Αύγουστος του 1972. Ηρώδειο. Ηλέκτρα
Μέσα από τις καμάρες του αρχαίου αμφιθεάτρου εμαφανίστηκε μια σκιά, τυλιγμένη σε σκούρα χλαμύδα που πηγαοινοερχόταν σα σαστισμένη. Και έξαφνα εκτυλίχθηκε μια από τις πλέον ιστορικές στιγμές της ιστορίας του Φεστιβάλ Αθηνών (όπως ονομαζόταν μέχρι το 2006). Με το που η σιλουέτα έκανε τα πρώτα της βήματα και τοποθετήθηκε το φως του προβολέα, πριν προλάβει καν ν' αρθρώσει λέξη, το γεμάτο αμφιθέατρο στην κυριολεξία «έπεσε» από χειροκροτήματα. Σε μια σκηνή απόλυτης αποθέωσης, με εναλλασσόμενα «μπράβο» και «ζήτω» ένα Ηρώδειο όρθιο στο πόδι χαιρετούσε χαρμόσυνα την είσοδο αυτής της γυναίκας στη σκηνή. Ή μάλλον το θεατρόφιλο κοινό γιόρταζε την επιστροφή της αγαπημένης του Άννας Συνοδινού στη ελληνική θεατρική σκηνή μετά απο πενταετή απουσία, μια παύση που της είχε επιβάλλει η Δικατορία των Συνταγματαρχών λίγο καιρό μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
Εξ αιτίας της άρνησης της Συνοδινού να αποδεχθεί την κυβέρνηση των πραξικοπηματιών, της αφαιρέθηκε και η διαχείριση του θεάτρου του Λυκαβηττού, του παλαιού λατομείου που είχε μετατραπεί από το 1965 σε λυόμενο αμφιθέατρο από τον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο. Η επιστροφή της στη σκηνή μη μετανοημένης θεωρήθηκε όχι απλά νίκη της πρωταγωνίστριας αλλά νίκη της Δημοκρατίας.
Η ροή της παράστασης ήταν διακεκομμένη αφού η Ηλέκτρα πέταγε ατάκες, που ενώ το παιδικό μου αυτί δεν τις καταλάβαινε, διέγειραν τον ενθουσιασμό του κόσμου.
Αναπολώντας με χαμόγελο το 1989 αυτές τις στιγμές η Συνοδινού: «Η Ηλέκτρα είναι έργο κατά της αυταρχικότητας. Ο Αγαμέμνονας παραγκωνίστηκε από τους οικείους του οι οποίοι, εν συνεχεία, επέβαλαν μια δικτατορία στο Άργος. Γι' αυτό κι εγώ βροντοφώναζα «δεν δέχομαι σφετεριστές στον τόπο μου, μένω πιστή στον βασιλιά μου», ( υπενθυμίζοντας ότι ο πρώτος στόχος της διακτατορίας ήταν ο βασιλέας Κωνσταντίνος).
Κατά την τελική έξοδο του από τη σκηνή ο χορός τραγουδούσε «Λευτεριά, Λευτεριά». Το απερχόμενο πλήθος συνέχισε να τραγουδάει τους φλογερούς στίχους, μεταφέροντας τους στους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας.
Δέκα χρόνια αργότερα ο σκηνοθέτης της παράστασης, Γιάννης Τσιώλης, θυμόταν: «Η Άννα το διασκέδαζε. Από θαύμα δεν καταλήξαμε στο κρατητήριο εκείνο το βράδυ. Από την επομένη άρχισαν να μας παρακολουθούν οι μυστικές υπηρεσίες. Εγώ επέστρεψα στην Αμερική. Η Άννα απτόητη ξανάρχισε να παίζει στο θέατρο».
Αποφοιτώντας με άριστα από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1949, η Άννα Συνοδινού κίνησε, από τα πρώτα της βήματα στη σκηνή, την περιέργεια του πιο λαμπρού (σχεδόν μυθικών προδιαγραφών) θεατρικού ζευγαριού που πέρασε ποτέ απ' την ελληνική σκηνή: των Αλέξη Μινωτή- Κατίνας Παξινού.
«Έχει κάτι από μένα η Αννούλα», έλεγε η μεγάλη Παξινού. «Ο Ροντήρης (ο δάσκαλος στο Εθνικό) θα της βάλει το κλάμα μέσα στη φωνή. Πρέπει όμως να τη βοηθήσουμε να ανακαλύψει την εσωτερική κραυγή, όπως έκανε και με μένα στα νιάτα μου ο Δημητράκης», (αναφερόμενη στον...μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο, ο οποίος την είχε γαλουχήσει στους ρόλους του Βάγκνερ).
