Πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες ημέρες στον διεθνή και ευρωπαϊκό τύπο για την ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επονομαζόμενο και QE. Και δεν είναι παράλογο, αφού η κίνηση αυτή ερμηνεύεται από πολλά, γερμανικά κυρίως μέσα, ως η έκδοση ευρωομολόγων "από την πίσω πόρτα".
Τι είναι όμως αυτή η περίφημη ποσοτική χαλάρωση και γιατί αποτελεί τόσο μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα μας;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στις 4 Δεκεμβρίου του περασμένου έτους ο πρόεδρος της ΕΚΤ Mario Draghi προανήγγειλε ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, που έχουν εκδώσει κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η κίνηση αυτή της ΕΚΤ, στην οποία είναι προφανές ότι και η Ελλάδα θα μπορούσε να συμμετάσχει, ως ισότιμο μέλος της Ευρωζώνης έχει συγκεκριμένες - θετικές για μια οικονομία σαν την ελληνική - συνέπειες.
Καταρχήν αυξάνεται η ζήτηση των ομολόγων, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα επιτόκια δανεισμού, τόσο για το κράτος, όσο και για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά ότι το κόστος δανεισμού των οικονομιών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα πέφτει, αρά το κόστος παραγωγής των προϊόντων τους μειώνεται, με αποτέλεσμα αυτά να γίνονται πιο ανταγωνιστικά. Και μετά από πέντε χρόνια συμπιεσμένης οικονομίας και σχετικής έλλειψης ρευστότητας, είναι προφανή τα οφέλη που δημιουργούνται για την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Η συζήτηση αυτή που ξεκίνησε επίσημα στις 4/12, συνεχίζεται την Πέμπτη, όταν και ο M. Draghi θα ανακοινώσει τις αποφάσεις της Τράπεζας για την ποσοτική χαλάρωση. Οι ανακοίνωση αυτή θα γίνει κάτω από τη σκιά των εκλογών στην Ελλάδα, και με το κλίμα αβεβαιότητας για τη χώρα να έχει αγγίξει το ζενίθ.
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι σε αυτή την προεκλογική περίοδο έχουν αναπτυχθεί δύο πλατφόρμες για την επόμενη μέρα των εκλογών.
Από τη μια πλευρά υπάρχει η προοπτική της Ελλάδας στην Ευρώπη, η επιλογή μιας κυβέρνησης με κορμό τη Νέα Δημοκρατία. Που μας βγάζει στο ξέφωτο το Φεβρουάριο, με στόχο να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, να εισπράξουμε τα 7,2 δισ ευρώ και να προχωρήσουμε στην υιοθέτηση του ECCL, της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής στήριξης, της ομπρέλας μας δηλαδή για να βγούμε με ασφάλεια στις αγορές.
Δυστυχώς, η άλλη πλατφόρμα που έχει παρουσιαστεί, είναι μια πλατφόρμα που επιτείνει την αβεβαιότητα και βάζει στο τραπέζι είτε τη χρεοκοπία, είτε νέα - και πιο σκληρά - μνημόνια. Γιατί όταν κανείς τάζει τα πάντα, χωρίς να έχει κοστολογήσει τίποτα, το πιθανότερο είναι ότι θα δημιουργήσει ελλείμματα. Γιατί όταν κανείς νομίζει ότι μπορεί να εκβιάσει την Ευρώπη, το πιθανότερο είναι η Ευρώπη να θωρακιστεί για να μειώσει το κόστος.
Για ποιό λόγο, θα ρωτήσει κανείς, είναι όλα αυτά επίκαιρα; Tι σχέση έχει μια εκλογική αναμέτρηση με της αποφάσεις μιας - ανεξάρτητης - Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την ποσοτική χαλάρωση;
Οι απαντήσεις είναι δύο, και καλύπτουν τόσο το τεχνικό όσο και το πολιτικό σκέλος της αναμενόμενης απόφασης της ΕΚΤ.
