Οι εκλογές τελείωσαν. Η νέα κυβέρνηση έχει σχηματιστεί και απομένει η συγκρότηση σε σώμα της Βουλής των Ελλήνων και η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας. Η χώρα μας απασχόλησε τον διεθνή τύπο καθ' υπερβολήν και ανησυχίες και φόβοι εκφράστηκαν για το μέλλον της λόγω της πολιτικής τοποθέτησης του διαφαινόμενου ως νικητή. Αυτό βέβαια οφείλεται όχι τόσο στον αριστερό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, όσο στις αρνητικές του τοποθετήσεις για το σύνολο της πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης σε σχέση με την οικονομική κρίση. Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επικεντρώσει την κριτική του στο μνημόνιο, δηλαδή στις διεθνείς συμβάσεις που υπέγραψαν διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 μέχρι τώρα, για ν' αντιμετωπίσουν την παρ' ολίγον χρεοκοπία της χώρας.
Παράδοση δυστυχώς αποτελεί στη χώρα μας η πλειοψηφία των πολιτικών πάσης πολιτικής προέλευσης, να μην αναφέρονται στα πραγματικά αίτια των κακών που συμβαίνουν, αλλά στ' αποτελέσματά τους που μας ενοχλούν. Έτσι ως πραγματικό μας πρόβλημα εμφανίστηκε το memorandum και όχι η χρεοκοπία, την οποία αντιμετωπίσαμε μέσω της διεθνούς συμφωνίας που υπογράψαμε. Φυσικά το μνημόνιο που αποτελεί ένα πρόγραμμα σκληρής λιτότητας, οδήγησε σε υψηλότατο δείκτη ανεργίας, εξαφάνιση χιλιάδων μικρών επιχειρήσεων και ανθρωπιστική κρίση, μπροστά στην οποία κανείς δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος.
Το ερώτημα είναι: μπορεί μια χώρα στην κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα να αναταχθεί οικονομικά χωρίς κάποιο πρόγραμμα λιτότητας; Μπορεί η Ελλάδα ανεξάρτητα από το πρόγραμμα που υπάρχει να μην επιδιώκει την εφαρμογή των κανόνων του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης; Ποιες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες όλοι επικαλούνται, θα μπορούσαν να στηρίξουν τη δημιουργία ανάπτυξης και την ικανότητα της χώρας μας να στηρίζεται στα πόδια της; Η απάντηση σε όλα αυτά είναι δυστυχώς μία μόνο. Οι δυσκολίες είναι μπροστά μας και μάλιστα μακροχρόνιες. Άπαξ και η σημερινή κυβέρνηση βεβαιώνει ότι η θέση μας δεν μπορεί παρά να είναι μέσα στην ευρωζώνη, οι δρόμοι δεν είναι πολλοί. Πρέπει ταυτόχρονα και ενώ θ' ακολουθούμε την τήρηση συμφωνιών που προηγήθηκαν, να διαπραγματευτούμε την ελάφρυνση του χρέους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι θεσμοί της, είναι διαμορφωμένοι έτσι, ώστε να αντέχουν στον χρόνο, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει συνεχής διαπραγμάτευση. Όχι για το περιεχόμενο των συνθηκών, αλλά για όσα μπορούν να αποφασιστούν και θεσμοθετηθούν χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κρίσιμο στοιχείο για την προσπάθεια που θα καταβληθεί, είναι εκείνο της συνέχειας. Της συνέχειας του κράτους, ανεξαρτήτως Κυβερνήσεων και της συνέχειας της Ένωσης, ανεξαρτήτως πλειοψηφούντων πολιτικών ρευμάτων μέσα σ'αυτή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επέζησε