Στο βλέμμα του Νίκου Νικολαΐδη και τον ήχο του New Wave.
Καμιά φορά κοιτάζω τα δέντρα έξω από το παράθυρό μου, κι όπως κάποιος αγέρας τα συνεπαίρνει στην δίνη τον στροβιλισμών του, διακρίνω μια εμμονή, εκκρεμούσα και άλυτη που όλο διαστάσεις κερδίζει στο κάδρο μου. Η εμμονή αυτής της εποχής, της εποχής του Χειμώνα, περιμένει υπομονετικά, κάθε χρόνο, στη σειρά, ώσπου να φθάσει ο καιρός της, αρθρώνοντας φωνήεντα, ήχους, μελωδίες, εορτασμούς και υποψίες. Ο σημερινός Χειμώνας έχει το χρώμα των πεύκων και των κοκκινωπών κισσών, που σφιχτά μάς αγκαλιάζουν μέχρι πνιγμού, μα και τον ήχο της καταιγίδας, καθώς απλώνεται απειλητικά εντός των πόλεων, που την υποδέχονται.
Η ακουστική του χειμώνα εκτοξεύει διαλόγους των δύο + 1 ταινιών του Νίκου Νικολαΐδη, με αφορμή την γέννησή του στις 25 Οκτωβρίου 1939, και συγχορδίες των δύο + 1 τραγουδιών της νεότερης new wave-punk underground ελληνικής σκηνής. Η «Γλυκιά Συμμορία» προφθάνει την εκπνοή των Metro Decay και ανεβαίνει στο βαγόνι των ΟΔΟΣ 55, για την διαδρομή «Αττική-Βικτώρια». Ιδού τί ακούγεται:
1. Γλυκιά Συμμορία, (Οκτώβριος 1983, σκην. Νίκος Νικολαΐδης). Η δεύτερη ταινία της τριλογίας «Τα Χρόνια Της Χολέρας», ανοίγει το παράθυρο της απουσίας ζωής, ψηλαφώντας τον τοίχο μιας διεστραμμένης κοινωνίας, η οποία διαρκώς γεννά το περιθώριο, μήπως και καταφέρει να πατήσει τον διακόπτη, για να φωτίσει το κλειστοφοβικό δωμάτιό της. Η καταστολή της αστυνομίας, η πολιτική ληστεία, η ψυχική εντροπία συνεργούν στην διάπλαση ανθρωπόμορφων τάξεων και παραμορφωμένων ιδανικών, καταλύοντας οιονδήποτε ουμανισμό, σ' έναν κόσμο που πτωχαίνει σε συναισθήματα, μα πλουτίζει σε αριθμούς. Η «περιθωριακή» ομάδα ανθρώπων, παρακολουθείται από ασφαλίτες, αδύναμη να ανοίξει το πυρ των αναγκών της εναντίον τους. Αυτή η «ομάδα - συμμορία» αντιστέκεται με μάνικες νερού, ενώ οι αντίπαλοί της με χημικά. Αναγκασμένη λοιπόν, να ζει κλέβοντας λίγη από την κανονικότητα των comme il faut, οδηγείται στον πυροβολισμό, για να περισώσει το τελευταίο οχυρό που της απέμεινε, το ετοιμόρροπο σπίτι όπου διαβιεί. Τί σύμπτωση! Που και σήμερα, το ίδιο ετοιμόρροπο σπίτι προσπαθούμε να υπερασπιστούμε!
2. Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα, (Ιανουάριος 2003, σκην. Νίκος Νικολαΐδης). Η τρίτη ταινία της -ως άνω- αναφερομένης τριλογίας, συνωμοτεί για το «μεγάλο κόλπο». Το πολύ το χρήμα, με κόλπο αποκτάται! Μια άλλη ομάδα ανθρώπων του «περιθωρίου», μη έχοντας να χάσει ο,τιδήποτε, αφού ποτέ της δεν κέρδισε ο,τιδήποτε, συμπλέκεται με το σύστημα του ρατσισμού, της δολοπλοκίας, του λαδώματος. Το βασικό χαρακτηριστικό των δύο αυτών ταινιών εντοπίζεται στο ότι οι ήρωες δεν έχουν ταυτότητα, όνομα, επώνυμο, πρόσωπο. Είναι οι «κανείς». Έχουν το σώμα του σημερινού «Οδυσσέα», που προσπαθεί να νικήσει τους κρατικούς κύκλωπες. Έτσι, άγνωστοι, και για την επίσημη πολιτεία ανύπαρκτοι, βουτούν τα χέρια τους στον υπόνομο του «παράνομου», τραγουδώντας «ένα τραγούδι που (τους) μάθαιναν παλιά / (πως) ο χαμένος τα παίρνει όλα». Μήπως κι εμείς, βουτηγμένοι και χαμένοι δεν είμαστε, μέσα στον ίδιο υπόνομο της συμφοράς; Μήπως κι εμείς στο περιθώριο -τώρα- της Ευρώπης, αδυνατούμε ν' αναμετρηθούμε με ό,τι δεν μπορούμε, διότι οι δυνάμεις μας δεν φτάνουν; Ίσως ό,τι χρειάζεται να συλλογιστούμε για να «σηκωθούμε», περικλείεται στον στίχο της Μάτσης Χατζηλαζάρου, «ό,τι δεν φτάνει το χέρι, το ξεπερνά η καρδιά μας».
3. Singapore Sling, (Δεκέμβριος 1990, σκην. Νίκος Νικολαΐδης). Η νέο-noir ιστορία του ντετέκτιβ, που ερευνά μια δολοφονία, και οδηγείται -ως έγκλειστος- σ' ένα απομονωμένο σπίτι δίπλα σε πρασιές και δενδροστοιχίες, ζωντανεύει μια νέα κοινωνία μέσα στην υπάρχουσα, που δρα δίπλα στην τελευταία, και μέσα στο σκοτάδι. Οι ηρωίδες - δολοφόνοι προσδιορίζουν τις υπάρξεις τους σ' ένα σύμπαν που λειτουργεί ακέραιο και μόνο, σύμφωνα με νέους κανόνες και νέα ηθική. Η λαγνεία, η ιεροσυλία, η γυναικεία παρουσία, καταδικάζουν τον ήρωα στο κλειστοφοβικό περιθώριο μιας ανώμαλης καθημερινότητας, μετατρέποντάς τον σε αντικείμενο συμβολισμού των ανθρωπίνων παθών και πόθων. Ο θάνατος παραμονεύει σε κάθε κλείσιμο του ματιού, αποτελώντας την «κομπρέσα στον πόνο της ζωής», όπως το έθεσε ο Nick Cave. Και είναι ο ίδιος θάνατος που τώρα μάς κυνηγά, στις αναποδογυρισμένες βάρκες, που κουβαλούν ανθρώπινες υπάρξεις, στα παγωμένα νερά του Αιγαίου Πελάγους. Είναι ο ίδιος θάνατος που έχει σπείρει τον Φόβο, και μας προσμένει στα γεμάτα ψυχιατρεία, μέσα στα νοσοκομεία και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των προσφύγων. Αυτός ο θάνατος έχει το όνομα της ανθρωπότητας.
Και για το όνομα αυτής της ανθρωπότητας, της ενυπαρχούσης εις περιθώριον, μελωδούν οι συγχορδίες, που κι αυτές στο περιθώριο, ζητούν ν' ακουστούν:
4. Metro Decay - Κειμήλια, (7'' single, 1983, Creep Records). «Μες το συρτάρι, ασάλευτη ζει η σιωπή. Εικόνες που μένουν σε Kodak χαρτί. Φιγούρες γκροτέσκες, χαμένες ψυχές. Αργώ να κρυφτώ και με βρίσκει αμέσως ψηλός, παγωμένος φρουρός. Αργώ να το δω και με σκοτώνει ξανθός, μουχλιασμένος εχθρός», γραφούν στους στίχους τους οι Metro Decay, κατά την κοινωνικο-πολιτικά ταραγμένη δεκαετία του 1980. Τότε, που η πλατεία Εξαρχείων φιλοξενούσε ή και γεννούσε την αντίδραση στην σοσιαλ-δημοκρατική ουτοπία των καιρών, περιμετρικά της Νομικής Σχολής και του Πολυτεχνείου. Τότε, όπως και σήμερα, προσπαθούμε να διακρίνουμε τον «μουχλιασμένο εχθρό», μέσα από κειμήλια-διηγήσεις, πορείες και αντι-πορείες.