Τα αποτελέσματα αυτής της «κραυγής» δεν άργησαν να φανούν με την Αντιγόνη της στο Ηρώδειο. Η σπαραχτική ερμηνεία στη σκηνή του αποχαιρετισμού της Αντιγόνης απ τη ζωή «Ω Τύμβος, Ω Νυμφείον» θεωρείται η στιγμή που το αστέρι της Συνοδινού γεννήθηκε. Παρέμεινε χαραγμένη στη μνήμη όλων όσων είχαν την τύχη να παρευρεθούν. Χρόνια αργότερα ένας τυχερός θεατής διηγείτο: «Η Άννα Συνοδινού ήταν η πεμπτουσία της Αντιγόνης. Μια πανέμορφη κοπέλα, όλο νιάτα κι ομορφιά που αντί να χαρεί τη ζωή οδεύει στον θάνατο γιατί αρνείται ηθικά να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα που πάνε να της επιβάλλουν. Και ενώ κλαίει από λύπη γι' αυτά που δεν πρόκειται να ζήσει, χαμογελάει με αγαλλίαση διότι αυτο-ολοκληρώνεται». Ένας σπάνιος διθύραμβος από τον, συνήθως φειδωλό, Γιάννη Τσαρούχη.
Αυτή η ηθική προσέγγιση ρόλου ήταν κάτι πολύ οικείο για την Συνοδινού. «Ο ηθοποιός ποιεί ήθος», έλεγε η ίδια αδιαπραγμάτευτα. Για σχεδόν ενενήντα συναπτά χρόνια δεν υπήρξε ούτε η παραμικρή απόκλιση από αυτή τη στάση ζωής.
Από αυτή της την πεποίθηση θα πρέπει να πήγαζε η δύναμη που την χαρακτήριζε όταν χρειαζόταν να παρθούν δύσκολες και οδυνηρές αποφάσεις. Αποφάσεις όπως το να εγκαταλείψει την μεγάλη της αγάπη- το θέατρο- αρνούμενη να συνεργαστεί με τη δικτατορία και πολύ αργότερα να αποσυρθεί από τον άλλο μεγάλο έρωτα της, την πολιτική, στην οποία αφιέρωσε περί τα 16 χρόνια, όταν συνειδητοποίησε την ηθική κατάπτωση του βουλευτικού σώματος- παρά το γεγονός ότι εκλεγόταν αδιάλειπτα στην Α' Αθηνών κατά την πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης.
Η Αντιγόνη ήταν και η αρχή της μακροχρόνιας σχέσης της με τον χώρο του Ηρωδείου. «Στο Ηρώδειο πρέπει ν' απευθύνεσαι στα βραχάκια», μου είχε κάποτε εκμυστηρευθεί. «Μόνον έτσι θα μπορέσει να γεμίσει με την ενέργεια σου αυτός ο χώρος που δεν είναι ο ιδανικότερος για τη φωνή. Πέραν αυτού εκεί ψηλά βρίσκεται και η νεολαία». Μέχρι τα βαθιά γεράματα η Συνοδινού είχε λατρεία στους νέους ανθρώπους. Αφότου αποτραβήχτηκε από τη σκηνή, συνέχισε για χρόνια να ανεβάζει σχολικές παραστάσεις -στις οποίες πρωταγωνιστούσε- με σκοπό την ιστορική εκπαίδευση των παιδιών.
Η συνεργασία Παξινού-Συνοδινού και η σκηνή μεταξύ Εκάβης-Πολυξένης είναι ένας θησαυρός του παγκοσμίου θεάτρου που ευτυχώς παραμένει ηχογραφημένος και διαθέσιμος στα αρχεία της ΕΡΤ.
«Ο ηθοποιός παράγει ήθος», δήλωνε περήφανα για την πορεία που είχε επιλέξει να ακολουθήσει στη ζωή. προδιαγραφές που ακολούθησε αυστηρότατα για ενενήντα χρόνια. Ποτέ της δεν επέτρεψε την παραμικρή απόκλιση από αυτή τη φιλοσοφία ζωής.
Παρ' ότι διέθετε το πιο όμορφο πρόσωπο από όλες τις ηθοποιούς της γενεάς της απέκλεισε τον κινηματογράφο. Στην μοναδική της ξένη κινηματογραφική παραγωγή, τους «300 Σπαρτιάτες» βρέθηκε να παίζει δίπλα στον μεγάλο Σαιξπηρικό ηθοποιό Ραλφ Ρίτσαρντσον (ο οποίος υποδυόταν τον Θεμιστοκλή). «Ο Ρίτσαρντσον με καθοδήγησε μακριά από τον κινηματογράφο και πίσω στο σοβαρό δράμα που έπασχε κατά τη γνώμη του από έλλειψη ερμηνευτών βεληνεκούς. Η επιβεβαίωση από τον κολοσσό αυτό του κλασικού θεάτρου πως όφειλα κι εγώ να ακολουθήσω μια παράλληλη διαδρομή ήταν η πιο καθοριστική και όμορφη στιγμή της ζωής μου. Είχα πλέον το πράσινο φως να αφιερωθώ ολοκληρωτικά σε αυτό που λάτρευα: την τραγωδία και το σοβαρό θέατρο».