και άλλαξε μέσα στον χρόνο, ακριβώς γιατί βρήκε τις ισορροπίες ανάμεσα στις εθνικές αρχές, τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα, τις τάσεις ανάμεσα στους ευρωπαίους πολίτες και την πλήρη επίγνωση ότι υπέρτερο συμφέρον είναι η συντήρηση των δεσμών των κρατών μελών και ο σεβασμός στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Κανένα κράτος μέλος της ΕΕ δεν είναι σήμερα αρκετά μεγάλο και ισχυρό για να αντιμετωπίσει μόνο του τον ανταγωνισμό που προέρχεται από τρίτες χώρες. Η Δύση δεν είναι πια ο μόνος εφευρέτης και παραγωγός αγαθών και υπηρεσιών και η μεγάλη επανάσταση που προέρχεται από την κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας έχει διαφοροποιήσει το παγκόσμιο σύστημα. Η ισχύς και τα συμφέροντα δεν εκφράζονται κυρίως μέσω των Κυβερνήσεων και παρά τις πρόνοιες που έχουν ληφθεί κατά την τελευταία πενταετία από την Ευρωπαϊκή Ενωση για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η πολιτική εξακολουθεί να παραμένει συχνά άβουλος μάρτυς ενεργειών και δράσεων που την υπερβαίνουν. Αυτό το σκηνικό δεν είναι βέβαιο ότι στηρίζει τη δημοκρατία και την εξέλιξή της υπέρ του ανθρώπου ως υποκειμένου της ιστορίας του .
Πώς μπορεί να κινηθεί μέσα σε αυτό το περιβάλλον μια χώρα καταχρεωμένη και χωρίς ουσιαστική ενότητα των πολιτικών ελίτ; Ασφαλώς με απόλυτο ρεαλισμό. Τέτοιον που δεν θα παραγνωρίζει φυσικά τη φιλοδοξία για ένα ποιοτικό δημοκρατικό κράτος για ισότιμους πολίτες, για μια κοινωνία που θα λειτουργεί με αρχές και κανόνες χωρίς ιδεοληψίες. Κυρίως όμως και πρώτα από όλα με αλήθεια και μέτρο, χωρίς ωραιοποιήσεις και υπερβολές. Στη φάση που βρισκόμαστε, λάθη που άλλοτε θα φαίνονταν μικρά, σήμερα μπορούν να έχουν φοβερές επιπτώσεις. Θεωρίες του τύπου «θα αλλάξουμε την Ευρώπη» είναι ανυπόστατες, γιατί η Ευρώπη θα αλλάζει στο μέλλον με πολύ μικρή ταχύτητα, προκειμένου να μην εκτραπεί υπό το βάρος των 28 και του διακυβερνητισμού που δυστυχώς τη διακατέχει. Τέλος, η πολιτική ως τέχνη διαχείρισης των συμβόλων εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά δεν μακροημερεύει πια. Χρειάζονται άνθρωποι με πεποιθήσεις και αρκετή από την περιφρονημένη ηθική της εποχής, που δεν θα σκέφτονται μόνο το αύριο αλλά και το απώτερο μέλλον, που θα δρουν συλλογικά με ισχυρό αίσθημα ατομικής ευθύνης, που θα επιδιώκουν την ενότητα του πολιτικού κόσμου χωρίς ταπεινές συναλλαγές, που θα δημιουργούν συμμαχίες με τους εταίρους και θα γνωρίζουν να συμβιβάζονται με ταχύτητα, χωρίς αναβολές και παραπομπή των λύσεων στο μέλλον για αυτά που μπορούν να γίνουν σήμερα.
Αυτά απαιτεί η σημερινή συγκυρία μαζί με την οικοδόμηση επί όσων μέχρι σήμερα έχουν επιτευχθεί στην πενταετία που πέρασε. Επιλογές που ανατρέπουν το κεκτημένο και πολιτικές «εκπλήξεις» δεν θα ωφελήσουν. Όσο για τις υποσχέσεις του παρελθόντος, αν αποβούν απραγματοποίητες, ας εξηγηθεί ειλικρινά στους Έλληνες ότι δεν φταίνε οι άλλοι και οι ξένοι για όλα!