«Θα γίνουν επεισόδια το Σαββατοκύριακο;», με ρώτησε φίλος Άγγλος πανεπιστημιακός που αγαπάει την Ελλάδα, με αφορμή την επέτειο της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου. «Φυσικά και θα γίνουν», ήταν η απάντησή μου. «Μα εχουν περάσει εφτά χρόνια από τότε, είναι μεγάλο το χρονικό διάστημα», μου ανταπάντησε. «Οι πέτρες και οι μολότωφ που θα εκσφενδονιστούν» - του έξηγησα με ανηλεή ειλικρίνια- «δεν θα εκσφενδονιστούν για να τιμηθεί ο άδικος χαμός ενός 15χρονου παιδιού αλλά γιατί η άσκηση βίας στη χώρα μας είναι πλέον η μόνη αναγνωρισμένη και δοκιμασμένη μέθοδος κοινωνικής αντίδρασης».
Εκείνο που φάνηκε ξεκάθαρα από το βίαιο ξέσπασμα στους δρόμους της χώρας τον Δεκέμβριο του 2008 ήταν ότι ένα ευρύ φάσμα οργανώσεων, ακτιβιστών, μαθητών συμμερίζονταν σε μεγάλο βαθμό τη μετωπική σύγκρουση ως έκφραση πολιτικής οργής. Τα επεισόδια δεν ήταν, όπως ισχυρίστηκαν πολλοί, μια εξέγερση ή κάποια ανταρσία ενάντια σε συγκεκριμένες νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές της τότε κυβέρνησης. Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, πολλά από τα κυβερνητικά μέτρα που θεωρήθηκαν υπεύθυνα για το βίαιο ξέσπασμα δεν είχαν καν τεθεί σε εφαρμογή την περίοδο που η Αθήνα φλεγόταν.
Μια τόσο βολική έμφαση στον ρόλο που διαδραμάτισαν στο ξέσπασμα της ελληνικής κοινωνίας (γιατί περί ξεσπάσματος επρόκειτο) τον Δεκέμβρη του 2008 το μόνο που πετυχαίνει είναι να κρύβει τις μακροχρόνιες πολιτικό-κοινωνικές παραμορφώσεις που βρίσκονται πίσω από τη βία. Τα σημάδια της ακραίας οικονομικής δυσφορίας, της όλο και βαθύτερης κοινωνικής πόλωσης, της επιθετικής αστυνόμευσης και της γενικευμένης ανομίας που βιώνει η χώρα σήμερα ήταν απο τότε ορατά. Μη γελιόμαστε.
Πριν λίγες μέρες ο Νίκος Ρωμανός συμμαθητής του Γρηγορόπουλου και αυτο-δηλωμένος επαναστάτης αναρχικός έστειλε από τη φυλακή (όπου κρατείται για ληστεία) μια πομπώδη, μακρόσυρτη επιστολή αποτυπώνοντας την οργή του μέσα από το δραματοποιημένο ύφος του κειμένου. Αυτό, όμως, που πραγματικά έχει ενδιαφέρον στην επιστολή δεν είναι οι επαναστατικές, αντιεξουσιαστικές φιοριτούρες του Ρωμανού αλλά το ότι εξιστορεί τη σχέση του με το Γρηγορόπουλο. Μια κανονική, κανονικότατη, σχέση δύο δεκαπεντάχρονων που γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι στο σχολείο και προσπαθούσαν μέσα από τις κοπάνες να δραπετεύσουν από τη ρουτίνα της σχολικής πλήξης και της προνομιακής καθημερινότητας τους πηγαίνοντας στο κέντρο της Αθήνας σε περιοχές όπως τα Εξάρχεια που εξίταραν, είμαι σίγουρος, την εφηβική περιέργεια τους.
Και γράφω «είμαι σίγουρος» γιατί την ίδια εφηβική περιέργεια ένιωσα και εγώ στα 15 μου, το ίδιο εξιτάρισμα με τον Ρωμανό όταν αλήτευε -όπως γράφει - σε πάρκα και πλατείες και όταν έβλεπε εικόνες στην τηλεόραση από συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας. Η μόνη διαφορά μας είναι ότι εκείνος έχει μείνει προσκολλημένος στον δεκαπεντάχρονο εαυτό του. Τον Δεκέμβρη του 2008, περιττό να προσθέσω ότι αν δεν ήταν εκείνος που έπεφτε νεκρός αλλά κάποιος άλλος στη θέση του, ο Αλέξης Γρηγορόπουλος θα έκαιγε και θα κατέστρεφε μαζί με το Ρωμανό για μέρες ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Στο καταπληκτικό έργο του Μπρέχτ «Η ζωή του Γαλιλαίου» ο Γερμανός δραματουργός είχε γράψει: «Αλίμονο στους λαούς που έχουν ανάγκη από ήρωες». Ο θάνατος του Αλέξη Γρηγορόπουλου ήταν - δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία - ένα θλιβερό, ένα σοκαριστικό, ένα οδυνηρό γεγονός. Δεν είχε, όμως, τίποτε το ηρωικό. Και δεν έχει να κάνει ούτε με το γεγονός ότι ήταν ένα παιδί που προερχόταν από εύπορη οικογένεια, καλό σχολείο, οικονομική άνεση. Και παιδί ναυτεργατών απο την Κοκκινιά να ήταν ο Γρηγορόπουλος πάλι τίποτε ηρωικό δεν θα είχε ο θάνατος του που προήλθε από μια τελείως τυχαία συγκυρία. Ο λάθος άνθρωπος, στην λάθος στιγμή, στο λάθος σημείο, για να το πω απλά. Η μετέπειτα μαζική αγιοποίηση του Γρηγορόπουλου πέρα απ' το αρχικό σοκ και τη ντροπή είχε να κάνει με την συλλογική απροθυμία της ελληνικής κοινωνίας να προσδιορίσει τα βαθύτερα αίτια αυτών που διαδραματίστηκαν για σχεδόν δυο εβδομάδες.
Σε κακές στιγμές, εξάλλου, είναι ευκολότερο να ψάχνεις για ήρωες, να μυθοποιήσεις πρόσωπα και καταστάσεις, για να σου καλύψουν ηθικές, συναισθηματικές ή και υπαρξιακές ανεπάρκειες από το να προσπαθήσεις να βρεις δρόμους εξόδου και διαφυγής.
Για να παραφράσω, όμως, τον Μπρεχτ: «Αλίμονο στους λαούς που ψάχνουν και τελικά δεν βρίσκουν ήρωες»
*Το βιβλίο του Γιώργου Κασιμέρη «Ακραία Φαινόμενα Διαρκείας: Βία και Τρομοκρατία στη Μεταπολίτευση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.