Η ημέρα που έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου «για τη μπάλα»

Στο ίδιο καζάνι βράζουμε παιδιά, χρώμα που γλιτώνει εδώ κάτω δεν υπάρχει.

19 Γενάρη 2013. Θυμάμαι την ημέρα εκείνη, καλύτερα από τη χθεσινή.

Σάββατο και μολονότι δεν συνηθίζεται, έχουμε μαζευτεί πρωινιάτικα στο Πάντειο να κάνουμε κάποιες παρουσιάσεις, σε ένα Εργαστήριο. Παρουσιάζω μόνος μου και - παρότι, και πάλι, δεν συνηθίζεται- τα πάω αρκετά καλά, όλα εντάξει: αυτή τη φορά δεν ιδρώνω πολύ, δεν κοκκινίζει τόσο η μούρη μου, δεν βγαίνουν καπνοί από το πρόσωπο, που προοδευτικά θα καλύψουν όλη την αίθουσα. Πολύ καλύτερα από ότι συνήθως, λοιπόν.

Στο Σύνταγμα, μετά τις παρουσιάσεις. Έχει κάποια αντιφασιστική συναυλία- ήταν τότε, ακόμη, εποχή που τα προσχήματα υπήρχαν και οι συναυλίες αυτές νόμιζες πως είχαν νόημα. Θα έβλεπε η γιαγιά τον Πλιάτσικα ή τον Μικρούτσικο που τραγουδάει εναντίον τους και θα καταλάβαινε πόσο λερωμένα είναι τα χέρια που κουβαλάνε τα ψώνια της, πίστευες. Λανθασμένα, βέβαια. Όπως και να' χει, ο καιρός ήταν ωραίος, πολλά τα συγκροτήματα που παίξανε δωρεάν, πολλοί οι σύλλογοι που έδιναν το παρόν, πολλές διαφορετικές κονκάρδες έβλεπες,αυτοκόλλητα, φίλοι που ψάρευες στο πλήθος- μεγάλη και η ουρά στις τουαλέτες των McDonalds, ακόμη. Πάνω από όλα, ωραία ήταν η ατμόσφαιρα. Κοιτούσες γύρω σου, τα τόσα διαφορετικά χαμόγελα και έλεγες: κοίτα ρε φίλε, δεν είναι όλα τόσο σάπια τελικά, κοίτα πόσες διαφορετικές φάτσες, διαφορετικά μαλλιά και ντυσίματα βλέπω, εδώ, γύρω μου, κι όλοι αυτοί, από την πλευρά του ο καθένας, έστω σε κάτι συμφωνούν: πως δεν θέλουν να τους επιβάλλεται η διαφωνία.

Περίπου. Το βραδάκι είπαμε με την παρέα να κάτσουμε σπίτια μας, να ασχοληθεί ο καθένας με τις δουλειές του. Τελικά, κάποιοι βγήκαν κατά τις 11-12 για μία μπύρα στη πλατεία. Μαζεύτηκαν και οι υπόλοιποι, με πήραν και εμένα.

«Δεν πάμε για κανένα σουβλάκι;»

«Δεν ξέρω μωρέ, έχω κάτι που θέλω να τελειώσω...»

«Έλα ρε, ξεκόλλα, το κάνεις αύριο».

«Μπα, ρε».

«Καλά».

Μέσα σε ένα λεπτό, τους έχω καλέσει εγώ.

«Μωρέ, πάμε για κανά σουβλάκι λέτε; Ψήνεστε;»

«Τελείωνε, κατέβα».

Μπήκα στο αμάξι που ήταν οι υπόλοιποι. Είχε αποφασιστεί να πάμε Πανόρμου για τα σουβλάκια, να κάνουμε και τη βόλτα μας. Παρκάραμε, καλό κλίμα και πάλι, ευχάριστη ατμόσφαιρα, προχωράμε προς το σουβλατζίδικο, γεμάτα όλα τα στενάκια, γεμάτη κόσμο και η κεντρική. Καθόμαστε έξω από το σουβλατζίδικο. Είμαστε πέντε, μερικοί πάνε να φέρουν τα σουβλάκια, οι άλλοι μένουμε έξω.

