Υπάρχει μία ιστορία, βγαλμένη κυρίως από τις Γερμανόφωνες περιοχές της Ευρώπης του 16ου αιώνα, και τις Κυριακές τους. Οι άνθρωποι εκεί ξυπνούσαν κάθε Κυριακή πρωί, έβαζαν τα καλά τους, και ευλαβικά πήγαιναν να παρακολουθήσουν την Θεία λειτουργία, αφιερωμένη στην Αγάπη του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού. Όταν η λειτουργία τελείωνε, έβγαιναν ήσυχα-ήσυχα από την εκκλησία, προσηνείς και φωτισμένοι, για να αντικρύσουν το εξής θέαμα: Μια θυμωνιά από ξύλα ριγμένα γύρω από ένα πάσσαλο στο κέντρο της πλατείας. Και μία οικογένεια να οδηγείται εκεί αλυσοδεμένη για να καεί ζωντανή. Ναι, ζωντανή. Οι κατά τα άλλα φιλήσυχοι ενορίτες μετατρέπονταν μεμιάς σε θηρία. Πώς αντιδράσαμε απέναντι στο μέλος του «ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ», με αφορμή την ανακοίνωση επιβολής προστίμου εναντίων του; Ε, πολύ χειρότερα. Δεν περιορίζονταν σε χαιρέκακα σχόλια. Έβριζαν, έφτυναν τους μελλοθάνατους, τους πετούσαν ό,τι έβρισκαν πρόχειρο.
Ποιο ήταν το έγκλημα των ανθρώπων αυτών που οδηγούνταν σε φρικιαστικό θάνατο; Ήταν Προτεστάντες. Υποστηρικτές της μεγαλύτερης επανάστασης του Δυτικού κόσμου, πολύ πριν τον Διαφωτισμό και τις πολιτικές επαναστάσεις στη Γαλλία και την Αμερική. Η επανάσταση αυτή, έχει ενδιαφέρον, έμεινε στην ιστορία με ένα όνομα που μας αρέσει να χρησιμοποιούμε πολύ συχνά τελευταία: «Μεταρρύθμιση».
Εκείνη η Μεταρρύθμιση έφερε στον κόσμο της Καθολικής Εκκλησίας μία σπουδαία, απλή, και απίστευτα αιρετική ιδέα. Ότι η Θεία Χάρη υπάρχει στον καθένα μας, κι ο καθένας μας μπορεί μόνος του να βρει φώτιση διαβάζοντας τα Ευαγγέλια. Ο φτωχός, ο αμόρφωτος, ο ανεύθυνος, ακόμα και η γιαγιά που έμενε πάνω στα βουνά παρέα με τις αρκούδες. Μια ιδέα που έφερε τα πάνω κάτω, και βέβαια πολεμήθηκε λυσσαλέα από την Καθολική Εκκλησία. Γιατί αν ο κάθε άνθρωπος είναι ικανός να γνωρίσει την Θεία Χάρη μόνος του, δεν χρειάζονται διαμεσολαβητές, δεν χρειάζεται ιερατείο, καταρρέει η εξουσία της Εκκλησίας επί των ανθρώπων. Επανάσταση!
Η ιδέα αυτή τελικά επικράτησε. Και άλλαξε τον Δυτικό κόσμο. Έριξε το σπόρο για ό,τι ακολούθησε τους επόμενους αιώνες. Δεν είναι τυχαίο ότι δημοκρατικές ιδέες που ξεθάφτηκαν από αρχαία κείμενα βρήκαν πρόσφορο έδαφος σε προτεσταντικές χώρες. Η Ελβετία ήταν από τις κοιτίδες του προτεσταντισμού. Το ίδιο και η Αγγλία. Και ένα μεγάλο κύμα διωκόμενων προτεσταντών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ευρώπη εκείνη την εποχή, και να εγκατασταθεί στην Αμερική. Για τους προτεστάντες η μετάβαση στη δυτικού τύπου δημοκρατία ήταν ένα φυσικό επόμενο βήμα. Γιατί εφόσον ο κάθε άνθρωπος ήταν ικανός να προσεγγίσει μόνος του κάτι τόσο δυσπρόσιτο όσο το μεταφυσικό, τί αλήθεια τον εμπόδιζε να είναι ικανός να προσεγγίζει τον φυσικό κόσμο, να κατανοεί την καθημερινότητά του, να κρίνει και να αποφασίζει ο ίδιος για τη ζωή του;
Ακόμα και σήμερα, οι πλέον πρωτοπόρες ιδέες για τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος προέρχονται από αυτές τις χώρες. Έχουν αρχίσει να αμφισβητούν ακόμα και μια από τις βασικές αρχές της δυτικού τύπου δημοκρατίας που λέει ότι οι αποφάσεις πρέπει να παίρνονται σε ένα επίπεδο εκτός κοινωνίας. Σήμερα, εκατοντάδες ομάδες πειραματίζονται για τη δημιουργία ενός νέου κανονιστικού πλαισίου διαβούλευσης το οποίο θα βρίσκεται μέσα στην κοινωνία, κι όχι πάνω από αυτήν. Έχουν αναπτύξει μια πληθώρα μεθόδων, (π.χ. World Café, Town Hall Meeting, Consensus Meeting, Deliberative polling) που φέρνουν στο ίδιο τραπέζι απλούς πολίτες για να μιλήσουν και να προτείνουν θεσμούς. Κάνουν σημαντικά βήματα μπροστά, η αξία των οποίων θα φανεί τις επόμενες δεκαετίες.
Εδώ, μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης συνεχίζει να είναι Καθολικό κατά μια έννοια. Και πέφτει σε μια διασκεδαστική αντίφαση. Εκθειάζει όσους δαιμονοποιούν την ελληνική κοινωνία γιατί δεν έχει περάσει Διαφωτισμό, και την ίδια στιγμή αντιτίθεται στην βασική Ευρωπαϊκή ιδέα που οδήγησε σε αυτόν: Ότι ο φτωχός, ο αμόρφωτος, ο ανεύθυνος, ο ανυπάκουος, μέχρι και η γιαγιά που μένει πάνω στα βουνά παρέα με τις αρκούδες, είναι όλοι ικανοί να κατανοούν, να κρίνουν και να αποφασίζουν για τις ζωές τους.
Ας προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε τις αντιφάσεις μας. Αν θέλουμε να γίνουμε Ευρώπη ακολουθώντας τους Μεταρρυθμιστές, θα πρέπει να εμπιστευτούμε έμπρακτα την κοινωνία δίνοντάς της τον λόγο, ό,τι γνώμη κι αν έχουμε γι' αυτήν.