5. Γενιά του Χάους - Άγγελοι Χωρίς Φτερά, (album Ρέκβιεμ, 1987, Didi Records). «Πρόσωπα από πέτρα και μάσκες από σάρκα, μακρινή ηχώ, από βελούδινα τραγούδια. Σε φύλλα φθινοπωρινά, σε γκρίζες καταιγίδες, σε μονοπάτια δύσβατα και σε φιλιά μ' αγκάθια», τραγουδούν οι Γενιά του Χάους και μοιάζει το τραγούδι τους τις μέρες μας να περιγράφει. Αφού στις Συνόδους Κορυφής τα «φιλιά» δίνουν και παίρνουν, ενώ στην ενδοχώρα στήνονται παρελάσεις, προς τιμήν προέδρων δημοκρατίας και όχι αγώνων και αγωνιστών. Βλέπετε την σήμερον, στην εποχή της εικόνας, ο αγών έχει πρόσωπο, επιδερμίδα και φοράει κουστούμι, δεν πολεμάει στα βουνά, μα στις οθόνες των υπολογιστών και των τηλεοράσεων. Δεν είναι ιδέα, μα εντολή.
6. ΟΔΟΣ 55 - Αττική Βικτώρια, (album ομώνυμο, ΟΔΟΣ 55, 2012, εἰρκτῇ records). «Αττική-Βικτώρια μαύρα βαγόνια, μέσα σε στοές κινούνται ξανά. Αττική-Βικτώρια, μαύρα βαγόνια, θολές εικόνες θα με βρουν ξανά. Αττική-Βικτώρια γκρίζες ώρες, χαμένες στάσεις θα βρεθούν ξανά. Σιδερένιες πόρτες, κρυφές έξοδοι, δρόμοι μ' αγκάθια κατεβαίνουν αργά», φωνάζουν οι ΟΔΟΣ 55 σ' αυτό το τραγούδι. Κι είναι σαν όλη μας η ζωή να συνθλίβεται, πάνω σε μια διαδρομή, μόνιμη και προκαθορισμένη, δίχως τέλος, δίχως αρχή. Σαν πάντοτε, μέσα στο ίδιο βαγόνι, τέτοιες μέρες του χειμώνα, όλοι μας να αναζητούμε τις κρυφές εξόδους, το «πάθος για ζωή». Μόνο που, καλό θα ήταν, οι ίδιοι να γίνουμε «οδηγοί» της αμαξοστοιχίας, απενεργοποιώντας κάθε αυτόματο πιλότο, που μας συμπαρασύρει στο χάος των αποστάσεων.
Σήμερα λοιπόν, που κάνει ψύχρα, έτσι δοκίμασα την ακουστική του χειμώνα, που διαχέεται στον αέρα της πόλης, με λίγες δόσεις σινεμά και μουσικής. Υποψιάζομαι πως, ετούτος ο χειμών δεν θα επιβάλλει την ψύχρα του στο βαγόνι της συνείδησης, της σκέψης, της πράξης. Και πως η εμμονή της εποχής, θα θάψει το «ωραίο» της οπισθοχώρηση και θα γεννήσει το «τρομερό» της αλλαγής, αφού όπως ο Ρίλκε το έγραψε, «το Ωραίο δεν είναι τίποτε άλλο από την αρχή του Τρομερού»!