Το δίλημμα που, κατά σαφή τρόπο, τοποθετείται στην ελληνική κυβέρνηση από τους Ευρωπαίους εταίρους, συνδέεται, είτε με την αποδοχή της παράτασης του μνημονίου, είτε με την υιοθέτηση μιας νέας συμφωνίας, η οποία θα προταθεί από την πλευρά μας.
Και αν η συγκατάθεση σε μια μνημονιακή παράταση απορρίπτεται ευθέως από την υφιστάμενη πολιτική ηγεσία, για λόγους ιδεολογικής καταστατικής αρχής, η σύλληψη και υποβολή προς διερεύνηση ενός νέου ελληνικού σχεδίου, κρίνεται ως απολύτως αδύνατη στα χρονικά πλαίσια που η Ελλάδα έχει στη διάθεση της. Ωστόσο, εύλογο είναι το ερώτημα που τίθεται, αναφορικά στη μη ύπαρξη και έγκαιρη επεξεργασία ενός τέτοιου σχεδίου από την ελληνική πλευρά.
Διηνεκή ομόλογα με ρήτρα ΑΕΠ ή ανταλλαγές ομολόγων με τραπεζικές μετοχές, είναι δυο από τις τεχνικές λύσεις που ανακυκλώθηκαν αυτές τις ημέρες για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Όμως, αμφοτέρως δυστυχώς, αποκλίνουν από το έδαφος της πραγματικότητας και της εφικτότητας.
Στην πρώτη περίπτωση επάγονται θεσμικές και κανονιστικές εμπλοκές, καθώς μια τέτοια διευθέτηση θα ήταν ουσιαστικά ισότιμη με μια αναδιάρθρωση, ενώ το χαρτοφυλάκιο της ΕΚΤ θα εκτίθετο περαιτέρω σε μη διαπραγματεύσιμους τίτλους. Αναφορικά στη δεύτερη περίπτωση, τοποθετείται μια καθαρή απόσταση από την θεμελιώδη ιδεολογική ρότα της νέας κυβέρνησης, στη βάση της οποίας ο κρατικός έλεγχος των τραπεζών είναι κεντρική επιλογή.
Αυτή τη στιγμή οι ελληνικές τράπεζες, άρα και οι ελληνικές επιχειρήσεις, δανείζονται από τον ELA με ένα επιτόκιο της τάξης του 1,55%. Πριν την κλιμάκωση των εξελίξεων και την ξαφνική απόφαση της ΕΚΤ να μην δέχεται ως εγγύηση τους ελληνικούς τίτλους για τη χορήγηση ρευστότητας, το συγκεκριμένο επιτόκιο ήταν στο 0,8%. Το συνολικό δε ποσό που εκτιμάται ότι θα αντληθεί από τις ελληνικές τράπεζες, υπό το συγκεκριμένο πλαίσιο, αγγίζει περίπου 50 δισ. ευρώ.
Ένα ερώτημα που μένει να απαντηθεί έχει να κάνει με το κατά πόσον τα περίπου 40 δισ. ευρώ σε ομόλογα EFSF που έχουν στην κατοχή τους οι ελληνικές τράπεζες, είναι δυνατόν να γίνουν δεκτά από την ΕΚΤ για την άντληση ρευστότητας, στην εξέλιξη του χείριστου σεναρίου για την Ελλάδα, δηλαδή αυτό της μη επίτευξης συμφωνίας.
Αναντίρρητα, η ανταλλαγή του ελληνικού χρέους που δρομολογήθηκε το 2012 και η επαναγορά του ακολούθως, αποτέλεσε ένα ιδιαίτερο χρονικό ορόσημο στην ευρωπαϊκή κρίση που ξέσπασε το 2009. Υπήρξε η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην παγκόσμια ιστορία των κρατικών χρεοκοπιών και η πρώτη εντός ευρωζώνης.
Η ιστορική σημασία αυτής της αναδιάρθρωσης, δεν συνέχεται μόνον με το πρωτόγνωρο μέγεθος της, ήτοι την ανταλλαγή χρέους ύψους 200 δισ. ευρώ και κατόπιν την επαναγορά 30 δισ. Συνδέεται επιπλέον με την επιλογή της χρονικής στιγμής που αυτή πραγματοποιήθηκε, το μέγεθος της ζημίας που υπέστησαν οι διάφοροι πιστωτές, τους κανόνες υλοποίησης της, καθώς και την πιθανότητα μετάδοσης της κρίσης στις υπόλοιπες χώρες.
