«Καλό θα ήταν να το δούμε πιο αναλυτικά αυτό το θέμα» είπε με όση ψυχραιμία μπορούσε ο νομικός σύμβουλος του επιχειρηματία με τζίρο άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ. «Δεν χρειάζεται, ξέρω 'γω από αυτά» η απάντηση του.
Η κατάληξη; Ένα δικαστήριο, μία ασύμφορη συμφωνία, ζημία χιλιάδων ευρώ και ενδεχόμενη ποινική ευθύνη.
Κι όμως, επιχειρηματίες με μεγάλους τζίρους και κερδοφορία, έχουν στην speed dial λίστα τους το τηλέφωνο του λογιστή τους παρά του νομικού τους συμβούλου. Πράγματι, είναι τόσο συχνή η επαφή με τον λογιστή, και μάλιστα απευθείας με τα ανώτατα κλιμάκια διοίκησης, που ακόμη και αν εργάζεται ως εξωτερικός συνεργάτης η φύση της εργασίας του προσιδιάζει περισσότερο σε υπάλληλο. Είναι λογικό όμως, καθώς απαιτείται η σύμπραξη του λογιστή λόγω της δαιδαλώδους φορολογικής νομοθεσίας (όπως ισχύει) καθώς και για την ανάληψη της ευθύνης στην περίπτωση λαθών στην λογιστική αποτύπωση μίας επιχείρησης όπως οι εταιρείες ορκωτών λογιστών.
Δεν είναι τυχαίο πως από τις μεγαλύτερες εταιρείες ορκωτών λογιστών παγκοσμίως, αναλαμβάνουν όχι μόνο φορολογικά ή λογιστικά ζητημάτων. Η τριβή με το επιχειρηματικό αντικείμενο και η εμπειρία που αποκομίζουν είναι τόσο μεγάλη που έχουν εξελιχθεί σε στρατηγικούς συμβούλους των επιχειρήσεων. Η άμεση επαφή με τον επιχειρηματία τους επιτρέπει να συμβάλουν στην διαμόρφωση της στρατηγικής μίας επιχείρησης.
Το ζήτημα είναι, πως μπορούν οι δικηγόροι από «διεκπεραιωτές» δικαστικών υποθέσεων να μετεξελιχθούν σε νομικούς συμβούλους, η συμβουλή των οποίων θα είναι μεν νομική αλλά με στρατηγικό προσανατολισμό. Είναι γεγονός, πως κάτι τέτοιο απαιτεί σημαντική δαπάνη χρόνου εκατέρωθεν προκειμένου να δομηθεί μία σχέση εμπιστοσύνης, ειλικρίνειας και πάνω από όλα σεβασμού στον ρόλο του καθένα. Θα πρέπει ο ίδιος ο επιχειρηματίας να αναγνωρίζει τον νομικό του σύμβουλο ως asset για την επιχείρησή του, αλλά και ο νομικός σύμβουλος να ταυτίζει το συμφέρον του με αυτό του επιχειρηματία. Άλλωστε, εάν η επιχείρηση πετυχαίνει θετικά αποτελέσματα, και ο ίδιος ως ελεύθερος επαγγελματίας θα είναι ωφελημένος.
Ίσως οι επιχειρηματίες πρέπει να...«επανεκπαιδευθούν» και να αντιληφθούν πως ένας νομικός σύμβουλος δεν είναι ένα πάγιο έξοδο για να είναι διαθέσιμος όταν χρειάζεται. Πως είναι πράγματι ένας στρατηγικός σύμβουλος που μπορεί να τον καθοδηγήσει. Και ως αποτέλεσμα, να μειώσει τον επιχειρηματικό του κίνδυνο, κρατώντας την επιχείρησή του μακριά από δαπανηρές νομικές «κακοτοπιές». Ταυτόχρονα, οι δικηγόροι θα πρέπει να εντρυφήσουν στο επιχειρείν ώστε να μπορούν να εξηγούν στους επιχειρηματίες τι αντίκτυπο θα έχουν οι πράξεις τους σε στρατηγικό επίπεδο. Είναι εξίσου κρίσιμο, να κρατάμε κατά νου ότι η δικηγορία είναι από τα λίγα επαγγέλματα που «εξοπλίζεται» θεσμικά με την τήρηση της εμπιστευτικότητας, η παραβίαση της οποίας επισύρει και σοβαρές πειθαρχικές κυρώσεις.
Το μνημόνιο και οι νέες μορφές επιχειρηματικότητας έχουν φέρει μία ανακατάταξη όχι μόνο στις μορφές εταιρικής σύστασης, αλλά και στις μεθόδους που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις ώστε να επιβιώσουν μέσα στην κρίση. Μαζί με αυτές, έρχονται και καινούρια νομικά ζητήματα τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με την δέουσα επιστημονική κατάρτιση και ταυτόχρονα την προσπάθεια των νομικών συμβούλων να μην βλέπουν μόνο το νομικό «δέντρο» αλλά και το επιχειρηματικό «δάσος».