Η πολιτική της διεθνούς επιτήρησης για τον δημοσιονομικό (και οικονομικό) έλεγχο της χώρας, στον υγειονομικό τομέα έχει πλήρως καταρρεύσει, όπως συνομολογείται από το σύνολο των εμπλεκομένων μερών αλλά και τη δημόσια γνώμη.
Όπισθεν της επιβράδυνσης ή/και επιδείνωσης των δεικτών του επιπέδου υγείας και της δυσχέρειας ή /και του αποκλεισμού πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας, οι οποίες συνθέτουν την εικόνα του "collapsus", ευρίσκεται η δραματική μείωση των ανθρώπινων, τεχνολογικών και οικονομικών πόρων.
Τα πλήγματα της υγειονομικής κρίσης κατανέμονται αντιστρόφως ανάλογα του ύψους του εισοδήματος και του επιπέδου εκπαίδευσης ανάμεσα στα νοικοκυριά, δηλαδή έχουν «ταξικό» χαρακτήρα και βλάπτουν κυρίως τους φτωχούς, τους ηλικιωμένους, τους χρονίως πάσχοντες, τις γυναίκες και τα παιδιά οι οποίοι είναι «ηττημένοι» από τη κρίση.
Η μείωση της δημόσιας δαπάνης για την υγεία και ως εκ τούτου ο περιορισμός της προσφοράς αντιρροπείται μερικώς από τις ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές οι οποίες ενδημικά κατέχουν υψηλή θέση στη χώρα μας και δια των οποίων διασφαλίζεται (προφανώς άνισα) η ευχερής πρόσβαση και η δυνατότητα επιλογών στην ιατρική περίθαλψη.
Όμως τα περιοριστικά μέτρα της συγκυρίας έχουν μετακινήσει μεγάλο τμήμα της ιδιωτικής δαπάνης υγείας προς τη φαρμακευτική περίθαλψη για την κάλυψη της αυξημένης συμμετοχής στο κόστος από 10,5% το 2009 σε 27,4% το 2014 και στη νοσοκομειακή φροντίδα, με ταυτόχρονη κατάρρευση της δαπάνης για την πρωτοβάθμια φροντίδα (μείωση 55,6% στην ίδια περίοδο).
Δεδομένου ότι ο έλεγχος των τιμών των νοσηλίων από τη κεντρική διοίκηση είναι (σχεδόν) πλήρης, η αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης για τη νοσοκομειακή περίθαλψη στον δημόσιο (41,0% στη περίοδο 2008-2013) και τον ιδιωτικό τομέα (52,8% στην ιδία περίοδο) κατευθύνεται κυρίως σε αμοιβές του ιατρικού προσωπικού όπως εξάλλου προκύπτει από τα στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών.
Η εξέλιξη αυτή, επικυρώνει τη σημαντική συμπληρωματική επίδραση της ιδιωτικής δαπάνης στη χρηματοδότηση αλλά ταυτοχρόνως αναδεικνύει τη λανθασμένη σκόπευση των «μνημονιακών» πολιτικών δια των οποίων η «αντίστροφη υποκατάσταση» της δαπάνης οδηγεί στην «καταστροφή» της πρωτοβάθμιας φροντίδας, η οποία αποτελεί κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας τη βάση των συστημάτων υγείας.
Τα προαναφερόμενα ευρήματα δεικνύουν ότι παρά τη συνολική μείωση της ιδιωτικής δαπάνης υγείας, σημειώνεται αύξηση στη νοσοκομειακή περίθαλψη ως αντιρρόπηση της μείωσης της προσφοράς εξαιτίας της μείωσης της δημόσιας δαπάνης. Τα ευρήματα αυτά καταμαρτυρούν ότι η αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης στο σύνολο του νοσοκομειακού τομέα οφείλεται πρωτίστως στη διεύρυνση των ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών των γιατρών και των άλλων επαγγελματιών υγείας παρά στην αύξηση των νοσηλίων.
Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει την πεποίθηση ότι οι ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές, οι σχετιζόμενες με την «αποζημίωση» του ιατρικού σώματος αποτελούν το «εισιτήριο» εισόδου στο σύστημα υγείας και ταυτοχρόνως δρουν ως «διορθωτής» τιμών και εισοδημάτων στις κακώς ρυθμισμένες και εκτός ισορροπίας υγειονομικές «αγορές» της χώρας.
Βεβαίως, οι παρεκκλίσεις αυτές ως αποτέλεσμα των ενδημικών στρεβλώσεων του υγειονομικού τομέα ενοχοποιούνται για την υψηλή θέση της χώρας στις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες της υγείας και δεν θεραπεύουν ουδόλως τις παρενέργειες της εκτεταμένης αποασφάλισης, η οποία υπερβαίνει το 25% του συνολικού πληθυσμού.
Υπό το πρίσμα αυτό και τους περιορισμούς οι οποίοι τίθενται στη γενική φορολογία από τη δημοσιονομική στενότητα, τη μείζονα πτώση των εισροών στους ασφαλιστικούς φορείς και την εξάντληση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, η χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας από τη διεύρυνση των φόρων (ή εναλλακτικά των εισφορών) δεν είναι εφικτή (και ενδεχομένως δεν είναι σκόπιμη και επιθυμητή). Αντιθέτως υπηρετεί -ως προκύπτει επαγωγικά- τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και την «εξαγωγή» υγειονομικής ύλης στον ιδιωτικό τομέα και τελικώς στη συγκρότηση πλήρως διχοτομημένου συστήματος υγείας, δηλαδή ενός πενιχρού «στρατοπεδικού» δημόσιου τμήματος και μιας πλήρους (ψευδο) ασφαλισμένης «δαρβινικής» αγοράς πέραν των όρων και των ορίων τα οποία τίθενται από την τυπολογία των συστημάτων Bismark (συστήματα κοινωνικής ασφάλισης) ή Beveridge (κρατικά συστήματα υγείας).
Η κρίση και οι «μνημονιακές» πολιτικές στην υγεία συγκροτούν μια ευκαιρία αναδιανομής και ιδιοποίησης του κοινωνικού πλεονάσματος προς όφελος του συλλογικού ιατρικού μονοπωλίου και του ιατροτεχνολογικού συμπλέγματος, οι οποίοι είναι οι «νικητές» της κρίσης.
Η εναλλακτική θέση προς ένα σχήμα Bis-veridge ή/και Be-smark συγκροτεί μια παραγωγική πολιτική αναγκαίων και εφικτών πολιτικών δια των ικανών διαρθρωτικών αλλαγών διασφάλισης μιας «καλής ισορροπίας» αλλά και της αναπτυξιακής προοπτικής στο υγειονομικό σύστημα.