Στο βωμό της τέχνης η Άννα Συνοδινού θυσίασε τη μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να λάβει άνθρωπος: την απόκτηση παιδιού. «Μεγάλωσα σ' ένα σπίτι γλυκό με γονείς γεμάτους αγάπη και την έντονη έννοια της οικογενειακής θαλπωρής. Η ερμηνεία ρόλων σε ανοιχτά θέατρα, χωρίς τη σημερινή μικροφωνική υποστήριξη, απαιτούσε την καθημερινή φωνητική προπόνηση ενός ολυμπιονίκη. Ποιος θα μεγάλωνε ένα παιδί; Ποιος θα το φρόντιζε; Η Εκάβη; Η Ηλέκτρα;». («Θεωρείς ηθικό να αποκτήσει κάποιος παιδί για να το παραδώσει σε νταντάδες, θειάδες, γιαγιάδες.....», μου είχε εκμυστηρευθεί το 2009 όταν πήγα να την συλληπηθώ για τον χαμό του συζύγου της, Γιώργου Μαρινάκη).
«Δόξα τω Θεώ, έχω λάβει πολλές διακρίσεις στη ζωή μου. Όμως η πλέον τιμητική είναι να αποκαλούμαι "Κυρία Μαρινάκη"». Εύχομαι στον κάθε άνθρωπο να αποκτήσει έναν σύντροφο σαν τον σύζυγό μου. Δεν θα υπήρχε η Συνοδινού χωρίς τον Μαρινάκη!
Ο Γιώργος Μαρινάκης ήταν πρωταθλητής στο τρίαθλο και θεωρείτο ένας από τους πιο ωραίους άνδρες της εποχής του. Παρά τον κεραυνοβόλο έρωτα ήταν τέτοια η εκτίμηση που έτρεφε στη σύζυγό του που δέχθηκε να την μοιραστεί μαζί με το θέατρο. Η Συνοδινού του ανταπέδωσε την αφοσίωσή του παραμένοντας στο πλάι του και φροντίζοντάς τον στη μάχη του με τον καρκίνο. Χωρίς να παραπονεθεί, η ίδια θεώρησε θείο δώρο την δυνατότητα που της δόθηκε απ' τη ζωή, να αφιερωθεί ολότελα στην τελική ευθεία της εξέλιξης της επάρατης νόσου του Μαρινάκη.
Όμως η ζωή της επεφύλασσε ένα τελευταίο κτύπημα. Πριν από περίπου δύο χρόνια, η ηθοποιός που ξεσήκωνε παραληρήματα ενθουσιασμού, η πολιτικός που άφοβα έμπαινε σε πλημμυρισμένα υπόγεια να βοηθήσει τον κόσμο να περισώσει τα υπάρχοντα του βρέθηκε άπορη και πεταμένη σε ένα ράντζο σε διάδρομο κρατικού νοσοκομείου.
Μεγάλο καλλιτεχνικό παράπονο της Άννας Συνοδινού ήταν η κωμωδία. «Τη δοκίμασα αλλά δεν μου πήγαινε πολύ. Ακόμη και η Λυσιστράτη μου είχε κάτι το σοβαρό πάνω της. Δεν μπορούσα να ανακαλύψω μέσα μου αυτή την κωμική φλέβα που σε απελευθερώνει. Αυτό το πηγαίο ταλέντο της Ελένης Χαλκούση. Αλλά και η Αλέκα Κατσέλη. Τι ωραία που έκλεισε τη Λυσιστράτη της χορεύοντας φίρλες στα σκαλιά του κάτω διαζώματος του Ηρωδείου. Έγινε ένα με το κοινό. Αντιθέτως εγώ κράτησα τις αποστάσεις μου. Υπάρχει μια ηθοποιός που τραγουδάει με τόσο ωραία φωνή, με τέτοια μουσικότητα και έχει το θείο δώρο να σε κάνει να γελάς, να γελάς. Πόσο θα θελα να ήμουν η Ρένα», (εννοώντας τη Βλαχοπούλου) και αποκαλύπτοντας μια πρωτοφανή ταπεινοφροσύνη και εσωτερική ομορφιά) .
Με τον θάνατο της Άννας Συνοδινού, κλείνει το κεφάλαιο των μεγάλων τραγωδών του ελληνικού θεάτρου.
Ποιος μπορεί να βρει λόγια για να αποχαιρετήσει μια Συνοδινού; Μονάχα ένας. Ο συγγραφέας που η ίδια πιστά υπηρέτησε κατά τη διάρκεια της ζωής της, ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ όταν, δια στόματος Ρωμαίου, τη στιγμή που αντικρίζει το πτώμα της Ιουλιέτας ανακράζει:
«Αγαπημένη, ούτε ο Θάνατος κατάφερε την ομορφιά να σου στερήσει».