταγματικούς εφόσον το δικαίωμα στο άσυλο κατοχυρώνεται στοη Θεμελιώδη Νόμο) έχει αποδεχθεί αυτή την πραγματικότητα. Ωστόσο, δεν προτίθεται να την χειρισθεί και αντιμετωπίσει μόνη της - όπως είχε πράξει στη δεκαετία του 1990 για τους Βόσνιους πρόσφυγες. Θεωρεί ότι είναι ένα ευρωπαϊκό ζήτημα. Εξ ου και η επιμονή της στην ιδέα των υποχρεωτικών ποσοστώσεων στην ανακατανομή των προσφύγων. Οι χώρες που σήμερα ανθίστανται στην ιδέα αυτή είναι κυρίως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που για διάφορους λόγους (έλλειψη μεταναστευτικής παράδοσης, περιορισμένες δυνατότητες οικονομικής ένταξης των προσφύγων, εθνικιστική αντίδραση) δεν είχαν μέχρι τώρα σχεδόν καμμία μεταναστευτική ή προσφυγική πίεση και δεν θέλουν να έχουν.

Η αναστολή των κανόνων του Σένγκεν από τη Γερμανία και η επιβολή ελέγχων, και άρα περισσότερο αργών ροών, στα σύνορα ασκούν στην πράξη πίεση σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Σλοβακία ή η Τσεχική Δημοκρατία, χώρες που δεν θέλουν δεσμευτική ανακατανομή προσφύγων αλλά ταυτόχρονα είναι ιδιαίτερα δεκτικές σε θέματα ευρωπαϊκού κεκτημένου, ιδίως την ελεύθερη κυκλοφορία μέσα στην Ένωση. Προφανώς ένας στόχος της απόφασης αυτής είναι να υποχρεώσει τους ανατολικούς εταίρους να αποδεχθούν τη λύση που προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για δεσμευτική ανακατανομή των αιτούντων άσυλο...

Υπό την έννοια αυτή, ένας δεύτερος αποδέκτης των γερμανικών πιέσεων είναι και οι χώρες πρώτης εισόδου (Ιταλία και Ελλάδα): μια από τις τελευταίες αποφάσεις της Ένωσης είναι η δημιουργία- με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση - νέων πολυδύναμων κέντρων υποδοχής στα σημεία άφιξης (τα λεγόμενα hotspots όπου θα διεξάγεται η ταυτοποίηση, καταγραφή και ενδεχομένως μετεγκατάσταση των προσφύγων). Παρότι η απόφαση αυτή είναι κατ' αρχήν ειλημμένη ούτε η ιταλική ούτε η ελληνική κυβέρνηση προχωρούν επαρκώς γρήγορα στην υλοποίηση των κέντρων αυτών, κυρίως λόγω διοικητικών υστερήσεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι χώρες που αντιμετωπίζουν σε πολύ έντονο βαθμό το πρώτο κύμα των μικτών μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη να μην προχωρούν στην ταυτοποίηση των προσφύγων και τούτο να πρέπει να γίνει στην ίδια τη Γερμανία. Άλλος στόχος της Γερμανίας είναι να πιέσει για την ταχύτερη υλοποίηση της απόφασης αυτής από όπου θα ξεκινήσει και η διαδικασία μετεγκατάστασης των προσφύγων.

Ένας αριθμός προσφύγων θα εισέλθει και θα παραμείνει - μόνιμα ή για μεγάλο χρονικό διάστημα στη χώρα τους επόμενους μήνες και χρόνια. Ο αριθμός αυτός μπορεί να φθάσει ή και να ξεπεράσει τις 100.000 ή 200.000 άτομα.

Δεδομένης της ισχύος της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει δίκιο, είναι αρκετά πιθανό να επιβάλει την ανακατανομή - μέσα στο πλαίσιο προφανώς των εσωτερικών ισορροπιών της Ε.Ε. δεν θα κερδίσει απόλυτα αλλά σε μεγάλο βαθμό. Τούτο ωστόσο θα πρέπει να ξυπνήσει τις ελληνικές αρχές και την ελληνική κοινωνία. Η μαζική αύξηση των προσφύγων απαιτεί - και εν τέλει θα οδηγήσει - σε μεγαλύτερη αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης όχι μόνο για την αρχική υποδοχή αλλά για την μακροχρόνια ένταξη των ατόμων αυτών στην κοινωνία και την οικονομία.

Η Ελλάδα διεκδικεί μέχρι τώρα, και σωστά, μεγαλύτερη αλληλεγγύη για την πρώτη υποδοχή των προσφύγων. Οι ραγδαίες εξελίξεις ωστόσο στην Ένωση, πιθανοί νέοι κανόνες για την επανεγκατάσταση των αιτούντων και οι διαδικασίες αναδιανομής των προσφύγων σε μονιμότερη βάση ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ε.Ε. θα έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για την Ελλάδα: ένας αριθμός προσφύγων θα εισέλθει και θα παραμείνει - μόνιμα ή για μεγάλο χρονικό διάστημα στη χώρα τους επόμενους μήνες και χρόνια. Ο αριθμός αυτός μπορεί να φθάσει ή και να ξεπεράσει τις 100.000 ή 200.000 άτομα. Αρκετοί από αυτούς θα ανήκουν σε εθνικότητες που, λόγω προέλευσης, εκπαίδευσης ή κουλτούρας, θα μπορούν να ενταχθούν δύσκολα στην ελληνική κοινωνία. Οι πολιτικοί δεν γνωρίζουν ή δεν ενημερώνουν για την εξαιρετικά πιθανή αυτή εξέλιξη, ενώ η χώρα ιδίως μέσα στη παρούσα κρίση, είναι ανέτοιμη, τόσο σε επίπεδο πολιτικής όσο και κοινωνίας, να το αποδεχθεί. Αν δεν υπάρξει σοβαρή και ταχεία συζήτηση - και αποφάσεις - για το ζήτημα αυτό, είναι ενδεχόμενο να το αναλάβει η Χρυσή Αυγή και τα διάφορα μπλόγκ που καραδοκούν.

Δημοφιλή