Οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές δημιουργούν αδιαμφισβήτητα μια σοβαρή ανθρωπιστική και οργανωτική κρίση με οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Ωστόσο είναι μια διαχειρίσιμη κρίση.
Όπως δήλωσε ο κ. Μουζάλας αναπληρωτής Υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, ο περιορισμός των διελεύσεων στις κατοπινές χώρες τράνσιτ (ξεκινώντας από την ΠΓΔΜ) αναμένεται να παραμείνουν στην Ελλάδα 50-100.000 πρόσφυγες. Ο αριθμός αυτός είναι μεγάλος και η διαχείριση των ατόμων αυτών, ιδίως υπό τις συνθήκες κάτω από τις οποίες φθάνουν, δεν είναι εύκολη. Ωστόσο, δε συνιστά ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα. Η Ελλάδα είναι ένα αναπτυγμένο κράτος 11 εκατομυρίων κατοίκων και μπορεί να πλαισιώσει και να χειρισθεί εκατό χιλιάδες αφίξεις. Η Κοζάνη και η Λαμία αποτελούν παραδείγματα δήμων ή περιφερειών με περιορισμένο προϋπολογισμό αλλά σοβαρή οργάνωση και κυρίως πολιτική βούληση που κατόρθωσαν να διαμορφώσουν αξιοπρεπείς δομές υποδοχής σε ελάχιστες ημέρες.
Οι περιπτώσεις αυτές ωστόσο συνιστούν εξαιρέσεις. Αντί να προσπαθεί να δημιουργήσει - ακόμα και υπό τις δύσκολες σημερινές συνθήκες - ένα θεσμικό και ουσιαστικό πλαίσιο προστασίας των προσφύγων, η ελληνική κυβέρνηση το μόνο που κάνει είναι να προειδοποιεί για την τεράστια κρίση που θα αντιμετωπίσει η χώρα και να εγκαλεί τις επόμενες χώρες (τρίτες ή μέλη της Ένωσης) στο δρόμο των προσφύγων για τη Γερμανία γιατί κλείνουν τα σύνορα και εγκλωβίζουν τους πρόσφυγες στην Ελλάδα. Τα μέσα ενημέρωσης, πάντα έτοιμα να προβάλλουν την κάθε κινδυνολογία, επιτείνουν την αντίληψη περί κρίσης και πάλι χωρίς να προτείνουν ή να υποβάλλουν προτάσεις και ιδέες για την αντιμετώπιση του θέματος.
Ας διευκρινίσουμε κάποια θέματα κατ' αρχήν. Η είσοδος (και η έξοδος) σε ένα κράτος είναι δικαίωμα του συγκεκριμένο κράτους και πραγματοποιείται βάσει των απαιτήσεων που αυτό θέτει και από τα σημεία εισόδου που αυτό έχει θεσπίσει. Δεν υπάρχει υποχρέωση του κράτους να δέχεται άτομα που θέλουν να εισέλθουν χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις - ακόμα και αν τα άτομα αυτά απλώς θέλουν να διασχίσουν τη χώρα και να μεταβούν αλλού. Υπάρχουν εξαιρέσεις στο κυρίαρχο αυτό κρατικό δικαίωμα: η κατάσταση ανάγκης για παράδειγμα. Η Σύμβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες του 1951 προβλέπει ότι τα κράτη μπορούν (οφείλουν πιο σωστά) να δέχονται πρόσφυγες που εισέρχονται στο έδαφός τους απευθείας από τη χώρα δίωξης. Επίσης απαγορεύει στα κράτη να επαναπροωθούν (να επιστρέφουν δηλαδή) πρόσφυγες σε χώρες όπου κινδυνεύουν. Τίποτε από τα δύο δε συμβαίνει στην περίπτωση της ΠΓΔΜ, της Σερβίας και των υπόλοιπων χωρών διέλευσης. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να εγκαλούμε - νομικά - τις χώρες αυτές γιατί δε δέχονται να αφήσουν τους πρόσφυγες να περάσουν στο έδαφός τους χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, απλώς γιατί αυτό συμφέρει εμάς γιατί δεν έχουν τέτοια υποχρέωση.
