Η Βουλή των Εφήβων και η Νεολαία από την... Ατλαντίδα

Οι απόψεις, που εκφράστηκαν από κάποιους έφηβους-βουλευτές, ακούγονται από νέους ανθρώπους, ίσως για πρώτη φορά, γεγονός που ξενίζει, αφού συνήθως οι νέοι είναι φορείς επαναστατικών και μεταρρυθμιστικών αιτημάτων. Ωστόσο, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, οι νέοι δε ζουν σε μία αποξενωμένη τοποθεσία σαν την Ατλαντίδα, μακριά από τις κοινωνικές ζυμώσεις- ή την απουσία τους- και τα πολιτικά προβλήματα. Δεν γεννιούνται και αμέσως κοινωνικοποιούνται- πολιτικοποιούνται, αλλά διαμορφώνουν αντιλήψεις, στερεοτυπικές πολλές φορές, μέσω των αλληλεπιδράσεων με φορείς αγωγής, κατά την εφηβική περίοδο της ζωής τους.

Στις 11 Ιουλίου ολοκληρώθηκε η 21η Σύνοδος της «Βουλής των Εφήβων», πρόγραμμα το οποίο απευθύνεται σε μαθητές της Β΄ τάξης Λυκείου των σχολείων της Ελλάδας, της Κύπρου, των ελληνικών σχολείων του απόδημου ελληνισμού καθώς και των ΕΠΑΣ του ΟΑΕΔ. Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, ένα πρωτόγνωρο κύμα αντιδράσεων ξέσπασε, με στόχο το ίδιο το πρόγραμμα, αλλά και τη νεολαία (γενικότερα).

Οι ενστάσεις επικεντρώνονται στη «συντηρητική στροφή» των νέων (γενικότερα), αφού, μεταξύ άλλων, υποστηρίχθηκε στην Ολομέλεια η διατήρηση της πρωινής προσευχής, των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων ελληνικών και των εθνικών παρελάσεων. Αν και κανένα από τα, μέχρι την στιγμή της συγγραφής του παρόντος άρθρου, δημοσιεύματα δεν έχει ασχοληθεί με την αναζήτηση βαθύτερων αιτιών του θέματος, υιοθετείται μία κοινή σε μεγάλο βαθμό, και αντανακλαστική σχεδόν, αφοριστική στάση όλων όσοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Πέρα από την υφέρπουσα λογοκριτική διάθεση των τελευταίων και την απόρριψη της άποψης των νέων, την οποία μπορεί και να αφουγκράζονται, χωρίς να την υιοθετούν άκριτα, η κριτική γεννά συνθήκες για περαιτέρω κριτική. Έχοντας συμμετάσχει στην 19η Σύνοδο του προγράμματος, θεωρώ ότι οι αντιδράσεις αδικούν ταυτόχρονα ένα μέρος της (σιωπηλής) μειοψηφίας των συμμετεχόντων και ένα μέρος της νεολαίας συνολικά, το οποίο είτε επειδή δεν έχει βήμα, είτε επειδή αδιαφορεί, δεν εκφράζεται δημόσια.

Οι απόψεις, που εκφράστηκαν από κάποιους έφηβους-βουλευτές, ακούγονται από νέους ανθρώπους, ίσως για πρώτη φορά, γεγονός που ξενίζει, αφού συνήθως οι νέοι είναι φορείς επαναστατικών και μεταρρυθμιστικών αιτημάτων. Ωστόσο, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, οι νέοι δε ζουν σε μία αποξενωμένη τοποθεσία σαν την Ατλαντίδα, μακριά από τις κοινωνικές ζυμώσεις- ή την απουσία τους- και τα πολιτικά προβλήματα. Δεν γεννιούνται και αμέσως κοινωνικοποιούνται- πολιτικοποιούνται, αλλά διαμορφώνουν αντιλήψεις, στερεοτυπικές πολλές φορές, μέσω των αλληλεπιδράσεων με φορείς αγωγής, κατά την εφηβική περίοδο της ζωής τους. Οι θέσεις των νεαρών μαθητών δεν διαφέρουν από εκείνες ενός μέρους της κοινωνίας· συνεπώς, χρειάζεται η παράλληλη διερεύνησή τους. Το συγκριτικό πλαίσιο, στο οποίο εξετάζονται οι σύγχρονοι νέοι, απαιτεί και την αναφορά στο ιστορικό πολιτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι «προηγούμενοι» νέοι της γενιάς του '70, '80, '90 μεγάλωσαν. Πρόκειται για τις πιο «πολιτικοποιημένες» περιόδους της νεοελληνικής Ιστορίας, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η μετάβαση από ένα δικτατορικό καθεστώς στην, ίσως, πιο σταθερή κοινοβουλευτική τροχιά της χώρας, η οποία δεν συνέβαινε ερήμην της κοινωνίας και ειδικότερα ερήμην της νεολαίας.