Περνάει ένα παλικάρι μόνο του, γυρνάει στον ένα φίλο που καθόμαστε μαζί, «δεν μου αρέσει το φούτερ σου» ή κάτι τέτοιο σχετικό του κάνει, χαμογελώντας όμως και συνεχίζει το δρόμο του. «Πες τα ρε φίλε», του λέω εγώ, «τον κράζουμε και μεις, να πούμε, μα είναι δυνατόν;». Το φούτερ του φίλου όντως ήταν για κλάματα: γυαλιστερό κόκκινο, πιο πολύ προς το ροζ. Αλλά, πραγματικά, με πολλή γυαλάδα. Τον έχουμε δουλέψει και μεις άπειρες φορές, αλλά αυτός επιμένει να το φοράει. Το παλικάρι φεύγει και μεις δουλεύουμε τον φίλο- έχουν έρθει και οι υπόλοιποι, τους το λέμε, τον δουλεύουν και αυτοί.

Σε μια φάση φεύγουν οι τρεις της παρέας, με τα σουβλάκια στα χέρια ακόμη, να πάνε να δούνε τι μουσική παίζει ένα μαγαζί εκεί κοντά. Όπως στρίβουν στο στενάκι, εγώ και ο άλλος που καθόμαστε ακόμα στο πεζούλι, βλέπουμε να περνάν απ το φανάρι προς το σημείο που είχαν πάει οι φίλοι μας: ένας, δύο, τέσσερις, πέντε, έξι- κάπου εκεί, τέλος πάντων, δεν ξέρω πόσοι ακριβώς.

Πλησιάζουν τους δικούς μας, γυρνάνε αυτοί, οι άλλοι έχουν έρθει πολύ κοντά τους, κάτι λένε. Πολύς κόσμος πάει και έρχεται γύρω τους, χαρούμενες φωνές, το στενάκι αυτό έχει και μερικά ωραία ταβερνάκια, εκτός των άλλων. «Λες να γίνει καμία βλακεία από το πουθενά;», λέμε εμείς. Οι τύποι έμοιαζαν μυστήριοι. Και πάμε προς τα κει, με τα σουβλάκια μας στα χέρια.

Όταν πλησιάζουμε, ακούω τον ένα φίλο να λέει «και εγώ βάζελος είμαι, παιδιά». Τρώει ένα μπουκέτο από τον τύπο που είναι απέναντι του- «παναθηναϊκός θα λες» του λέει. Γενικά οξύθυμος ο φίλος μου, συνήθως αντιδράει ενστικτωδώς, αλλά κουνάει το κεφάλι και συμφωνεί, «δίκιο έχεις», του λέει. Δύο άλλοι έχουν πιάσει τον φίλο μου με το κόκκινο-ροζ φούτερ, βάζουν τα χέρια στις τσέπες και προσπαθούν να του πάρουν το κινητό, τον έχουν κολλήσει σχεδόν στον τοίχο. Ακούγονται τα «από που είστε, παιδιά;», «τι ομάδα είστε, παιδιά;» από την μία και μεις να λέμε «παιδιά, δεν έχουμε σχέση με γηπεδικά, ένα σουβλάκι ήρθαμε να φάμε». Αυτό το «ένα σουβλάκι ήρθαμε να φάμε» σε όλες τις διαφορετικές αποχρώσεις τονισμού, ούτε που μπορώ να θυμηθώ πόσες φορές το επαναλάβαμε στη συνέχεια.