Επίσης, το διεθνές προσφυγικό δίκαιο δεν προβλέπει πουθενά πως ένας πρόσφυγας έχει δικαίωμα να επιλέξει τη χώρα ασύλου του. Η Σύμβαση της Γενεύης αποσκοπεί στην προστασία του πρόσφυγα από τη δίωξη, όχι στην επιλογή της πιο πρόσφορης ή ευνοϊκότερης χώρας εγκατάστασης. Αυτό δε σημαίνει ότι ένας πρόσφυγας δεν πρέπει να επιδιώκει την εγκατάστασή του σε μια χώρα προστασίας που του προσφέρει μόνιμη λύση (δηλαδή που του παρέχει μεταξύ άλλων δικαιώματα ένταξης, απασχόλησης, εκπαίδευσης) αλλά δεν έχει δικαίωμα ελεύθερης επιλογής της χώρας όπου θα ζητήσει προστασία αφού περάσει από πολλές άλλες χώρες στις οποίες δεν κινδυνεύει η ζωή του.
Δεν δημιούργησε η κυβέρνηση την προσφυγική κρίση - παρότι στο ξεκίνημα της θητείας της πέρασε το μήνυμα στους διακινητές ότι η είσοδος στην Ελλάδα ήταν περισσότερο «ανώδυνη» από ό, τι στο παρελθόν. Δημιούργησε ωστόσο την εικόνα κρατικής κρίσης λόγω της προσφυγικής κρίσης. Για μεγάλο διάστημα καθυστέρησε κάθε πολιτική δράση που θα επέτρεπε στην οργάνωση των αφίξεων και την ομαλή ένταξη των προσφύγων. Για μήνες ανέβαλε τη δημιουργία των hot spots, αγνοούσε τις υποχρεώσεις καταγραφής των εισερχομένων ενώ κατήγγειλε την αναλγησία και την έλλειψη αλληλεγγύης των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών που δεν καταλάβαιναν την πίεση που υφίστατο η χώρα. Όλο το καλοκαίρι η προσφυγική πολιτική της χώρας συνίστατο στο να μεταφέρει τους πρόσφυγες ή να διευκολύνει τη μεταφορά τους από τα νησιά στα σύνορα για να φύγουν το συντομότερο δυνατό χωρίς παράπλευρες απώλειες. Η απαίτηση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης σταματούσε μόλις οι πρόσφυγες περνούσαν τα σύνορα: δεν υπήρξε (δεν υπάρχει) ποτέ κανένα ενδιαφέρον (από τους πολιτικούς, τα ΜΜΕ ή την κοινωνία) στην Ελλάδα για το πώς άντεχε το σύστημα ασύλου και υποδοχής της Γερμανίας ή της Σουηδίας τις αφίξεις και την εγκατάσταση των προσφύγων εκεί.
Ο μόνος σκοπός της Πολιτείας, ακόμα και σήμερα, φαίνεται να παραμένει η πάση θυσία απομάκρυνση των προσφύγων από την Ελλάδα και οι πολιτικές (στο μέτρο που υπάρχουν) δεν αποβλέπουν στη μόνιμη ή μακροχρόνια παρουσία τους στην Ελλάδα αλλά στην εξαιρετικά προσωρινή επιβίωσή τους έως ότου ανοίξουν τα σύνορα. Ενώ διατείνεται ότι ο στόχος της χώρας είναι η εξασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης των νεοαφικνούμενων, παροτρύνει στην πράξη τους πρόσφυγες να συνωστίζονται στην Ειδομένη - σε άθλιες και επικίνδυνες για τους ίδιους τους πρόσφυγες συνθήκες- ως ιδιότυποι όμηροι μιας κοντόφθαλμης πολιτικής με υπολανθάνοντα στόχο να δημιουργήσει συνθήκες κρίσης στα σύνορα με τη γειτονική χώρα (και με επιπτώσεις για την υπόλοιπη Ευρώπη) ώστε να την υποχρεώσει να ανοίξει τα σύνορα. Παράλληλα διαμαρτύρεται για την έλλειψη αλληλεγγύης και τη μη εφαρμογή των συμφωνιών για την μετεγκατάσταση των αιτούντων άσυλο. Αφού για μεγάλο διάστημα δεν άνοιγε κανένα χώρο προσωρινής ή