Προχωράω με μία φίλη μου κάπου στην Ερμού, τα τρία παιδιά μας κάνουν αγώνες τρεξίματος μπροστά και ο γιος μου βέβαια κερδίζει συνέχεια με άνεση τα μικρά κοριτσάκια - καθόλου ιππότης, φτάνει στο τέρμα και τα κοιτάει με σαρδόνιο χαμόγελο ενώ διαμαρτύρεται κιόλας που τους λέμε μπράβο.
Μιλάμε λίγο για δουλειά και μου αναφέρει χαρούμενη ότι περιμένει να την απολύσουν.
Εγώ δεν θα ήμουν μάλλον τόσο χαρούμενη. Τώρα βέβαια το λέω αυτό, που το πέρασα, τότε που έγινε ήμουν κι εγώ τρισευτυχισμένη, σίγουρη ότι πρόκειται μπροστά μου να ξεδιπλωθεί ένας καινούργιος υπέροχος κόσμος. Καλά, μπορεί εγώ να μην τον ξεδίπλωσα.
Στην αναμενόμενη ερώτηση "και τί θα κάνεις" - εκεί δηλαδή που παίρνω την αναμενόμενη απάντηση, αρχικά φριλά(ν)τζες - μου μιλάει για την κόρη της. Ότι θα περνάνε χρόνο μαζί και θα κάνουν πολλά περισσότερα μαζί, ότι τα απογεύματα δεν θα είναι αγώνας δρόμου μεταξύ του γραφείου και του σπιτιού-μπάχαλου με την κοπέλα να την περιμένει στην πόρτα, την τσάντα της να ανοίγει στο δρόμο και εκείνη να μη γυρίζει ούτε να κοιτάξει γιατί πρέπει να προλάβει, να προλάβει να δει την κόρη της, να την κάνει μπάνιο και να της ξεμπλέξει τα μαλλιά, να προλάβει έστω μισό παραμύθι για καληνύχτα. Ακούγονται λίγο μελό σε κάποιους όλα αυτά, μπορεί και να είναι, μπορεί όμως να περιγράφουν και συγκρατημένα την πραγματικότητα μιας νέας μαμάς που μεγαλώνει ένα παιδί μόνη της χωρίς να ζουν οι παππούδες του στο κάτω διαμέρισμα.
Τη βλέπω μόνο δύο τρεις ώρες την ημέρα, μου λέει με παράπονο, και έχω τύψεις.
Κάνω υπολογισμό με δάχτυλα, είμαι κοντά στο δίωρο, εγώ τους βλέπω 45 λεπτά το πρωί και συνήθως μία με μιάμιση ώρα το βράδυ. Στα καλά μου, και όχι και τις πέντε καθημερινές της εβδομάδας. Και δεν νιώθω τύψεις γι'αυτό.
Σκέφτομαι διάφορα πάλι, με ξανα-αναμενόμενο το ότι είμαι μία χάλια μάνα, και πώς μπορώ να ξεχνάω τί ωραία που ήταν η ζωή μου όταν είχα χρόνο και για εμένα και ταυτόχρονα και για την οικογένειά μου, αλλά δεν είχα ούτε χρήματα ούτε απασχόληση, και παρόλα αυτά μου έλειπαν μόνο πολύ συγκεκριμένα πράγματα που δεν είμαι ακόμα απόλυτα σίγουρη ότι στην ουσία τους κερδίζονται από μία δουλειά σε ένα ωραίο γραφείο.
Κουνάω το κεφάλι μου για να φύγει από μπροστά το τυψειόμετρο, αυτό που καθορίζει υποτίθεται αν αγαπάω,αν θέλω,αν μπορώ,αν κάνω τελικά. Δεν υπάρχει μαμά ναι, και μπαμπάς, χωρίς τύψεις. Είναι έτσι προγραμματισμένο το τσιπάκι. Αναλόγως το μοντέλο οικογένειας, το καθημερινό πρόγραμμα και τις προτεραιότητες, μην σκεφθείτε μόνο αναλογίες χρόνου, σκεφθείτε επιλογές και αποφάσεις, μικρές θυσίες που δεν έγιναν, ακόμα και ρούχα που δεν φορέθηκαν, ή προσκλήσεις για πάρτυ που κρύφτηκαν, στάζει η σταγόνα στο τυψειόμετρο του γονιού και άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο, είναι και αυτό τελικά που τον καθορίζει.
Τι κι αν κάνω πρόσθεση με τα δάχτυλα και βγάζω μετά μέσο όρο τα 108 περίπου λεπτά της ημέρας που μας αντιστοιχούν, ξέρω ότι τα σαββατοκύριακά μου είναι αφιερωμένα εκεί αποκλειστικά και αν κάτι προκύψει τότε, θα το ξεπετάξω, θα κοιτάξω ρολόι, θα σνομπάρω την τελευταία γουλιά καφέ και θα αφήσω την τελευταία κουβέντα της φίλης μου να κρέμεται στο στόμα σαν σταλακτίτης στο σπήλαιο του Διρού.
Και αν προγραμματίζω με τρέλα τετραήμερο για συναυλία στο εξωτερικό, και ενθουσιάζομαι που τα αεροπορικά τα πετύχαμε σε ανεκτή οικονομική φάση και τα εισιτήρια της συναυλίας δεν χάθηκαν κάπου στις Άλπεις και βρήκαν το δρόμο τους προς το ταπεινό Παγκράτι (δεν φταίω, με τρομοκράτησαν οι άλλοι, με αυτό το άγχος ξυπνούσα τα πρωινά), στο επόμενο καρέ έχω αποφασίσει ότι δεν πρόκειται να ξεστομίσω στα παιδιά την πόλη του βασικού προορισμού επειδή πολύ απλά δεν θα έχω τί να απαντήσω στο "και γιατί όχι και εμείς" και στο μεθεπόμενο χαζεύω μια οικογένεια που γυρνάει τον κόσμο προσφέροντας στα πολύ μικρά παιδιά της εμπειρίες και εικόνες που δεν πρόκειται να δω ούτε σε άλλες πέντε ζωές. Που θα τις ζήσω εννοείται.
The family without borders και παρότι έγινε πολλή κουβέντα στο fb περί χορηγών και καταπίεσης κλπ, εγώ αυτούς εδώ από τη μία τους αγάπησα και από την άλλη τους μίσησα γιατί τίγκαραν το γαμω-τυψειόμετρό μου.
Ταλαιπωρία σου λέω να είσαι μαμά. Μεγάλη ταλαιπωρία.