Πριν το καταλάβω, γύρω μου έχει ξεκινήσει το νταβαντούρι. Βλέπω κλωτσιές και μπουνιές να πέφτουν, δίνω κάποιες, τρώω μπόλικες, βλέπω τα χέρια των άλλων να αρπάζουν τις καρέκλες και τα τραπεζάκια των μαγαζιών- μεταλλικά αυτά. Κάπως τους αποκρούουμε, το «παιδιά, δεν είμαστε γηπεδικοί, για ένα σουβλάκι ήρθαμε», παίζει από πίσω σαν μουσική συνοδεία μαζί με πράγματα που σπάνε, βλέπω τον έναν φίλο μου να τρώει μια καρέκλα κατευθείαν στο πρόσωπο, κι άλλα χέρια να σκύβουν πάνω από καρέκλες: οι «απέναντι» μας τις αρπάζουν για να μας χτυπήσουν, οι μαγαζάτορες από την άλλη- με εξαιρετική ψυχραιμία- απλώς πασχίζουν να σώσουν όση από τη πραμάτεια τους γίνεται και να τη χώσουν στο εσωτερικό του μαγαζιού.

Αυτό ήταν και το πιο εντυπωσιακό της υπόθεσης: το πως οι μαγαζάτορες με τελείως μηχανικές κινήσεις, κοίταζαν να γλιτώσουν το τασάκι από το τραπέζι που επρόκειτο να εκτοξευθεί ή πως κοιτούσαν το όλο σκηνικό δίχως ούτε μια έκφραση στο πρόσωπο τους- σε απόλυτη ηρεμία τα χαρακτηριστικά, ούτε ένας μορφασμός.

Κατά τα άλλα, το ξύλο έδινε και έπαιρνε ή, σωστότερα, το έδιναν και το παίρναμε, μάλλον. Αντέξαμε για λίγο, εκείνοι να πετάνε καρέκλες και τραπέζια ή να βαράνε κανονικά, εμείς να αποκρούουμε με τα χέρια όπως μπορούμε, γιατί ούτε που μπήκαμε στη διαδικασία να «οπλιστούμε» έτσι και μακάρι να μην το κάνουμε ποτέ. «Ρε παιδιά, δεν είμαστε γηπεδικοί», να λέμε, αφού ανάμεσα μας έβρισκες όλε τις ομάδες- αυτό είναι ένα ακόμη ωραίο. Τρέχει ο ένας φίλος μας, τον κυνηγάνε δύο-τρεις, τρέχει και ο άλλος, τρώει μία, παραπατάει, γλιτώνει, κάπου χάνονται, μένουμε οι τρεις, μένουν και αυτοί λιγότεροι. Νομίζω.

Σε κάποια φάση σταματάει το όλο πράγμα, ηρεμεί κάπως. Ζευγάρια προχωρούν να πιούνε το ποτό τους σε κάποιο μαγαζάκι, οι μαγαζάτορες παραμένουν αμέτοχοι. Μας κοιτάνε με μία απελπιστική ψυχραιμία, λες και περιμένουν απλώς να τους αδειάσουμε τη γωνιά, να στρώσουν πάλι το τραπέζι- να βάλουν πάνω και τα τασάκια που γλίτωσαν. Εμείς επαναλαμβάνουμε τα ίδια σε όποιον έχει όρεξη να μας ακούσει, ενώ ξέρουμε ήδη πως το σουβλάκι μας έχει βγει ξινό. Ένας από εκείνους με πλησιάζει «έλα ρε, έλα να μιλήσουμε», μου κάνει. Δεν λέει να αφήσει την καρέκλα από τα χέρια του, όμως. «Δεν έχουμε τίποτα να πούμε», λέω εγώ, όπως οι κοπελίτσες στις ρομαντικές ταινίες.