Οι μαθητές της Β' Λυκείου έχουν, αντίθετα, διαμορφώσει απόψεις μέσα στην περίοδο της βαθιάς πολιτικοοικονομικής κρίσης. Ο Terry Eagleton σημείωνε στο βιβλίο του «Το Νόημα της Ζωής: Μια εισαγωγή»( Εκδόσεις Θύραθεν) πως «άπαξ και αρχίσουν να καταρρέουν οι παραδοσιακές πεποιθήσεις εν όψει ιστορικής κρίσης, το ζήτημα του νοήματος της ζωής έρχεται το προσκήνιο» (σ.51). Παραλλάσσοντας την άποψη αυτή, φαίνεται πως η ελληνική κοινωνία, ειδικότερα μετά την κρίση του 2009, αντιμετωπίζει ένα μείζονος σημασίας θέμα υπαρξιακής υφής, συνυφασμένο με την ταυτότητά της. Διερωτάται στο διηνεκές της ύπαρξής της για τον ρόλο της θρησκείας ή τη συμβολική ισχύ των παρελάσεων. Εφ' όσον το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας και των βασικών συστατικών της έχει διοχετευθεί σε όλες τις πτυχές της σχολικής ζωής από τα σχολικά βιβλία έως τις επετειακές εκδηλώσεις, θα επηρεαστούν, αναπόφευκτα, κυρίως οι δέκτες, δηλαδή οι μαθητές.

Η αδυναμία μας να επωμιστούμε το βάρος των ατομικών ευθυνών, ως κοινωνία συλλήβδην, είναι ο πυρήνας ενός σημαντικού όγκου κοινωνικών προβλημάτων.

Το πρόβλημα πηγάζει, στο μεγαλύτερο μέρος του, από την ίδια την κοινωνία, και όχι από τους νέους. Από το ίδιο το κοινωνικό σώμα, το οποίο αδιαφορεί για τους συνανθρώπους του και τα πολιτικά θέματα, επικεντρώνεται στο εύκολο κέρδος και στη συνέχιση μυθευμάτων, επικαλούμενο το ένδοξο παρελθόν του, παραγνωρίζοντας τις αντιφάσεις μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε (χαρακτηριστική περίπτωση η αναγνώριση της συνέχειας του ελληνισμού από την Αρχαιότητα, σε συνδυασμό με τη χριστιανική Εκκλησία, η οποία συνέβαλε στην αλλαγή των πεποιθήσεων, χαρακτηρίζοντας τους ειδωλολάτρες, Έλληνες). Ένα εύλογο ερώτημα, που μπορεί κανείς να διατυπώσει, είναι το αν υπήρξε κάποια ρήξη με τα κυρίαρχα κοινωνικά ζητήματα από την πλευρά των νέων της «επαναστατικής περιόδου» και αν αυτή η ρήξη ήταν ουσιαστική και πέτυχε. Αν η απάντηση είναι θετική, τότε γιατί τα προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν, δε γίνεται κατανοητό. Αν είναι αρνητική, τότε γίνεται δεκτό πως δεν αναμετρηθήκαμε ποτέ ξεκάθαρα με τα προβλήματά μας και τα καλύπταμε γρήγορα-γρήγορα κάτω από το χαλί, ώστε να καλλιεργήσουμε την αίσθηση της ενότητας και της ιδανικής Δημοκρατίας δυτικού τύπου.