Σήμερα, το ελληνικό χρέος ανέρχεται στα 317 δισ. ευρώ, ήτοι στο 174% του ΑΕΠ, με την κατανομή αυτού να έχει ως ακολούθως: EFSF 141 δισ. ευρώ, άμεσος δανεισμός από τα κράτη-μέλη της ΕΕ 53 δισ. ευρώ, ΔΝΤ 28 δισ. ευρώ, ιδιώτες 50 δισ. ευρώ, ΕΚΤ 25 δισ. ευρώ, ΕΓΔ 15 δισ. ευρώ και ΤτΕ 5 δισ. ευρώ. Είναι άξιο σημείωσης ότι το 68% του ελληνικού χρέους ανήκει στην Ευρωζώνη, δηλαδή σε ευρωπαίους πολίτες. Το συγκεκριμένο ποσοστό χρέους, είναι και εκείνο που δύναται τελικά να τεθεί προς διαπραγμάτευση,
Η επίσημη λήξη του ελληνικού προγράμματος στήριξης τοποθετείται στο τέλος του μηνός Φεβρουαρίου (ήδη συζητείται παράταση του), με τις χρηματοδοτικές ανάγκες για την ομαλή εξυπηρέτηση του χρέους να προσεγγίζουν τα 22,5 δισ. ευρώ, για το 2015. Ειδικότερα, οι υποχρεώσεις αυτές αφορούν: 8,7 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ, 6,7 δισ. ευρώ προς την ΕΚΤ και διάφορες ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες, 5,4 δισ. ευρώ προς τόκους και 1,8 δισ. ευρώ προς λοιπές υποχρεώσεις, ομόλογα εκτός PSI κλπ.
Παράλληλα, δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί η ήδη πολύ ευρεία υστέρηση εσόδων, κατά το πρώτο τρίμηνο του νέου έτους και η εκπεφρασμένη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να μην λάβει την τελευταία δόση του μνημονίου, δηλαδή 7,5 δισ. ευρώ.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το 2015 και ιδιαίτερα το προσεχές καλοκαίρι, θα είναι το πιο κρίσιμο χρονικό διάστημα για την ελληνική οικονομία. Εκ των προαναφερθέντων 22,5 δισ. ευρώ, τα μισά, δηλαδή 11,4 δισ. θα πρέπει να αποπληρωθούν κατά τους μήνες Ιούνιο (2,6 δισ. ευρώ), Ιούλιο (5,1 δισ. ευρώ) και Αύγουστο (3,7 δισ. ευρώ). Ο δε επιμερισμός των ποσών αυτών ανά πιστωτή, έχει ως εξής: 6,7 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες, 1,9 δισ. ευρώ σε τόκους, 1,8 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ και 1 δισ. ευρώ σε λοιπές υποχρεώσεις.
Για την κάλυψη των ως άνω υποχρεώσεων, η πιο ρεαλιστική λύση θα εδράζετο σε μια προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης ύψους 10 δισ. ευρώ, σε συνδυασμό με την δανειοδότηση 12,5 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ για 2 έτη. Περαιτέρω, στο πλαίσιο μιας πιο στρατηγικής προθεσμίας, το επικρατέστερο σενάριο αναφορικά στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, θα είχε να κάνει με την επέκταση της αποπληρωμής του για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς και με την εφαρμογή πολύ χαμηλών επιτοκίων. Έτσι, δεδομένου ότι το μέσο επιτόκιο των ελληνικών ομολόγων αυτή τη στιγμή είναι στο 1,75%, πιθανή μείωση μιας ποσοστιαίας μονάδας, θα ήταν δυνατό να επιφέρει ελάφρυνση τόκων περί τα 2 δισ. ευρώ ανά έτος, κατά προσέγγιση.
