Την εποχή που κατασκευαζόταν η Αττική οδός, αν πήγαινε κανείς χαράματα στα εργοτάξια θα έβλεπε, ανά χιλιόμετρο, μικρές χειρόγραφες ταμπέλες με ονόματα Αλβανικών πόλεων: Gijrokaster, Sarande, Berat, Shkoder...Οι εργάτες ήταν όλοι Αλβανοί, τα συνεργεία, χάριν ευκολίας, ήταν οργανωμένα με βάση τον τόπο καταγωγής τους και οι εργοδηγοί έστηναν αποβραδίς τις ταμπέλες για να ξέρει που θα πιάσει δουλειά ο καθένας το πρωί.
Συμπληρώνονταν δέκα χρόνια, εκείνες τις ανέμελες ημέρες, από τότε που η Ελλάδα έζησε το πρώτο μεταναστευτικό σοκ της νεότερης ιστορίας της. Τα σύνορα με την Αλβανία είχαν πέσει ξαφνικά, οι ανθρώπινες ροές ήταν ασυγκράτητες, η προετοιμασία της χώρας- οργανωτική και πολιτιστική- ήταν, φυσικά, ανύπαρκτη, οι αντιδράσεις φοβικές. Την ατμόσφαιρα των ημερών, την κατέγραψε υπέροχα η ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα «Απ' το χιόνι». Και ο Πύρρος Δήμας, σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις του, έλεγε πως τον πρώτο καιρό έμπαινε στο λεωφορείο και κρατιόταν από τις χειρολαβές με τα δυο χέρια από φόβο μήπως βρεθεί κάποιος και του φωνάξει «Αλβανός κλέφτης».
Μεταναστευτική πολιτική η χώρα ούτε είχε τότε, ούτε απέκτησε μετά. Η προσαρμογή των ανθρώπων έγινε με ένα κοινωνικό αυτοματισμό, με το χρόνο, με το φιλότιμο. Προσαρμόστηκαν οι ίδιοι, προσαρμόστηκαν οι γύρω τους, οι δάσκαλοι στα σχολεία της Κυψέλης και των Πατησίων προσαρμόστηκαν κι αυτοί, αυτοσχεδιάζοντας, δίχως επίσημη πολιτική, στο γεγονός ότι οι τάξεις τους είχαν πια μια μεγάλη μειονότητα- που κάποτε γινόταν πλειοψηφία- παιδιών μεταναστών. Τα κατάφεραν. Οι κάποτε απόκληροι έγιναν ο κινητήριος μοχλός της ελληνικής οικονομίας, κάθε δημόσιο έργο φέρει τα αποτυπώματα των χεριών τους, στη μεγάλη τους πλειοψηφία πρόκοψαν και αν επισκεφθεί κανείς τώρα εκείνα τα νησιά στα οποία αποτελούν το μισό και πάνω του μόνιμου πληθυσμού εύκολα διαπιστώνει ότι τα χέρια τους είναι που κινούν τις τοπικές οικονομίες.
Η Ελλάδα, στην πρώτη της μεταναστευτική εμπειρία, στάθηκε τυχερή. Παρ' όλο που η Πολιτεία απείχε- αμήχανη, ανοργάνωτη και αναποτελεσματική- από κάθε συστηματική προσπάθεια επεξεργασίας πολιτικής, εκείνοι οι πρώτοι μετανάστες αφομοιώθηκαν επιτυχώς. Και επωφελώς. Αλλά δεν θα μπορούσαμε να είμαστε για πάντα το ίδιο τυχεροί.
Λίγο πριν, λίγο μετά τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, άρχισαν να φθάνουν στην χώρα σε αξιοπρόσεκτους αριθμούς μετανάστες από την Αφρική και την Ασία, άνθρωποι που δεν προέρχονταν από την γειτονιά μας και δεν είχαν όψη μακρινού συγγενή μας, όπως οι εξ Αλβανίας. Μεταναστευτική πολιτική- και πάλι- δεν υπήρχε. Για περίπου δέκα χρόνια, το ελληνικό κράτος δοκίμασε ξανά την λύση του αυτοματισμού. Οι άνθρωποι έφθαναν στα σύνορα, στα νησιά ή στον Έβρο. Κρατούνταν όσο τους χώραγαν τα άθλια κρατητήρια. Κι έπειτα έπαιρναν ένα λευκό χαρτί που έλεγε ότι πρέπει να φύγουν από τη χώρα μέσα σ' ένα μήνα και αφήνονταν διακριτικά να διαρρεύσουν προς την πλατεία Αττικής, τον Αγιο Παντελεήμονα, την Κολιάτσου. Αιτήσεις ασύλου δεν εξετάζονταν ποτέ, κανονικά έγγραφα δεν εκδίδονταν σχεδόν ποτέ, οι άνθρωποι κρύβονταν κάτω από το μεγάλο χαλί της Αθήνας, ζούσαν σε μικρά διαμερίσματα 20 και 30 μαζί, εγκαταλελειμμένοι στη μαύρη εργασία, την παραβατικότητα και τα κυκλώματα που τους υπόσχονταν προώθηση στην Ευρώπη.
