Χρόνια τώρα, ακούμε πως η Ελλάδα θα γίνει το «κέντρο» στο ένα πράγμα, «κόμβος» στο άλλο, «στρατηγικός εταίρος» στο παραάλλο. Αναμασάμε δε με τον εγωκεντρισμό που προσιδιάζει στον νεοέλληνα, πως είμαστε μια χώρα πλούσια σε ορυκτά και ιδίως σε πετρέλαιο που τόσες φορές έχουμε ακούσει. Διακηρύξεις όπως η περιβόητη ΑΟΖ και άλλα συναφή ακρωνύμια και catch phrases που συνεπαίρνουν το κοινό και το αποσπούν από την πραγματικότητα.
Και η πραγματικότητα είναι η εξής, η Ελλάδα ακόμα δεν έχει βρει τον προσανατολισμό της. Και ιδίως δεν έχει βρει (χρησιμοποιώντας έναν όρο του τζόγου) που να ποντάρει τα λεφτά της. Και όταν λέω λεφτά, εννοώ τα δισεκατομμύρια του νέου ΕΣΠΑ και των χρημάτων που προέρχονται μέσω της ΕΤΕΠ αλλά και συναφών φορέων.
Πρέπει, επιτέλους, κάποιος να πάρει μία απόφαση και να καθορίσει τις προτεραιότητες στις οποίες θα ποντάρουμε για την έξοδο μας από την κρίση δημιουργώντας θέσεις εργασίες και βιώσιμες επιχειρήσεις. Θεωρώ πως στην παρούσα κατάσταση η Ελλάδα έχει τα εξής συγκριτικά πλεονεκτήματα που μπορούν να αξιοποιηθούν:
Πρώτον, η πληθώρα αποφοίτων ΑΕΙ και ΤΕΙ με υπόβαθρο σε θετικές επιστήμες, δεύτερο την απείρου κάλλους ελληνική γη, και τέλος κλιματικές συνθήκες που επιτρέπουν την ανάπτυξη καλλιεργειών διαφόρων ειδών.
Πως συνδέονται όλα αυτά;
Δε συνδέονται και αυτό είναι το σκεπτικό. Πρέπει να διαχειριστούμε τον κίνδυνο αυτών των επενδύσεων και να μην «ποντάρουμε» τα πάντα σε έναν τομέα.Αρχικά, εκμεταλλευόμενοι το προνομιακό καθεστώς για την ανάπτυξη τον τεχνολογικών πάρκων (ατέλειες και φορολογικές ελαφρύνσεις) ίδρυση επιχειρήσεων εντός τεχνολογικών πάρκων που θα αναλάβουν την υπεργολαβία για ακριβά τεχνολογικά project που στο εξωτερικό θα είχαν το πολλαπλάσιο κόστος. Καθώς το εργατικό κόστος έχει πέσει κατακόρυφα στη χώρα, θα ήταν σκόπιμο για επιχειρήσεις οι οποίες θέλουν να επενδύσουν σε τεχνολογικά projects που απαιτούν έρευνα και να δώσουν αυτή την υπεργολαβία σε ελληνικές επιχειρήσεις. Είτε αυτό να συμβεί ιδρύοντας μία θυγατρική εδώ, είτε αναθέτοντας μέσω subcontracting σε μία εταιρία που έχει την έδρα της σε τεχνολογικό πάρκο.
