Από το ιστορικό βήμα του προέδρου της Βουλής των Ελλήνων, η πρόεδρος ανακοίνωσε, χωρίς να τεθεί σχετικό ζήτημα, ότι δεν επιτρέπεται κατά το Σύνταγμα η ανάκληση του προκηρυχθέντος για την 5η Ιουλίου 2015 δημοψηφίσματος σχετικά με την πρόταση εκ μέρους των ευρωπαϊκών θεσμών για τη χρηματοδότηση της Ελλάδας. Το σκεπτικό της προέδρου της Βουλής ήταν ότι από τη στιγμή που το δημοψήφισμα αποφασίστηκε, δεν υπάρχει συνταγματική διαδικασία για να μετατραπεί ή να ανακληθεί, προσθέτοντας μάλιστα ότι τα περί του αντιθέτου συνιστούν «προπαγάνδα και παραπληροφόρηση... που δείχνουν έλλειψη σεβασμού στη λαϊκή κυριαρχία και στην κοινοβουλευτική δημοκρατία». Η άποψη αυτή έτυχε υποστήριξης από ένα μικρό μέρος της θεωρίας.
Το επιχείρημα ότι δεν υφίσταται συνταγματική διαδικασία ανάκλησης στερείται αυστηρής νομικής βάσης. Και τούτο διότι, σύμφωνα με μια βασική αρχή ερμηνείας που αφορά την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατικών οργάνων, η αρμοδιότητα δράσης (εν προκειμένω έκδοσης του προεδρικού διατάγματος περί προκήρυξης δημοψηφίσματος) περιλαμβάνει και την αρμοδιότητα ανάδρασης (εν προκειμένω ανάκλησης τους σχετικού προεδρικού διατάγματος). Για τον λόγο αυτό, σε καμία από τις ρυθμιστικές και κανονιστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, ιδίως αυτές που περιλαμβάνονται στο άρθρο 43 του Συντάγματος, δεν προβλέπεται ανάκληση, διότι λογίζεται ότι η ανάκληση απορροφάται από την ίδια την αρμοδιότητα έκδοσης.
Το δε επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτό το προτείνον υπουργικό συμβούλιο και η αποφασίζουσα βουλή μπορούν να ανακαλούν το δημοψήφισμα, εάν διαγιγνώσκουν από τις προϊούσες δημοσκοπήσεις ότι δεν φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, αντιβαίνει όχι μόνο στην αυστηρή νομική ερμηνεία της αρμοδιότητα δράσης και ανάδρασης αλλά και στα όρια που θέτει η λογική ερμηνεία του άρθρου 44 παρ. 2 για το δημοψήφισμα.
Υπό την εκδοχή ότι δεν επιτρέπεται ανάκληση του δημοψηφίσματος θα έπρεπε κατά λογική ακολουθία να δεχθούμε ότι εάν εξέλιπε το αντικείμενο του δημοψηφίσματος θα έπρεπε παρά ταύτα να συντελεστεί για λόγους αυστηρότητας στην τήρηση του Συντάγματος, ακόμη και ενάντια στην οικονομία των θεσμών. Έτσι, εάν για παράδειγμα το ερώτημα που ετίθετο αφορούσε (εάν αυτό ήταν δυνατό) την επαναφορά του βασιλιά και αυτός εξέπνεε μετά την προκήρυξη και πριν τη διεξαγωγή του, θα έπρεπε το δημοψήφισμα, μη υπαρχούσης διαδικασίας ανάκλησης, να γίνει post mortem, με σημαντικό κόστος για τα δημοσιονομικά της χώρας και με τον αυτονόητο παραλογισμό που μια τέτοια κατάσταση θα προκαλούσε στη χώρα.
Σε στιγμές όπου η διακύβευση για τη χώρα είναι ζωτική, η συζήτηση αν μπορεί ή όχι να ανακληθεί το δημοψήφισμα εμφανίζεται ως αμετροεπής πολυτέλεια. Η λογική και τεχνική ανάγνωση των θεσμών και ο πολιτικός λόγος θα πρέπει να συναιρούνται και να μην κινούνται σε ένα σύμπαν παράλληλο, που μόνο ζημιά προκαλεί στη χώρα. Δεδομένου ότι το επικείμενο δημοψήφισμα είναι σήμερα αλυσιτελές, αφού η πρόταση που φέρεται προς κρίση του ελληνικού λαού δεν τίθεται πλέον από κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη (τα οποία έχουν αμφότερα καταθέσει νεώτερες προτάσεις), η ορθή επιλογή σε μια ήδη εσφαλμένη αρχιτεκτονική, λόγω του περιορισμένου χρόνου, διαβούλευσης, είναι η ανάκλησή του.