Η συγκεκριμένης τάξεως λύση θα ήταν ισότιμη, σε όρους καθαρών παρουσών αξιών, με ένα πολύ σημαντικό haircut. Ωστόσο, προκειμένου κάτι τέτοιο να θεωρείται ως εφικτό, λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη και την ήδη λεχθείσα χρηματοδοτική κάλυψη των 22,5 δισ., αναμένεται και ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη, μια ιδιαίτερα σκληρή στάση των πιστωτών, οι οποίοι και θα απαιτήσουν άμεση επιτάχυνση των εγχώριων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ειδικές παρεμβάσεις στα εργασιακά και νέες περικοπές δαπανών.
Στη βάση αυτή, ελέγχονται για την αποτελεσματικότητα τους, λύσεις οι οποίες, επί παραδείγματι στηρίζονται στα διαθέσιμα του ΤΧΣ (απολύτως δεσμευμένα), στους πόρους του ΕΣΠΑ (αξιοποιήσιμοι μόνον κατόπιν πλήρους συμφωνίας με την ΕΕ) και στην εκ δια μαγείας αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής (το πάγιο σκοπούμενο της τελευταίας 25-ετίας). Συγχρόνως, οιαδήποτε πιθανή ανάσχεση των αποκρατικοποιήσεων, μόνον ως αρνητική θα εδύνατο να αποτιμηθεί, μιας και αυτές θα μπορούσαν να αποφέρουν έσοδα άνω των 5 δισ.
Επιπροσθέτως, μια ακόμα πλάνη σοβεί, αναφορικά στο ζήτημα της διαγραφής του ελληνικού χρέους. Δεδομένης της άτυπης συμφωνίας για την πλήρη αποπληρωμή του ΔΝΤ και των ιδιωτών, η εστίαση για το ενδεχόμενο της διαγραφής, αφορά στην ΕΚΤ και στους εταίρους στην Ευρωζώνη, οι οποίοι ως επισημάνθηκε διακρατούν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους. Είναι ωστόσο ζήτημα κοινής αντίληψης, το κατά πόσον είναι όντως εφικτή η διεκδίκηση της διαγραφής οφειλομένων που προέρχονται από χώρες όπως η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Ιρλανδία κλπ., σε μια περίοδο που το ελληνικό κράτος δανείζεται με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια.
Την όλη εικόνα συμπληρώνει η πρόσφατη, μερικώς ιδιαιτέρως θετική για την Ελλάδα, ανακοίνωση του ευρωπαϊκού προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο ως στόχο έχει την αποκατάσταση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη. Τον Νοέμβριο του 2014, ο υποπληθωρισμός στην Ευρώπη ήταν της τάξεως του 0,3%, με τον επιθυμητό στόχο να τίθεται στο 2%.
Ειδικότερα, το ύψος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης ανέρχεται στα 1,14 τρισ. ευρώ, ήτοι 60 δισ. ευρώ ανά μήνα, από τον Μάρτιο του 2014 έως τον Σεπτέμβριο του 2016 (τουλάχιστον). Η δε συμμετοχή της Ελλάδας είναι 2,9% ή 33 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η μηνιαία δυνατότητα αγοράς ελληνικών ομολόγων προσεγγίζει περίπου το 1,5 δισ.
Ωστόσο, προκειμένου η Ελλάδα να απολάβει τη συγκεκριμένη ωφέλεια, θα πρέπει να αποπληρώσει τον Ιούνιο και τον Ιούλιο ομόλογα αξίας 6,7 δισ. ευρώ, τα οποία και λήγουν. Και τούτο, διότι δεν πρέπει να υφίσταται υπέρβαση του 33%, δηλαδή του μέγιστου επιτρεπόμενου ορίου χρέους μιας χώρας, που η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες θα δύνανται να διακρατούν.
Στο τέλος της ημέρας, η αποφασιστικότητα έως και αδιαλλαξία που παρατηρείται στη συμπεριφορική των εταίρων και πιστωτών μας, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, φαίνεται να έχει πια την πιο στέρεα έδραση. Ούτως, η ετοιμότητα που επιδεικνύουν, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, φανερώνουν τεταμένα αντανακλαστικά, έτοιμα να αντιμετωπίσουν ακόμα και το χείριστο ελληνικό σενάριο.