Δεν αρκούν οι εκατοντάδες αλλοδαποί νεαροί τουρίστες που έρχονται και αφήνουν λεφτά μόνο στους tour operators τους, από τους οποίους οι Έλληνες ξενοδόχοι έχουν κέρδος αλλά περιορισμένο. Η Ελλάδα, πρέπει να αποτελέσει πόλο υψηλής ποιότητας τουρισμού, και συνάμα υψηλής κερδοφορίας. Οι επενδύσεις στον τομέα αυτό, πρέπει να προσανατολίζονται στην ανάπτυξη των ειδικών μορφών καταλυμάτων, εκμεταλλευόμενοι και το ευνοϊκό νομοθετικό καθεστώς. Είναι δυστυχές πως για σύνθετα τουριστικά καταλύματα, έχουν εκδοθεί μόνο οκτώ άδειες ενώ για την ρύθμιση του νόμου 2545/1997 για τις περιοχές ολοκληρωμένης τουριστικής αναπτυξης μόλις μία (Costa Navarino). Πλέον το νομοθετικό πλαίσιο υπάρχει για την ανάπτυξη του προϊόντος του luxury τουρισμού, μένει να στηριχθεί και με τις απαραίτητες επιχορηγήσεις.
Τέλος, η Ελλάδα έχει το προνόμιο να έχει από τις καλύτερες καιρικές συνθήκες και την δυνατότητα να καλλιεργεί και να αναπτύσσει ευρεία ποικιλία αγροτικών προϊόντων. Έχουμε όμως πεπερασμένο κλήρο, και ως εκ τούτου μοιραία ο μέσος Έλληνας αγρότης έχει το υπό δεκαπλάσιο (ίσως και λιγότερο) από π.χ Γάλλους αγρότες ή ακόμη και Αμερικανούς. Μην ξεχνάμε, πως με την παγκοσμιοποίηση και στα αγροτικά είδη ο Έλληνας αγρότης δεν ανταγωνίζεται μόνο τους γεωγραφικούς μας γείτονες, αλλά εν δυνάμει όλους τους αγρότες του κόσμου. Έχοντας λοιπόν ως δεδομένη τη μικρή αγροτική έκταση που είναι διαθέσιμη ανά αγρότη θα πρέπει να βρούμε τρόπους ώστε να καταφέρουμε μεγαλύτερο (αγγλιστί) "bang for their buck". Ήτοι, πώς θα βγάζουν περισσότερα με λιγότερα. Δίχως να είμαι γεωπόνος, ή τεχνολόγος τροφίμων αντιλαμβάνομαι το έξης: εάν ο μέσος Έλληνας αγρότης έχει 5 στρέμματα κατά μέσο όρο, ενώ ο αντίστοιχος Αμερικανός έχει 5 εκτάρια πώς άραγε μπορεί να είναι ανταγωνιστικός;
Οπότε, πρέπει οι αγρότες μας να βρουν τρόπους ώστε να μετατρέψουν τις υπάρχουσες καλλιέργειες σε καλλιέργειες που θα τους αποδίδουν περισσότερα ανά στρέμμα. Ενώ, οι απασχολούμενοι με την κτηνοτροφία να προχωρήσουν στην τυποποίηση των προϊόντων τους. Λέξη κλειδί και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να είναι η ποιότητα. Δεν μπορούμε να παράγουμε ποσότητα, οπότε ας εστιάσουμε σε αυτό. Αν μη τι άλλο μην ξεχνάμε, πως η νέα ΚΑΠ είναι έτσι δομημένη ώστε να είναι η Ευρώπη ανταγωνιστική παγκοσμίως, όχι για να στηρίξει την κατανάλωση εντός της ΕΕ. Και φυσικά, δεν μπορεί ο αγρότης να μην είναι πλέον και επιχειρηματίας ή να βασίζεται στην ευρωπαϊκή ενίσχυση για να πετύχει τον οικονομικό του σκοπό.
Κλείνοντας, νομίζω πως αυτό που μας έχει προκαλέσει το μεγαλύτερο πρόβλημα αναφορικά με το ζήτημα της ανάπτυξης, είναι τα μικρομεσαία όνειρα μας. Έχουμε φοβηθεί πλέον τόσο πολύ τα μεγάλα εγχειρήματα που μας προκαλεί τρόμο να κάνουμε μεγάλα άλματα μπροστά.
Το επιχειρείν όμως είναι για τους τολμηρούς, και οι μικρομεσαίες φιλοδοξίες μας δεν θα μας αποφέρουν τα προσδοκώμενα οφέλη μακροπρόθεσμα.