Παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τη συζήτηση που έγινε στο τέλος του 2015 γύρω από το Σύμφωνο Συμβίωσης. Αν και ξέφευγε από τη συνήθη θεματολογία των τελευταίων πέντε ετών, έφερε στην επιφάνεια ένα σωρό αντιπαραθέσεις, για την ομοφυλοφιλία, την υιοθεσία, τις μειονότητες, μέχρι που κατέληξε πάλι στη συζήτηση για το πόσο «Ευρωπαίοι» είμαστε, το πόση παιδεία έχουμε, το τι είναι Δημοκρατία και τι όχι. Και τελικά, ίσως αναπόφευκτα, το θέμα άγγιξε την ουσία της πολιτικής: έφτασε στο ερώτημα του «ποιος αποφασίζει».
Ένας καλός φίλος το παρουσίασε πολύ γραφικά: «Και σκέφτομαι πόσο γρήγορα θα έπεφτε στον μαύρο φασισμό μια χώρα σαν την Ελλάδα αν διευρυνόταν η Δημοκρατία. Μια Ελλάδα με ρατσιστές, μισαλλόδοξους, ηθικά αναλφάβητους, θρησκόληπτους κι απαίδευτους "πολίτες".»
Αφήνω στην άκρη τη δεύτερη πρόταση που αποτελεί μέρος μίας αφήγησης μηδενιστικής εθνικής ιδιαιτερότητας, η οποία καταπέφτει τόσο εύκολα όσο και αυτή της όποιας εξωραϊστικής εθνικής ιδιαιτερότητας. Η ουσία της ένστασης όπως την αντιλαμβάνομαι έχει αποτυπωθεί ωραία στην εξής φράση:
«Δημοκρατία δεν είναι να αποφασίζουν δύο λύκοι κι ένα πρόβατο για το τι θα φάνε το μεσημέρι»
Τη χρονιά που πέρασε, δύο ευρωπαϊκά κράτη έβαλαν τους λύκους να αποφασίσουν με δημοψήφισμα για τη νομιμότητα του γάμου μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών: η Ιρλανδία και η Σλοβενία. Στην Ιρλανδία οι λύκοι ήταν προφανώς χορτάτοι. Το 60,5% ενέκρινε το ψήφισμα. Στη Σλοβενία το 63,5% το απέρριψε. Η ένσταση όμως παραμένει ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Το επιχείρημα εδώ είναι ότι η θεσμοθέτηση των δικαιωμάτων συνανθρώπων μας που διαφέρουν από την πλειονότητα μόνο ως προς τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, δεν αφορά την πλειονότητα. Είναι θέμα βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Σωστά, και βέβαια είναι. Μένει όμως ένα πρακτικό ερώτημα. Ποια είναι εκείνη η αόρατη δύναμη που θα πάρει τη θεμελιώδη αυτή αρχή και θα παράγει θεσμούς; Είναι ανθρώπινη, φυσική ή μεταφυσική; Τα ανθρώπινα δικαιώματα εδραιώθηκαν στον δυτικό κόσμο μέσω της διακύρηξης της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ το 1776, της Γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη το 1789, και κυρίως μέσω της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τον ΟΗΕ το 1948, ως απάντηση στις φρικαλεότητες που προκάλεσε ο φασισμός και ο ναζισμός. Προφανώς λοιπόν, το γεγονός ότι στο τέλος του 2015 ακόμα συζητούσαμε αν θα έχουν ίσα δικαιώματα απέναντι στο κράτος άνθρωποι που διαφέρουν ως προς τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, σημαίνει ότι η διαδικασία αυτή δεν είναι αυτόματη, ούτε αυτονόητη. Δεν είναι καν φυσική ή μεταφυσική. Αλλιώς πως γίνεται να πέρασαν κοντά 150 χρόνια από τις διακηρύξεις του 18ου αιώνα μέχρι να δοθούν πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες και σχεδόν 200 χρόνια για να καταργηθούν οι φυλετικές διακρίσεις στον δυτικό κόσμο; Πως γίνεται ακόμα και σήμερα να ιεραρχούμε τόσο χαμηλά τα Δικαιώματα στην τροφή και την κατοικία, (κι αυτά στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι), που να θεωρούμε πολιτισμένες τις κοινωνίες όπου πεινασμένοι άστεγοι ψάχνουν σε κάδους γεμάτους με πεταμένα φαγητά δίπλα σε μια πληθώρα άδειων, αχρησιμοποίητων σπιτιών;