Τα ωραία της υπόθεσης, όπως είχε διαμορφωθεί, ήταν τα εξής. Πρώτον, δεν είχαμε ιδέα ποιοι ήταν οι άλλοι, πως δηλαδή έμοιαζαν εμφανισιακά ακριβώς, ούτε πόσοι ακριβώς ήταν. Κάθε φορά που κάποιος πέρναγε, στις λίγες στιγμές ηρεμίας που ήρθανε, αναρωτιόμασταν: τώρα αυτός έρχεται να μας πλακώσει ή πάει να πιει κανένα ποτάκι; Με τον επόμενο τα ίδια, και ούτω καθεξής. Άγχος- δεν είναι κατάσταση αυτή. Και όντως, κάποιοι μας προσπερνούσαν, κάποιοι πάλι έρχονταν κατά πάνω μας. Δεύτερον, τι να είχαν απογίνει οι άλλοι φίλοι μας; Τους κυνήγησαν, τους πιάσανε, χάθηκαν; Τρίτον, πως σκατά θα φύγουμε από εδώ, αφού από την μία ο ένας που έχει το αμάξι λείπει και, από την άλλη, οι «απέναντι» θέλουν να μας ρίξουν μερικές ακόμη;

Σε μία φάση, ο τρίτος από όσους είχαμε μείνει είχε πάει λίγο πιο κει και μιλούσε με κάτι ταξιτζήδες- προσπαθούσε να εξηγήσει τι συμβαίνει. Σκάνε τότε δυο τρεις άλλοι, που μέχρι τότε δεν είχαμε ξαναδεί. Η εικόνα, όπως τη ζούσαμε, μας έκανε να θυμηθούμε τα παιχνίδια: στο πρώτο κύμα τα βάζεις με τον καλό, στο δεύτερο με το καλύτερο, στο τρίτο έχεις μπλέξει για τα καλά, και πάει λέγοντας. Τα παιδιά ήταν νταγλάρια, πραγματικά. Και άλλους δέκα να είχαμε μαζί μας, καλά δεν θα τους κάναμε με τίποτα. Ξεπροβάλλουν από τον κεντρικό, έρχονται προς το μέρος μας, «ωχ μάλλον αυτοί δεν πάνε για ποτάκι», λέμε, πλησιάζουν, κάπως πάμε να αμυνθούμε εμείς οι δύο που έχουμε μείνει, τρώμε κανα-δυο καλές σε λίγα δευτερόλεπτα, μπαμ κάτω, σε ένα σκαλί ο καθένας- ο ένας πάνω από τον άλλον, ξάπλα. Και τα τούμπανα από πάνω μας, να βαράνε με μπουνιές, κλωτσιές, γονατιές, να αμυνόμαστε εμείς, να γλιτώνουμε τη μία και να τρώμε την άλλη πιο γεμάτα και απλά να περιμένουμε πότε θα βαρεθούν να μας χτυπάνε. Και πάντα να σκεφτόμαστε- εγώ τουλάχιστον σίγουρα: να έχουν στρώσει άραγε ήδη τα τραπεζάκια οι μαγαζάτορες;

Εν τέλει, φάγαμε καλά. Μείναμε στα σκαλιά εκείνα για κάμποση ώρα, με τους άλλους από πάνω μας να δίνουν πόνο, ενώ ο κόσμος χάζευε το θέαμα. Όταν ήρθε ο φίλος μας με μερικούς περαστικούς που φιλοτιμήθηκαν να γλιτώσουν τους καημένους- εμάς- από το τζάμπα ξύλο, οι άλλοι άρχισαν να αποχωρούν. Και σε εκείνη τη στιγμή, εκεί, στο τελευταίο δευτερόλεπτο, από όλη τη βραδιά που είχε ξεφύγει χωρίς λόγο, το παιδί εκείνο που προσπαθούσε να με πείσει να συζητήσουμε με την καρέκλα παραμάσχαλα, με μάτια που δεν έπαψαν στιγμή να είναι τρελαμένα, βρήκε να κάνει και το χειρότερο της βραδιάς: αρπάζει ένα τασάκι, το πετάει στον φίλο μου που μόλις έχει αρχίσει και σηκώνεται και αυτός. Το τασάκι πιάνει πρόσωπο- αίματα. Και φεύγει το παιδί, φεύγουν και οι άλλοι, ενώ το πρόσωπο του φίλου μου γεμίζει με τα αίματα και οι μαγαζάτορες, που πριν μέναν αμέτοχοι, διστάζουν ως και ασθενοφόρο να καλέσουν, παρά τις φωνές μας.