Παράλληλα, η ευθύνη του κοινωνικού συνόλου δεν αφαιρεί αυτομάτως και μηχανικά την ευθύνη από ένα σεβαστό μέρος της νεολαίας, το οποίο αδιαφορεί για τα πολιτικά ζητήματα, αναπαράγει τους κοινωνικούς μύθους, δεν αμφισβητεί και δεν διαμαρτύρεται, περιμένοντας στωικά την επίγεια εμφάνιση ενός Μεσσία, πολιτικού ή θρησκευτικού. Οι νέοι δε χρειάζονται στείρες κριτικές, χωρίς λύσεις, οι οποίες καταδεικνύουν ένα πάγκοινα γνωστό πρόβλημα, ψάχνοντας αποδιοπομπαίους τράγους. Επειδή ακριβώς είναι άπειροι, χρειάζονται καθοδηγητές, που θα τους μεταλαμπαδεύσουν το «μικρόβιο» της αμφισβήτησης και της επαναστατικότητας, θα συμβάλλουν στην εκμαίευση απόψεων. Αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν και πράττουν με ένα δημιουργικό τρόπο. Δυστυχώς όμως, υποσκελίζονται κάτω από τον κυρίαρχο κοινωνικό κομφορμισμό -τον γνωστό πλέον, «ωχαδερφισμό»- ενώ κάποιοι άλλοι απλώς ασκούν κριτική, χωρίς να αναλαμβάνουν την ευθύνη της καθοδήγησης των νέων. Η αδυναμία μας να επωμιστούμε το βάρος των ατομικών ευθυνών, ως κοινωνία συλλήβδην, είναι ο πυρήνας ενός σημαντικού όγκου κοινωνικών προβλημάτων.

Καταληκτικά, η εμπειρία μου από το πρόγραμμα της Βουλής των Εφήβων μού δημιούργησε μία ανάμεικτη αίσθηση, η οποία συνδέεται με τον παραπάνω συλλογισμό. Αν και γενικότερα πολλές απόψεις εκφράζονταν μηχανικά, αφού οι μαθητές ήταν συνηθισμένοι από την αποστήθιση επιχειρημάτων -στο θεωρητικά πιο δημιουργικό μάθημα λόγου, την Έκθεση- ακούστηκαν αρκετές ενδιαφέρουσες και ριζοσπαστικές απόψεις, οι οποίες αποδεικνύουν ότι κάποιοι συνεχίζουν να σκέφτονται και να επιθυμούν αλλαγές.

Τα πρακτικά των Συνόδων δημοσιεύονται και μπορεί κανείς να διαβάσει προτάσεις, που αφορούν σε ένα ευρύτερο φάσμα φαινομένων, εκτεινόμενο από την απουσία σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία έως επιλογές για διαφανέστερες πράξεις των μαθητικών κοινοτήτων. Το πρόγραμμα δίνει την ευκαιρία σε ανθρώπους, οι οποίοι ενδιαφέρονται πραγματικά για την πολιτική, να εκφραστούν δημόσια.

Για να υιοθετήσουμε, λοιπόν, μία στάση απέναντι στο ζήτημα, απαιτείται η ανάληψη των ευθυνών που μας αναλογούν ως κοινωνία και η διαλεκτική αντιμετώπισή του. Σε ένα άλλο επίπεδο, είναι αναγκαία η μη βεβιασμένη εξαγωγή συμπερασμάτων και η παντελής αδιαφορία για πολλές προτάσεις, που αποδεικνύουν ότι η νεολαία παραμένει κριτική και επιζητά τη χειραφέτηση από τις προηγούμενες γενιές.

Αν υπάρχουν «συντηρητικοί» νέοι, υπάρχουν και «προοδευτικοί», με τους οποίους ασχολούνται ελάχιστα οι κριτικές. Η λύση, όσο και να μη θέλουμε πολλές φορές να παραδεχθούμε, είναι η ορθολογική ρήξη με τα άλυτα προβλήματα του παρελθόντος, από τα πιο απλά (τα σκουπίδια που κατακλύζουν τους δρόμους, για παράδειγμα) μέχρι τα πιο περίπλοκα (τη σημασία της Εκκλησίας για την εθνική μας ταυτότητα), αφού έχει προηγηθεί και η ανάλογη διαδικασία αυτοκριτικής!

Δημοφιλή