Ό,τι έχει κατακτηθεί τους τελευταίους αιώνες στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν ήταν αποτέλεσμα επιφοίτησης, αλλά αποτέλεσμα αγώνων που έδωσαν οι μειονότητες ώστε τα δικαιώματά τους να γίνουν αποδεκτά από το κράτος. Και ήταν ουσιαστικά αποτέλεσμα μιας προσπάθειας να σταθεί η κοινωνία δίπλα στις μειονότητες, ως μέσο πίεσης. Ήταν αποτέλεσμα ενός διαρκούς αγώνα πειθούς. Γιατί λοιπόν η κοινωνία να λειτουργεί μόνο ως μοχλός πίεσης κι όχι ως νομοθέτης; Γιατί αντιστέκονται άνθρωποι κατά τα άλλα προοδευτικοί και μορφωμένοι σε μια τόσο απλή ιδέα;
Στη χώρα μας, το Σύμφωνο Συμβίωσης ενδυνάμωσε σε κάποιους το αίσθημα ότι ζουν σε μια κοινωνία που δεν τους ταιριαζει. Κυρίως το φιλοευρωπαϊκό τόξο, έχοντας τα μάτια του στραμένα στην Ευρώπη όπου Σύμφωνα Συμβίωσης μεταξύ ομοφιλόφυλων άρχισαν να θεσμοθετούνται ήδη από το 1989, ένιωσε την πικρία του για την μονίμως καθυστερημένη άφιξη ευρωπαϊκών θεσμών στην Ελλάδα να ενισχύεται. Η πικρία για την «καθυστερημένη» ελληνική κοινωνία έχει αναγάγει την Ευρώπη και το σύνολο των ευρωπαϊκών θεσμών σε επίπεδο συμβόλου: ό,τι ισχύει στην Ευρώπη είναι και καλό. Ό,τι δεν ισχύει, είναι ανάξιο λόγου. Το οξύμωρο είναι ότι η ίδια αυτή η φιλοευρωπαϊκή ματιά μας φέρνει πάντα ένα βήμα πίσω από την Ευρώπη. Φαντάζεστε για παράδειγμα η ελληνική κοινωνία να ήταν έτοιμη για το Σύμφωνο Συμβίωσης το 1988, πριν ακόμα η πρώτη χώρα της Ευρώπης το δεχτεί; Όσοι θα διαφωνούσαν από το φιλοευρωπαϊκό τόξο θα αντέτειναν ότι «αυτό δεν έχει εφαρμοστεί πουθενά στην Ευρώπη».
Πέρα όμως από την ιλαρότητα αυτής της προσέγγισης, η μεταφορά θεσμών στην οποιαδήποτε κοινωνία χωρίς την συγκατάθεσή της, αφήνει ένα μεγάλο κενό στην λειτουργία των θεσμών αυτών. Ένα κενό που δημιουργείται από την απόσταση μεταξύ «γενικής βούλησης» και νόμων, και που μπορεί να μειωθεί μόνο με έναν τρόπο: τη βίαιη επιβολή. Και βέβαια χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, αφού δεν έχουν ακολουθηθεί οι διεργασίες που διέπουν την θέσμιση νόμων σε δυτικές κοινωνίες. Η ελληνική πραγματικότητα βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων, που εκφράζονται ως ανικανότητα του ελληνικού κράτους να επιβάλει τον νόμο. Κι αν βρίσκουμε την πραγματικότητα αυτή ενοχλητική, είτε απόλυτα, είτε συγκριτικά με το τι γίνεται στον δυτικό κόσμο, καλό είναι να συνειδητοποιούμε ότι σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο οικοδόμημα του φιλοευρωπαϊκού τόξου: ότι είναι δυνατή η εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας χωρίς την συγκατάθεσή της.
Το να δεχτούμε ότι η κοινωνία θα διαμορφώνει τους θεσμούς, σημαίνει ότι δεχόμαστε ότι η βασική εξελικτική δύναμή της είναι η πειθώ, κι όχι η επιβολή.
Για κάποιους σύγχρονους στοχαστές, αυτή είναι η κύρια διαφοροποίηση μεταξύ πρώτου και τρίτου κόσμου. Στον πρώτο κόσμο οι θεσμοί προέρχονται από την ίδια την κοινωνία, ενώ στον τρίτο επιβάλλονται από μια δυτικότροπη ελίτ.