Το ασθενοφόρο ήρθε, δυο ασφαλίτες μας θυμήθηκαν και θέλησαν να μάθουν τα στοιχεία μας, πριν επιβιβαστούμε. Όπως τους τα δώσαμε, τα άκουσαν καμία πενηνταριά άτομα. Οι ασφαλίτες λογικά θα πήγαν να συνεχίσουν την έξοδο τους- κει γύρω είναι και η ΓΑΔΑ, άλλωστε, έτσι εξηγείται η άμεση βοήθεια και δράση που (δεν) έφτασε ποτέ- και μεις πήγαμε στο νοσοκομείο να συνεχίσουμε τη δικιά μας. Αργότερα, μάθαμε πως το σκηνικό είχε καταγραφεί ως «συμπλοκή οπαδών». Υποθέτω πως θα τους βόλευε καλύτερα, να κλείσει εκεί η υπόθεση αλλά εμείς δεν είπαμε τίποτα τέτοιο. Μεταξύ μας είχαμε οπαδό του Παναθηναϊκού, που έφαγε και κείνος ξύλο και, αν στο σύνολο μας δεχθήκαμε την επίθεση ως Ολυμπιακοί, για κείνο το χαζοφούτερ, οι περισσότεροι από εμάς άλλη ομάδα υποστηρίζαμε. Όχι γηπεδικά, όμως. Όταν μιλάγαμε για ομάδες, μιλάγαμε για μπάλα- για ωραία γκολ, για δυνατά μαρκαρίσματα και ποδιές- όχι για ξυλίκια σε τυχαίους.

Δεν έχω θέμα που φάγαμε ξύλο από το πουθενά ενώ εμείς σουβλάκι λιγουρευόμασταν. Δεν είναι κάτι πρωτότυπο, άλλωστε. Συμβαίνουν παντού. Και σαν κάνει το λάθος κανένας, να θέσει την ερώτηση «γιατί σε μένα;», η μόνη σωστή απάντηση είναι: «γιατί όχι;». Αυτά συμβαίνουν, αφού είναι γεγονός πως συμβαίνουν, γιατί να τυχαίνουν στους άλλους και όχι σε σένα;

Ούτε το ξύλο το φάγαμε από «οπαδούς του Παναθηναϊκού». Το φάγαμε από μερικά παιδιά, που έτυχε να είναι οπαδοί του Παναθηναϊκού, ας πούμε. Άλλες φορές τυχαίνει να είναι άλλης ομάδας, αλλιώς η περίσταση άλλοτε, άλλοι να δέρνονται, κλπ. Ευτυχώς, δεν το συνεχίσαμε και μεις, αν και καλοθελητές που θέλουν να δώσουν και κείνοι ξύλο με τη μεριά τους, πάντα βρίσκονται. Η φάση, όμως, που γυρνάς το πρωί στο σπίτι σου με αίματα και σε βλέπει η μάνα σου, είναι κάτι που πρέπει να ζήσουν όσο το δυνατόν λιγότερες μανάδες. Οκέη, τα παιδιά μας χάλασαν το βράδυ και τα λοιπά χωρίς λόγο- οι μανάδες τους όμως, αν και καλά απαντούσαμε, τι μας φταίγανε να βιώσουν το ίδιο; Η λύση για μία μάνα που βλέπει το παιδί της να γυρνάει μες στα αίματα, δεν είναι να βάλεις δίπλα της ακόμη μία, που βλέπει το παιδί της να γυρνάει μες στα αίματα. Αυτό είναι πάνω από όλα.