Καταρχήν η ΕΚΤ δεν δέχεται ομόλογα υψηλού ρίσκου, τα λεγόμενα junk. Δεν μπορεί δηλαδή η ΕΚΤ να αγοράζει ελληνικά ομόλογα όσο η Ελλάδα δεν είναι ασφαλής. Παραπέμπω τον αναγνώστη σε δηλώσεις του εκπροσώπου τύπου της ΕΚΤ στις 08.01.20151. Αυτό πρακτικά σημαίνει ολοκλήρωση της αξιολόγησης και υιοθέτηση του ECCL, της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής στήριξης.
Το πρόβλημα εδώ είναι προφανές, αφού η διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ, εάν γίνει κυβέρνηση, θα διαρκέσει πολύ μετά τον Μάρτιο. Κινδυνεύουμε δηλαδή τη στιγμή που η ΕΚΤ "θα βρέχει λεφτά" στην Ελλάδα "να κρατάμε ομπρέλα".
Το άλλο πρόβλημα είναι αυτό της κοινής λογικής, που μάλλον οι κεντρικοί τραπεζίτες διαθέτουν. Δεν ξέρω δηλαδή εάν κάποιος θα αγόραζε νέα ομόλογα του ελληνικού κράτους, όταν το ένα από τα δύο κόμματα που είναι υποψήφια να κερδίσουν τις εκλογές έχει προαναγγείλει το κούρεμα ακόμα και των ήδη υπαρχόντων. Ποιός δηλαδή θα έβαζε κάπου τα λεφτά του σήμερα, γνωρίζοντας ότι είναι πολύ πιθανό να τα χάσει αύριο;
Και είναι εδώ που η μεγάλη μας ευκαιρία κινδυνεύει να γυρίσει μπούμερανγκ. Αν η αβεβαιότητα που καλλιεργεί ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ως αποτέλεσμα τη μη συμπερίληψη της Ελλάδας στο πρόγραμμα, τότε το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κινδυνεύει να διογκωθεί.
Ανάμεσα στα άλλα η ποσοτική χαλάρωση αναμένεται να εξομοιώσει τα επιτόκια των χωρών που μετέχουν στα ίδια χαμηλά επίπεδα. Όλα καλά ως εδώ. Εάν όμως τελικά η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δε θα μετάσχει, αυτό αυτόματα θα σημαίνει ότι δημιουργείται η Ευρωζώνη των δύο ταχυτήτων: από τη μία πλευρά θα τρέχει η Ελλάδα με επιτόκια στο 10% και από την άλλη οι υπόλοιπες 18 χώρες της Ευρωζώνης με επιτόκια χαμηλότερα του 2%.
Δεν θα σταθώ εδώ στο συμβολισμό, αλλά θα μπω στην ουσία του αποκλεισμού της Ελλάδας από όλη την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Θα πω μόνο ότι σίγουρα σαν χώρα δεν θα είμαστε καθόλου ανταγωνιστικοί και δεν θα έχουμε και πιθανότητες να γίνουμε. Σκεφτείτε δηλαδή ο τουρισμός ή οι εξαγωγές της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας να δανειοδοτούνται με πολύ χαμηλό κόστος, εντός ποσοτικής χαλάρωσης, τη στιγμή που το κόστος για τις αντίστοιχες ελληνικές επιχειρήσεις θα παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Τα ελληνικά προϊόντα θα χάνουν αγορές, οι τράπεζες θα ασφυκτιούν, ο τουρισμός μας θα ακριβαίνει.
Συνεπώς η ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση δεν είναι απλώς η μεγάλη ευκαιρία για την οικονομία μας. Είναι μονόδρομος. Και, δυστυχώς, εάν αποκλειστούμε μόνοι υπαίτιοι θα είναι αυτοί που συνεχίζουν να καλλιεργούν και να επιτείνουν την αβεβαιότητα. Εκείνοι που νομίζουν ότι θα παίζουν το ζουρνά και ο κόσμος θα χορεύει στο ρυθμό τους.
Λένε στο ΣΥΡΙΖΑ ότι στις 26 Ιανουαρίου τα πάντα θα είναι μαγικά. Αυτό που βλέπω είναι ότι δημιουργούν στη χώρα θανάσιμα προβλήματα πριν ακόμα κυβερνήσουν.