Την ερχόμενη Κυριακή ετοιμαζόμαστε να ψηφίσουμε για τρίτη φορά μέσα σε οχτώ μήνες, και για έκτη φορά μέσα σε τρία χρόνια. Αν κανείς είχε την διάθεση να αναλογιστεί την συχνότητα με την οποία διεξάγονται εκλογές στην Ελλάδα, θα μπορούσε εύκολα να παρασυρθεί ερμηνεύοντας την συχνή προσφυγή στις κάλπες ως ένδειξη άμεσης δημοκρατίας. Η εξοικείωση όμως με την πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή εξελίσσεται τα «χρόνια της κρίσης», μάλλον αποτρέπει μια τόσο αισιόδοξη ματιά, ιδίως σε ό,τι αφορά την παρούσα προεκλογική περίοδο. Το κλίμα που επικρατεί φαντάζει πνιγηρό με «διαύγεια λίγη, πλάνη πολλή και μια σπιθούλα αλήθεια» (Γκαίτε, Φάουστ), που ψάχνει καταφύγιο από τα στυφά λόγια, και την κενή ρητορεία που φορτώνουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα με μια κουφή βουή. Οι ιδέες και οι απόψεις είναι ανακατεμένες, τα συναισθήματα είναι ανάμικτα, και η ελπίδα αχνοφέγγει ενώπιον μιας χαοτικής κατάστασης στην οποία η μία σκέψη αντιμάχεται την επόμενη, ενώ κάθε λέξη ακυρώνει την αμέσως προηγούμενη.
Μέσα σε αυτό το παραληρηματικό κλίμα οι πολίτες δείχνουν να υποφέρουν από κόπωση, ατονία και παραίτηση, έχοντας υποστεί ένα θανατηφόρο μείγμα ταπείνωσης, εξευτελισμού και περιφρόνησης από τον σταδιακά συσσωρευμένο πολιτικό ξεπεσμό, και αντιμετωπίζουν την ψήφο τους σχεδόν σαν την επιλογή μιας συμφοράς για να γλιτώσουν από μια άλλη. Οι δε υποψήφιοι παρουσιάζονται τραγικά ανεπαρκείς, χωρίς ανάστημα και με ακόμα λιγότερο επίπεδο, χαμένοι καθώς βρίσκονται στα πυκνά νεφελώματα της δημαγωγίας, των υποσχέσεων, των συκοφαντιών, ενίοτε δε και των όποιων φανατισμών, σε βάρος της πολιτικής σκέψης και της πολιτικής τους ιδεολογίας ακόμα, δεδομένου φυσικά ότι αυτή υπάρχει και ερμηνεύεται με συγκροτημένο τρόπο κι όχι ως επίκληση στα θεία. Αδυνατώντας να αρθρώσουν πολιτικό λόγο που να ξεφεύγει από μεγαλοστομίες, κλισέ, τσιτάτα, κομματικά ποιηματάκια, εξυπνάδες, αοριστίες και κολακείες που στοχεύουν στο να πραγματοποιούν, ρητορικά και μόνο, τις παράτολμες χίμαιρες των ορκισμένων οπαδών τους, οι υποψήφιοι βουλευτές δικαιώνουν με την συμπεριφορά τους την εύστοχη παρατήρηση του Ασημάκη Πανσέληνου πως «η κυβέρνηση είναι η ιδιοφυΐα των ασήμαντων [...], κυβερνούν για να πάρουνε σημασία».
...να πορευτούμε στην κάλπη χωρίς να την αντιμετωπίζουμε ως πτυελοδοχείο, τάμα, η κουτί της Πανδώρας, ούτε και ως κιβώτιο γεμάτο ιδεολογικές ναφθαλίνες, αλλά ως κιβωτό και όχημα της πολιτικής με στόχο τον απόπλου από τα λάθη των παθών μας και τα πάθη των λαθών μας.
Εκκρεμεί όμως το αμείλικτο ερώτημα του τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε να ανατρέψουμε αυτή τη θλιβερή κατάσταση. Κι ενώ έτοιμες απαντήσεις φυσικά δεν υπάρχουν, και οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα σκεπτικοί απέναντι σε νουθεσίες, θεωρώ πως έχουμε την υποχρέωση να μην πετάξουμε ολόκληρο τον ηθικό και πνευματικό μας εξοπλισμό ενώπιον της κάλπης κάνοντας μια ακόμα βουτιά στην άβυσσο, αλλά να κολυμπήσουμε άφοβα στα ανοιχτά χαράζοντας πορεία ώστε να «ορίσουμε και να φυλάξουμε» την πολιτεία μας σαν να'ταν οι αλληγορικές «Θερμοπύλες» του μεγάλου Αλεξανδρινού.