Μου έχει τύχει να περπατήσω δίπλα στο Καραϊσκάκη μέρα μεσημέρι- ευτυχώς, καλοκαιριάτικα, οπότε με λιγότερο κόσμο- με πράσινη μπλούζα Adidas, εκείνη με τις ρίγες- έτσι είχα ξεμείνει. Και κει με κοίταγαν στραβά, τι τρέχει ρε παιδιά λέω, κοιτάω τα μανίκια μου, καταλαβαίνω. Άντε να εξηγήσεις πως δεν είσαι ελέφαντας. Θα είχε τη δική του φάση, βέβαια, να έχω φάει ξύλο από Παναθηναϊκούς ως Ολυμπιακός και από Ολυμπιακούς ως Παναθηναϊκος, λογικά κάποιο βραβείο γκαντεμιάς θα εξασφάλιζα.

Όπως και να' χει, το ζήτημα είναι παντού. Σε κάθε γειτονιά, μία ομάδα επιτρέπεται. Σε κάθε γειτονιά, καλύτερα να μη φοράς μπλούζες άλλων χρωμάτων. Στη γειτονιά μου κυνηγούν οπαδούς της μίας ομάδας, στη δική σου της άλλης, στο χωριό μου της τάδε, στο εξοχικό σου της άλλης. Πας να γκουγκλάρεις «επεισόδια γήπεδο» και βρίσκεις ένα κάρο αποτελέσματα, καινούρια κάθε μήνα.

Και η γενιά μας, που στους κακοδιατηρημένους δρόμους και τα μελαγχολικά στενάκια με τις κόκκινες σταγόνες στην άσφαλτο, τα παιδιά της σφάζουν και σφάζονται, για πολιτική, για ομάδες ή απλώς από ανία, ίσως να είναι και η τελευταία που φταίει. Έτσι τα βρήκε, σε αυτές τις συνθήκες ρίζωσε. «Γιατί όχι;», είπε. Πόσα «γιατί όχι;» της έχουν παραδοθεί; Πόσοι λόγοι να έχει κανείς οργή, μανία και νεύρα- και νεύρα οργή και μανία, καθημερινά; Αν συγκρίνεις τις ειδήσεις μας, με μίας άλλης χώρας, θα πάθεις κατάθλιψη. Τα όσα αλλού θα ήταν στα πρωτοσέλιδα, εδώ είναι καθημερινότητα. Τα έχουμε συνηθίσει από καιρό, μας έγιναν κανονικότητα, και μέσα σε αυτά βυθιζόμαστε και μεις.

Ούτε ο φίλος μου έχει θέμα, που το βράδυ εκείνο τελικά, η μάνα του τον είδε να γυρνάει στο σπίτι του στις 8 το πρωί, με το μάτι του δεμένο δέκα γύρους, μες στα αίματα. Που δεν το έχασε «για λίγα χιλιοστά», όπως είπαν οι γιατροί. Που αναγκάστηκε να μείνει εβδομάδες στο κρεβάτι, άπραγος και κλεισμένος στο σπίτι, από το πουθενά. Που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω τη σχολή στην οποία φοιτεί, στην οποία ούτε εγώ ούτε τα παιδιά που το το έκαναν αυτό θα μπαίναμε ποτέ μας, και που για να τη βγάλεις πρέπει να φτύσεις αίμα, πιο επώδυνα. Που οι γιατροί του απαγόρευσαν να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση για έξι μήνες και για πολύ καιρό αργότερα είχε υποτροπές. Και που, όπως όλων μας- σε κάποιους μάλιστα από εμάς περισσότερο- η ψυχολογία του πήγε περίπατο τους μήνες εκείνους- λες και δεν έχουμε αρκετά προβλήματα στις ζωές μας, να ξοδέψουμε την ώρα μας.

