«Ο ελιτισμός αποτελεί χαρακτηριστική πτυχή της κάθε αντιδραστικής ιδεολογίας, στο βαθμό που είναι θεμελιωδώς αριστοκρατική. Ο αριστοκρατικός ελιτισμός συνεπάγεται σκληρή περιφρόνηση για τους αδύναμους»
Ήταν μια προειδοποίηση του Umberto Eco το 1995 [1] όταν σκιαγραφούσε έναν κατάλογο χαρακτηριστικών που είναι αντιπροσωπευτικά ενός συνδυασμού δεσποτισμού και φανατισμού, που ονόμασε «πρωτοφασισμό», ή «αρχέγονο φασισμό».
Τώρα, 71 χρόνια μετά την ήττα του φασισμού με το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου, μία νέα μορφή δεσποτισμού και φανατισμού αναπτύσσεται κυρίως μεταξύ ανθρώπων υψηλού μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου και διαδίδεται καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, άλλοτε με μικρά αθώα σχόλια κι άλλοτε με μακροσκελή άρθρα.
Το φαινόμενο αυτό, το οποίο σχηματικά και μόνο λέω εδώ «πρωτοφασισμό των προαστίων», έχει αθώο προσωπείο. Δεν αμφισβητεί άμεσα τον κοινοβουλευτισμό. Δεν μουτζώνει τη βουλή. Ο πρωτοφασισμός των προαστίων αμφισβητεί απευθείας την μόνη πηγή νομιμοποίησης οποιασδήποτε μορφής δημοκρατίας: ο λαός είναι εκείνος που είναι ηλίθιος, αμόρφωτος, ανιστόρητος, ανορθολογικός, κακός στη ράτσα του, λειψός στην ιστορία του, «Ελληνάρας». Η απαξίωση αυτή αναπαράγεται πότε μεταξύ σοβαρού και αστείου, πότε σε επιστημονικοφανείς αναλύσεις, πότε σε διαλέξεις αυτοαποκαλούμενων φιλοσόφων. Και είναι ιδαίτερα επίφοβη.
Γιατί, αν ο λαός είναι ηλίθιος, θα έχει ανάγκη μια ηγεσία με υψηλό δείκτη ευφυίας. Συνεπώς η ευφυία αναγορεύεται σε καλύτερο κριτήριο νομιμοποίησης από αυτό της ψήφου. Κι αν η ψήφος των ηλιθίων δεν μπορεί να αναδείξει μια ευφυή ηγεσία, τότε η δημοκρατία μάλλον δεν είναι και τόσο καλή ιδέα [2].
Αν ο λαός είναι ανορθολογικός, αν «οι φτωχοί είναι φτωχοί επειδή κάνουν λάθος επιλογές σε κρίσιμες στιγμές» [3], τότε νομιμοποιείται μία εύπορη μειοψηφία να παίρνει τις σωστές αποφάσεις για τους υπόλοιπους πίσω από κλειστές πόρτες, χωρίς να ενημερώνεται κανείς. [4]
Κι αν ο λαός είναι αμόρφωτος, «κανονικά θα έπρεπε να του αφαιρεθεί το δικαίωμα ψήφου. Και μόνον εφόσον κάνει εντατικά σεμινάρια Ιστορίας και Πολιτικής Οικονομίας και περάσει ειδικές εξετάσεις να του δοθεί και πάλι». [5] Η δημοκρατία παραπέμπεται σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, όταν θα έχουμε εκπαιδευτεί για αυτήν. Και καμουφλάρεται η φαντασίωση ενός ελιτισμού που αποτελεί χαρακτηριστική διάσταση κάθε αντιδραστικής ιδεολογίας: ότι αυτοί που γνωρίζουν θα μας οδηγήσουν σε ένα μέλλον που όλοι θα σκεφτόμαστε με τον ίδιο «ρεαλιστικό» τρόπο, περνώντας μέσα από μία κοινή «εκπαίδευση» ή ακόμα χειρότερα, λαμβάνοντας τη σωστή «παιδεία». Η αμορφωσιά στη θέση της «αλλοτρίωσης» του Μαρξισμού, και η εκπαίδευση στην θέση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού.
Και στο βάθος, άλλο ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του πρωτοφασισμού: υπονοείται η ύπαρξη της μίας και μοναδικής αλήθειας, που έχει ήδη καταγραφεί μια για πάντα. Η οποία δε χρειάζεται καμία έγκριση ή νομιμοποίηση. Ο πρωτοφασισμός των προαστίων μπορεί να μην πει ότι «ένας Παπαδόπουλος θα μας σώσει». Θα πει όμως «ένας Παπαδήμος θα μας σώσει». Η νομιμοποίηση της εξουσίας δε χρειάζεται να προέρχεται από κάποια λαϊκή εντολή. Η μόνη νομιμοποίηση είναι η γνώση της μοναδικής αλήθειας. Και είναι τέτοια η δύναμή της που μπορεί να αναβαπτίσει ακόμα και τους ναζί σε «σοβαρό κόμμα» [6] ή «αυθεντικό λαϊκό κίνημα» [7] αν προστρέξουν σε αυτήν.
Η απαξίωση του λαού και της δημοκρατίας οδηγεί σε οδυνηρά μονοπάτια. Στον μεσοπόλεμο, μετά το κραχ της Wall Street, η κρίση αποδιδόταν όπως και τώρα στην αδυναμία του μέσου ανθρώπου να κατανοήσει την αλήθεια της αγοράς λόγω του ανορθολογισμού του και των υποσυνείδητων παθών του [8]. Η δημοκρατία ήταν υπό αμφισβήτηση. Κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι η ιδέα της ανθρώπινης ελευθερίας που βρίσκεται στην βάση της, είναι αδύνατη. Βασιζόμενοι σε αυτή τη ρητορική, οι ναζί υπόσχονταν να την καταργήσουν, γιατί ελευθέρωνε τα ανθρώπινα πάθη και οδηγούσε στο χάος και την ανεργία. Η επιρροή τους ήταν μεγάλη και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, και μάλιστα μεταξύ ανθρώπων υψηλού μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου.
Αλλά αυτή η προσέγγιση δεν είναι ούτε λογική, ούτε νομοτελειακή της κρίσης. Την ίδια εποχή που ο φασισμός εξαπλωνόταν στην Ευρώπη, ένας νέος πρόεδρος στις ΗΠΑ, ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ, ανακάλυπτε τις δημοσκοπήσεις για να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των πολιτών στη διακυβέρνηση της χώρας. Του ξυλοκόπου από το Όρεγκον, του αγρότη απ' τη Νεμπράσκα, της γιαγιάς απ' το Άινταχο. Μέσω του στενού του συνεργάτη Τζορτζ Γκάλοπ, βρήκε έναν τρόπο να βελτιώσει την δημοκρατία, πιστεύοντας ότι ο κόσμος πρέπει να συμμετέχει στη διαμόρφωση της πολιτικής. Αν ήταν να διαλέξω, σε αυτόν τον δρόμο θα προτιμούσα να προχωρήσουμε.
Αναφορές:
[2] Στο επιτελείο του Χίτλερ εξάλλου, οι περισσότεροι ήταν ιδιοφυείς:
[5] Εδώ η συγκεκριμμένη φράση δίνεται μεταξύ σοβαρού και αστείου. http://www.capital.gr/xristos-xomenidis/3124055/dikaiosi-oxi-mnisikakia. Η επίκληση της παιδείας όμως είναι αρκετά συχνή στα κοινωνικά δίκτυα, μεταξύ σοβαρού και σοβαρού.