Πρωτογενές πλεόνασμα είναι το δημοσιονομικό ισοζύγιο μιας χώρας, όταν τα έσοδα υπερβαίνουν τις δαπάνες, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι τόκοι. Εφόσον το χρέος τη περίοδο t+1 είναι ίσο με το χρέος της περιόδου t αυξημένο κατά τους τόκους και μειωμένο κατά το πρωτογενές πλεόνασμα της περιόδου t+1, η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος σημαίνει πως η λειτουργία του κράτους δεν επιβαρύνει περαιτέρω το δημόσιο χρέος. Επιπρόσθετα, αν αυτό είναι αρκετά υψηλό ώστε να καλύπτονται και οι ετήσιες δαπάνες για τόκους τότε μειώνεται το χρέος.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει πως αρκετές χώρες στο παρελθόν έχουν πετύχει τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων για σημαντικό διάστημα. Η μελέτη αυτών των περιπτώσεων έχει δείξει πως η επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για σειρά ετών διευκολύνεται από τους εξής παράγοντες: υψηλό αρχικό έλλειμμα και χρέος, μεγάλη διάρκεια περιοριστικών πολιτικών, υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, χαλαρή νομισματική πολιτική, ικανή χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα, πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και χαμηλή ανισότητα.
Πέρα όμως από οικονομικούς παράγοντες υπάρχουν και θεωρήσεις πολιτικής οικονομίας. Οι σφιχτές δημοσιονομικές πολιτικές που απαιτούνται για την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για σειρά ετών δεν είναι δημοφιλείς μεταξύ των πολιτών και των κυβερνήσεων. Όταν αυξάνονται τα δημόσια έσοδα υπάρχει μεγάλη πίεση αυτά να δαπανηθούν. Για να αμβλυνθούν οι πιέσεις αυτές απαιτούνται ισχυροί πολιτικοί και δημοσιονομικοί θεσμοί.
Εναλλακτικές πολιτικές των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για σειρά ετών είναι οι εξής: α) υψηλός πληθωρισμός, β) αξιοποίηση κρατικών περιουσιακών στοιχείων, γ) αναδιάρθρωση του χρέους και δ) υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης. Η διεθνής εμπειρία έχει αναδείξει τον τέταρτο μηχανισμό ως βέλτιστο για την μείωση υψηλών λόγων χρέους προς ΑΕΠ.
Η Ελλάδα έχει στο παρελθόν πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα. Τα έτη 1994-2002, κατά τη διάρκεια δηλαδή που η χώρα στόχευε στην εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ και στην ένταξή της στο Ευρώ, το μέσο πρωτογενές πλεόνασμα ήταν 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κατ' έτος. Σήμερα, η Ελλάδα καλείται να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με 4,5% του ΑΕΠ για τα έτη 2016-2017, 4,2% του ΑΕΠ για τα έτη 2018-2020 και μειώνεται σε 4%,0 το 2022. Πρωτογενές έλλειμμα -0,4% του ΑΕΠ εκτιμάται ως το δημοσιονομικό αποτέλεσμα που σταθεροποιεί μακροχρόνια το λόγο χρέους προς ΑΕΠ.
Τα τελευταία 35 έτη μόνο δύο Ευρωπαϊκές χώρες κατάφεραν να πετύχουν τέτοια πρωτογενή πλεονάσματα, η Νορβηγία (1999-2013) και το Βέλγιο (1996-2004).
Η ελληνική οικονομία εκτιμάται πως θα πληροί αρκετά από τα οικονομικά κριτήρια που δείχνει η διεθνής εμπειρία ως σημαντικά για την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για σειρά ετών. Όμως, θα είναι μεγάλη η πίεση για χαλαρότερες δημοσιονομικές πολιτικές κυρίως λόγω της υψηλής ανεργίας, της υψηλής ανισότητας και της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει προηγηθεί (fiscal consolidation fatigue), η οποία είναι η μεγαλύτερη και ταχύτερη ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ τα τελευταία 40 χρόνια. Επιπλέον, η αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της χώρας συνεπάγεται σημαντική εκροή πόρων προς το εξωτερικό κάτι το οποίο θα δυσχεράνει τον ενάρετο κύκλο μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και μείωσης του χρέους.
Τα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωζώνης θα πρέπει και αυτά να πραγματοποιήσουν αντίστοιχες προσαρμογές προκειμένου να επιτύχουν τους μεσοπρόθεσμους στόχους τους. Σύμφωνα με το ΔΝΤ η απαιτούμενη προσαρμογή του πρωτογενούς πλεονάσματος για τα έτη 2014-2020 είναι 3,6% για την Ισπανία, 3,4% για την Ιρλανδία, 3,1% για τη Γαλλία, 3% για το Βέλγιο, 2,2% για την Πορτογαλία και 1% για την Ιταλία. Η ταυτόχρονη δημοσιονομική προσαρμογή από πολλά κράτη-μέλη της Ευρωζώνης θα έχει πιθανότατα μη αμελητέες επιπτώσεις στο ρυθμό ανάπτυξής τους, ιδιαίτερα λόγω της μεγάλης διασύνδεσης των εν λόγω οικονομιών.
Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων που η Ευρώπη έχει θέσει στην Ελλάδα αλλά και σε άλλα κράτη-μέλη είναι μια μεγάλη πρόκληση, οικονομικά και πολιτικά. Η υιοθέτηση ταυτόχρονα αναπτυξιακών πολιτικών κρίνεται καίρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.