Ένα πρωί στο Ιατρικό Κέντρο! Μια από τις καλύτερες καλημέρες, που άκουσα και είδα. Μια μέρα που δεν πήγε στραβά, όπως περίμενα. Ήταν μια μέρα απλοϊκή, όπως ο άνθρωπος, αληθινή, σαν μια ανθρώπινη ιστορία, που έμαθα τι σημαίνει ελπίζω για να ζω, και όχι ζω για να ελπίζω!
Μια γυναίκα περίμενε πριν από μένα έξω από το γραφείο του γιατρού. Μπορεί να ήταν μάνα, μπορεί θεία, σύζυγος ίσως, ή ακόμα και γιαγιά. Μπορεί και όλα. Είχε έρθει από τις 7 το πρωί για να «γράψει» φάρμακα.
Κάθισα δίπλα της σιωπηρά.
«Καλημέρα τι κάνεις;», είπε στην υπάλληλο που έτρεχε βιαστικά στους διαδρόμους. «Είμαι καλά αλλά κρυωμένη, δεν μπορώ να σου μιλήσω», ανταποκρίθηκε εκείνη με κομμένη βραχνή φωνή!
«Καλημέρα τι κάνεις;», είπε στην καθαρίστρια που μόλις εμφανίστηκε με τους κουβάδες της για φασίνα. «Είμαι καλά, αλλά δεν έχει συνέλθει ακόμα ο λαιμός μου. Μόλις πριν λίγο ξύπνησα. Μιλάμε μετά.», της απάντησε.
«Εσείς καλά;», μου είπε. «Ναι, μια χαρά», της απάντησα.
«Ξέρεις εγώ μιλάω εύκολα απ' το πρωί. Με το που σηκώνομαι».
«Και εγώ το ίδιο», της είπα.
«Δούλευα εδώ 15 ολόκληρα χρόνια. Έχω πάρει σύνταξη τώρα. Ο άντρας μου είναι καρκινοπαθής, αλλά είναι καλά!]
«Τι λέτε; πάλι καλά!», της είπα.
«Έχω όμως τη μάνα μου και την πεθερά μου που φροντίζω στο σπίτι. Στο ένα δωμάτιο η μία, στο άλλο η άλλη. Την τελευταία φορά η πεθερά μου σπάστηκε και την έτρεχα στο νοσοκομείο. Τώρα είναι μια χαρά. Περδίκι! Της είπα δεν θα ξαναβάλει χαλάκι έξω από την πόρτα και θα αλλάζει τακτικά το λάστιχο από το μπαστούνι της. Δεν μπορώ άλλα τρεχάματα...Και στην μάνα μου είπα, να μη με φωνάζει συνέχεια για μικροπράγματα. Όταν ζωγραφίζω δεν θέλω κανέναν να με διακόπτει. Όλα κιόλα!»
«Ζωγραφίζετε; Τι καλά μπράβο!», την ρώτησα. Ήταν μια όμορφη καλοστεκούμενη μεσήλικη γυναίκα, και θα έδειχνε 10 χρόνια νεότερη αν είχε βάψει και περιποιηθεί περισσότερο τα μαλλιά, τα φρύδια και το πρόσωπό της.
Όσο εργαζόμουν στο ιατρικό κέντρο, παράλληλα πήγαινα σε σχολή και σπούδασα αγιογραφία. Τελείωσα τη σχολή και πήρα μαθήματα και στον Δήμο. Τώρα ζωγραφίζω τουλάχιστον δύο ώρες την ημέρα. Και είμαι μια χαρά! Πολλές παίρνουν χαπάκια για τα νεύρα, εγώ τίποτα. Δεν χρειάζεται έχω τη ζωγραφική! Αυτή είναι το φάρμακό μου! Να με βοηθήσει ο Θεός, δεν θέλω ποτέ να φέρω σε δύσκολη θέση τα παιδιά μου. Να με σηκώνουν, να με φροντίζουν, να τους γίνω βάρος! Να με βάλουν σ' ένα γηροκομείο τους είπα, και να πάρω μαζί και τα πινέλα μου, να ζωγραφίζω. Αυτό θέλω. Να έρχονται, αν θέλουν να με παίρνουν την Κυριακή να τους βλέπω. Είπα στα παιδιά μου όταν πεθάνω να με θάψουν με τα πινέλα μου!
Ένιωσα δέος και ανατριχίλα...για τη σκέψη, τη δύναμη, τον γνήσιο αλτρουισμό της φαινομενικά απλοϊκής κυρίας!
«Μαγειρεύω κάθε μέρα και για όλους μας, αλλά και για τα εγγόνια μου κάποιες φορές όταν γυρνάν απ΄ το σχολείο, ή για το μαγαζί - το καφενείο - που έχουμε, κάνω κάνα μεζεδάκι.»
«Καλά και πότε ζωγραφίζετε;»
«Πρωί - πρωί με την αυγούλα, μόλις σηκωθώ, μια ώρα και άλλη μια το βράδυ. Ο κόσμος να χαλάσει, δεν θα περάσει μέρα να μη ζωγραφίσω. Τώρα φτιάχνω ένα τέμπλο για ένα εκκλησάκι στην Αλεξανδρούπολη.»
«Και πληρώνεστε γι αυτό;»
«Και βέβαια, όπου να'ναι το τελειώνω και θα πρέπει να βρω τρόπο να το στείλω».
«Δεν θα έρθουν να δουν πρώτα, αν είναι καλό;»
«Όχι δεν χρειάζεται την ξέρουν τη δουλειά μου!»
Εκείνη την ημέρα, είδα κατάματα, κάθισα - χωρίς να το ξέρω εκείνο το πρωί - δίπλα στη γυναίκα, τη μάνα, τη γιαγιά της διπλανής πόρτας, της διπλανής γειτονιάς, του χωριού ή πόλης της Ελλάδας. Είδα τη μορφή της αγωνιζόμενης ελληνίδας, της γυναίκας, που δεν χρειάζεται όνομα για να μνημονευτεί, φωτογραφία για να διακριθεί.
Δεν της έδωσαν ένσημα ούτε παράσημα για να κολλήσει, για να είναι μπροστά σε κάθε κάλεσμα για αγάπη, στήριξη, συμπαράσταση ή βοήθεια.
Δεν περιμένει η ελληνίδα μάνα, γυναίκα και γιαγιά, κανένα Νόμπελ ανθρωπιάς για τη ψυχή που δίνει. Είναι δικές της όλες οι μέρες, οι μνήμες και τα χρόνια.
Μπορεί η μέρα της να μην είναι πάντα άσπρη! Είναι όμως κάθε μέρα, μέρα καλή και πολύχρωμη! Τη ζωγραφίζει όπως αυτή θέλει. Με τα δικά της πινέλα. Αυτά της φροντίδας και της ανθρωπιάς, που μένουν ανεξίτηλα στο χρόνο.
Η αγάπη και η ανθρωπιά δεν πληρώνεται ούτε ξεπληρώνεται.
Δεν θέλει βραβεία η ψυχή για να ζήσει.
Περισσότερα: https://opedgr.wordpress.com/