Επιβάλλεται λοιπόν να ψηφίσουμε σα να εξαρτάται κυριολεκτικά από εμάς το μέλλον της χώρας, με στόχο όχι μόνο την ανάκαμψη της αγοράς, αλλά και την ανάπτυξη της ευρύτερης οικονομίας ως πολύπλοκο πλέγμα πολιτικών, πολιτιστικών, επιχειρηματικών και άλλων δημιουργικών θεσμών και πρωτοβουλιών που φυτοζωούν διότι δεν αξιοποιούνται σωστά, δεν υποστηρίζονται γενναιόδωρα, ενώ συχνά παραγκωνίζονται και απαξιώνονται πολιτικά και κοινωνικά. Η ανάγκη μιας υπεύθυνης, σοβαρής και συγκροτημένης ψήφου είναι βεβαίως αυτονόητη. Η ψηφοφορική μας συμπεριφορά όμως δεν ανταποκρίνεται ακριβώς σε μια τέτοια λόγική, αφού συχνά καθοδηγούμαστε από επιπολαιότητα, αυθορμητισμό, κι από κάθε λογής δογματισμούς, ενίοτε δε και από παραλογισμό.
Το ζητούμενο λοιπόν, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, είναι να ενδυναμωθεί η πίστη και η αφοσίωση μας σε αυτό που ασαφώς ονομάζουμε «κοινωνία των πολιτών» ως καθημερινή, έμπρακτη μορφή διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα διαβρωμένο πολιτικό σύστημα, ώστε να μπορέσουμε σταδιακά να σηκώσουμε το ίδιο μας το βάρος. Χωρίς μια τέτοια αντίληψη για το δημοκρατικό πολίτευμα ως δικό μας δημιούργημα, και ως αποτέλεσμα κοινωνικών σχέσεων που μας επιτρέπουν να ζούμε σαν ανεξάρτητα, ελεύθερα άτομα που συνομιλούν μεταξύ τους για την συνδημιουργία της πολιτικής και κοινωνικής τους ζωής, κινδυνεύουμε να μετατρέψουμε την δημοκρατία σε απλή δημοπρασία ψήφων.
Προέχει επομένως να επιβάλλουμε την πολιτική της επόμενης μέρας μέσα από ουσισαστική σκέψη κι επιχειρηματολογία αποφεύγοντας ξόρκια, κατάρες, μίσος και διχαστικές συνήθειες που απλώς διευρύνουν το ήδη υπάρχον πολιτικό χάσμα, με κίνδυνο να κατολισθήσουμε με πρωτοφανή ταχύτητα στο κενό που εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε. Έχοντας δοκιμάσει οποιαδήποτε άλλη ψηφοφορική συνταγή εκτός από αυτήν, απομένει να επικαλεστούμε τη σύνεση, τη λογική και την σωφροσύνη ως πολύτιμα πολιτικά συναισθήματα, και να πορευτούμε στην κάλπη χωρίς να την αντιμετωπίζουμε ως πτυελοδοχείο, τάμα, η κουτί της Πανδώρας, ούτε και ως κιβώτιο γεμάτο ιδεολογικές ναφθαλίνες, αλλά ως κιβωτό και όχημα της πολιτικής με στόχο τον απόπλου από τα λάθη των παθών μας και τα πάθη των λαθών μας.
Η πολιτική ως σκέψη, δράση και συμπεριφορά άλλωστε δεν είναι ούτε πασπαρτού, ούτε ομερτά, αλλά προϊόν κοινωνικού συμβολαίου που προκύπτει από τον διάλογο και το συνεταιρίζεσθαι, κι όχι από την μετωπική σύγκρουση και των εγκλεισμό στον μικρόκοσμο μας. Χωρίς μια τέτοια αλλαγή στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς μας, είμαστε σχεδόν καταδικασμένοι να βιώνουμε την δημοκρατία μόνο ως δυσάρεστη συνέπεια των επιλογών μας, ενώ μας δίνεται η δυνατότητα να την αντιμετωπίσουμε ως ευκαιρία αλλαγής παραστάσεων, αρκεί να μπορέσουμε να υπερβούμε τον πρότερο πολιτικό μας βίο.