Τόσες ντουζίνες μήνες μετά, το σκηνικό ανήκει για τα καλά στο παρελθόν, όπως και το ποδόσφαιρο για μένα. Όχι λόγω του ξύλου, ωστόσο. Αυτές τις ημέρες ήταν ο τελικός Κυπέλλου και ούτε που ήξερα ποιες ομάδες παίζουν, ενώ μέχρι πριν λίγα χρόνια ήξερα την 18άδα των ομάδων της Γ' εθνικής, και γιατί δεν παίζουν οι υπόλοιποι. Οι προεδράρες, με τις εταιριάρες, τις κοτεράρες, τις κοκάρες, τις ομαδάρες και τις μεταγγραφάρες τους, ας διασφαλίσουν από αλλού χρήματα, δύναμη και συγκατάθεση. Γιατί, όσο οι μαριονέτες στριμωχνόμαστε, να χωρέσουμε όλοι στην σκηνή, κακό να κάνουμε ο ένα στον άλλον, τόσο οι τυπάκοι εκεί πάνω μόνο να χαμογελάνε μπορούν- δεν χρειάζεται καν να κουνάνε τα χέρια τους ,πλέον, βλέπουν.

Και αυτό το κείμενο, εν τέλει, δεν ξέρω γιατί το έγραψα. Ίσως για να τα βγάλω από μέσα μου, να δω πως θα μου βγουν σε κείμενο. Μάλλον, για να διηγηθώ το τι απέγιναν οι δύο άλλοι, τη στιγμή εκείνη που έφυγαν από το νταβαντούρι. Το πως ο ένας, κατέληξε να κρύβεται στον διάδρομο ορόφου μιας πολυκατοικίας, και μες στον φόβο του και την αδρεναλίνη της στιγμής, πως ξεπρόβαλαν δύο αστυνομικοί, «πέσε κάτω, ρε αρχ**ι!", του φώναξαν και του φόρεσαν χειροπέδες. Τον είχαν πάρει για διαρρήκτη ή κάτι τέτοιο, τον συλλάβανε και τον πήρανε στο τμήμα. Τον μάζεψε από εκεί αργότερα ο άλλος φίλος, που η βραδιά του ήταν λιγότερο επεισοδιακή και μαζί μας βρήκαν στο νοσοκομείο. Σίγουρα, λοιπόν, σκοπός ήταν να φτάσει- αν φτάσει- η ιστορία και στα παιδιά που μας πλακώσανε, να έχουν κάτι και κείνοι να γελάνε από εκείνο το βράδυ, όπως έχουμε και εμείς.

Ακόμη, να τους ευχηθώ να μη χρειαστεί ποτέ να αντικρίσει η μάνα τους, τη στιγμή που γυρνάνε στο σπίτι με αίματα. Ούτε εκείνοι, ούτε όσους θεωρούν «απέναντι», ούτε όσοι θεωρούν εκείνους «απέναντι». Και σίγουρα, να τους πω πως ο φίλος που για λίγο να χάσει το μάτι του, έχοντας ένα κάρο άλλα εμπόδια να αντιμετωπίσει, που ούτε θα μπορούσαν να φανταστούν εκείνοι εκείνη τη βραδιά μάλλον, τα καταφέρνει μια χαρά. Και συνεχίζει να έχει όμορφα πράγματα μέσα του, εξακολουθεί να προσπαθεί και να ελπίζει και να πράττει για όλους- και για εκείνους που για λίγο να του στερήσουν το μάτι του, και σίγουρα του στέρησαν μερικούς μήνες, μαζί.

Οι άλλοι δύο τα καταφέρνουν μια χαρά και χτίζουν μόνοι το δρόμο τους. Δουλεύουν όλη μέρα, αποδίδουν με τα χίλια και πληρώνονται το μήνα όσα ένα ζευγάρι Ρώσων αφήνει για δύο μέρες διακοπών. Ο συλληφθείς περιμένει να ξεμπερδέψει με τις παθογένειες του στρατού, κοντεύει. Και εγώ; Ε, εγώ έγραψα αυτό το κείμενο.

Στο ίδιο καζάνι βράζουμε παιδιά, χρώμα που γλιτώνει εδώ κάτω δεν υπάρχει.

|

Δημοφιλή