Η επίσημη πολιτική θα μπορούσε να συνοψιστεί στο τρίπτυχο: κάνε πως δεν τους βλέπεις, μην τους καταγράφεις, ταλαιπώρησέ τους όσο μπορείς, κι ας τους να βρουν τρόπο να φύγουν μόνοι τους για όπου τους βγάλει ο δρόμος τους...
Η περίοδος αυτή τελείωσε με πάταγο όταν η Χρυσή Αυγή μετέφερε την έδρα της στον Άγιο Παντελεήμονα και εισέβαλε στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Η νέα περίοδος είχε ως έμβλημά της την Αμυγδαλέζα. Η ιδέα ήταν πως αν η αστυνομία οργάνωνε επιχειρήσεις σκούπα και οι συλλαμβανόμενοι οδηγούνταν στα κρατητήρια, όπου έμεναν μήνες ατελείωτους χωρίς δίκη, αφ' ενός οι κάτοικοι του κέντρου θα έπαυαν να βλέπουν μετανάστες στους δρόμους και αφ' ετέρου οι επίδοξοι μετανάστες θα έπαιρναν, δια της παραδειγμαικής κακομεταχείρισης ενός τυχαίου δείγματος συλληφθέντων, ένα σήμα που θα αποθάρρυνε τον ερχομό τους. Απέδωσε; Ναι, αν θεωρήσει κανείς ότι οι 41.000 αφίξεις μέσα στο 2014 (αύξηση σε σχέση με το 2013) ήταν λίγες και οι πνιγμοί στο Αιγαίο ήταν ασήμαντες «παράπλευρες απώλειες».
Κι έπειτα, τον Ιανουάριο του 2015, ήρθε η νέα κυβέρνηση. Τα κέντρα κράτησης άνοιξαν, οι συλλήψεις διεκόπησαν, οι αφίξεις νέων μεταναστών και προσφύγων δεκαπλασιάστηκαν τον Απρίλιο, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 15, σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες της προηγούμενης χρονιάς. Μα τίποτε άλλο δεν άλλαξε, μεταναστευτική πολιτική δε σχεδιάστηκε, υποδομές δεν δημιουργήθηκαν. Κι ύστερα άρχισε η καταιγίδα: 107.000 τον Αύγουστο (από 6.700 τον προηγούμενο Αύγουστο), 150.000 τον Σεπτέμβριο, 211.000 τον Οκτώβριο. Συνολικά 850.000 αφίξεις έναντι 41.000 την προηγούμενη χρονιά.
Θα ήταν λάθος να αποδώσει κανείς την προσφυγική κρίση του 2015 απλώς στην πολιτική που προσωποποιήθηκε στην Τασία Χριστοδολουπούλου. Θα ήταν ανόητο να θεωρήσουμε πως τρεις δηλώσεις μιας υπουργού στην Αθήνα πλημμύρισαν την Ευρώπη πρόσφυγες. Το πρόβλημα έχει πολύ πιο σύνθετες αιτίες- η ελληνική πολιτική και η ελληνική επιχειρησιακή ανεπάρκεια είναι μόνον μία από αυτές και όχι η σημαντικότερη.
Αλλά ανεπάρκεια σίγουρα υπήρξε.
Η αντίδρασή μας ήταν ένας συνδυασμός καρτερίας, ηρωισμού και αλληλεγγύης στα νησιά (με εξαιρέσεις, φυσικά) και κουτοπόνηρου αυτοσχεδιασμού στο κέντρο. Ας φύγουν όσοι περισσότεροι προλάβουν ήταν το ανεπίσημο δόγμα, μέχρι να κλείσουν τα σύνορα. Και τώρα που έκλεισαν;
Τωρα πληρώνουμε το γεγονός ότι 25 ολόκληρα χρόνια από τότε που ο πρώτος μετανάστης πέρασε «παράνομα» τα σύνορά μας, δεν καταφέραμε να έχουμε ούτε μεταναστευτική πολιτική συγκροτημένη, ούτε υποδομές, ούτε τεχνογνωσία. Το βεβαρυμένο μας μητρώο μας κάνει να χάνουμε το (αδιαμφισβήτητο) δίκιο μας στα ευρωπαϊκά τραπέζια. Βρισκόμαστε στη δυσκολότερη θέση. Αλλά πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Με ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση, όση οργάνωση και συντονισμό μπορούμε να παράγουμε. Και ασφαλώς με πολιτική συνεννόηση. Για ένα επιπλέον λόγο: Ότι στο θέμα αυτό, μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων δεν υπάρχουν αθώοι και αναμάρτητοι....