μόνιμης στέγασης των προσφύγων, τώρα ιδρύονται παντού- και τα ονομάζουμε hot spots ως εάν το όνομα ήταν όλο το θέμα και όχι οι δράσεις που θα πραγματοποιούνται εκεί. Ωστόσο πέραν της δημιουργίας χώρων στέγασης δεν παρέχει άλλη μέριμνα για τους πρόσφυγες και πετάει το μπαλάκι στην κοινωνία των πολιτών και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Είναι γεγονός ότι η μεταναστευτική κρίση δοκιμάζει στο έπακρο τις αντοχές της Διοίκησης και της κοινωνίας. Ωστόσο από το ξεκίνημα της κρίσης, η χώρα δεν δέχθηκε ότι έχει την ευθύνη για την αποδοχή και ένταξη ενός αριθμού προσφύγων: θεωρούσαμε ότι εφόσον τελικός προορισμός των προσφύγων ήταν η Κεντρική Ευρώπη η δική μας ευθύνη περιορίζεται στην ταχεία διέλευσή τους από την Ελλάδα. Άλλες χώρες - όχι μόνο η μεγάλη και οργανωμένη Γερμανία- έχουν δεχθεί τους πρόσφυγες αυτούς, μόνιμα όχι προσωρινά, με προβλήματα, κόστος όχι όμως με εκδηλώσεις κρίσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της έχουν διαπράξει τεράστια λάθη στην διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης. Τούτο ωστόσο είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το άσυλο και η μετανάστευση δεν είναι αποκλειστική ευρωπαϊκή αρμοδιότητα αλλά, σε μεγάλο βαθμό, υπάγονται ακόμα και ρυθμίζονται από τα κράτη μέλη. Αυτός είναι ο λόγος που τα κράτη μπορούν να λαμβάνουν μονομερείς αποφάσεις: η μεταναστευτική κρίση απαιτεί περισσότερη, όχι λιγότερη Ευρώπη. Παρά τα λάθη της ωστόσο, η Ε.Ε. διαθέτει - έστω και για εγωιστικούς λόγους - σημαντικά κονδύλια για την διαχείριση και πλαισίωση των δομών στέγασης. Η χώρα οφείλει να εκμεταλλευθεί τις χρηματοοικονομικές δυνατότητες που παρέχει το ευρωπαϊκό πλαίσιο, να εξηγήσει ακόμα και να επιβάλει αν χρειασθεί στους πρόσφυγες ότι δεν μπορούν να μετακινηθούν σε τρίτες χώρες χωρίς ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο συνεργασίας και να ξεκινήσει μια πραγματική πολιτική ασύλου και ένταξης των προσφύγων στη χώρα μας. Παράλληλα, παίζοντας αυτό το «ευρωπαϊκό χαρτί», να διεκδικήσει ευρωπαϊκή πολιτική λύση του προσφυγικού, την επανεκκίνηση πολιτικών αλληλεγγύης, όπως την μετεγκατάσταση αιτούντων σε άλλες χώρες της Ένωσης και την επανεγκατάσταση προσφύγων που ήδη έχουν λάβει προστασία στην Ελλάδα και περαιτέρω βοήθεια για να εφαρμόσει πολιτικές ένταξης όσων προσφύγων παραμένουν στη χώρα - και θα πρέπει να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε όρους όπως «εγκλωβισμός».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα δέχθηκε περί τους 700.000 Αλβανούς μετανάστες που έφθαναν κάτω από συνθήκες όχι ανόμοιες με αυτές των σημερινών προσφύγων. Το μεταναστευτικό αυτό κύμα κλόνισε την κοινωνία και τη Πολιτεία, δημιούργησε προβλήματα κοινωνικά και άλλα, δεν υπήρξε όμως κρίση του κράτους. Ας διδαχθούμε από το τι δεν κάναμε τότε και ιδίως τι μπορούμε να κάνουμε τώρα αντί να κραυγάζουμε «κρίση, κρίση» χωρίς να κάνουμε τίποτε.