Στο τελευταίο δημοψήφισμα για το «πολιτειακό» που διεξήχθη στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1974, η πλειοψηφία των πολιτών αποφάνθηκε υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1975, η Βουλή των Ελλήνων θέσπισε ένα νέο Σύνταγμα, στο οποίο έπειτα από μισό αιώνα επανεμφανίστηκε το πολίτευμα της αβασίλευτης μεν, προεδρευόμενης δε κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε αυτήν οι θεμελιώδεις κρατικές εξουσίες διαμοιράζονται αρμονικά σε ξεχωριστά όργανα, η δε αποτελεσματική τους ενάσκηση εξασφαλίζεται από τον «εγγυητή» του πολιτεύματος, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όλα αυτά υπαγορεύει μόνο η θεωρία• διότι η μεταπολιτευτική πραγματικότητα άλλα μαρτυρά.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ιδιαίτερα μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 1986 η διάκριση των καταστατικών εξουσιών του κράτους παραμερίζεται διαρκώς από μία αμιγώς κυβερνητική έως και πρωθυπουργοκεντρική εκδοχή του πολιτεύματός μας. Ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι καθαρά συμβολικός -αν όχι διακοσμητικός-, η Βουλή αποκλειστικά διεκπεραιώνει τις αποφάσεις του στενού κυβερνητικού πυρήνα, η τρίτη εξουσία τέλος είτε σε επίπεδο δικαστηρίων, είτε ανεξαρτήτων αρχών, υποσκελίζεται επιμελώς -ή και παραγκωνίζεται- από ποικίλα κυβερνητικά όργανα. Λαμβανομένων τούτων υπόψη, εύλογα έχει εκκινήσει εδώ και λίγες εβδομάδες ο δημόσιος διάλογος για τη συνταγματική αναθεώρηση και τον επαναπροσδιορισμό του κρίσιμου, μεταξύ άλλων, τρόπου λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Σε αυτόν οι συζητήσεις επικεντρώνονται ως επί το πλείστον στον προεδρικό ρόλο, όπου δύο προτάσεις φέρονται να κυριαρχούν.
Στη μεν κυβερνητική πρόταση, προσπερνώντας τα φιλολαϊκά φληναφήματα περί αμεσοδημοκρατίας, η επαναπροσέγγιση της θέσης του Προέδρου της Δημοκρατίας ακουμπά τόσο στις αρμοδιότητές του, όσο και στον τρόπο εκλογής του. Δίχως να έχουν καταστεί απολύτως σαφείς, στην κυβερνητική ατζέντα γίνεται λόγος για μια «λελογισμένη» αύξηση των προεδρικών αρμοδιοτήτων. Ταυτόχρονα φαίνεται να προκρίνεται ένα «μεικτό» σύστημα προεδρικής εκλογής, με άμεση εκλογή του αρχηγού του κράτους από τον λαό, στην περίπτωση που καθίσταται ανέφικτη η συγκέντρωση της απαραίτητης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Εντούτοις, οι ασάφειες που διακρίνουν την συγκεκριμένη πρόταση υποκρύπτουν κινδύνους παράλυσης του κράτους ελέω δυαρχίας. Μιας δυαρχίας που γνώρισε η χώρα στα τέλη του 19ου αιώνα, πολλώ δε μάλλον από το 1913 και ύστερα, όταν η μιλιταριστική αντίληψη του θρόνου για θέματα εξωτερικής κυρίως πολιτικής βύθισε το πολιτικό προσωπικό και την κοινωνία σε διχασμό.
Η έτερη πρόταση που υποστηρίζεται από ένα μικρό μέρος της επιστημονικής κοινότητας, τονίζει την αναγκαιότητα ενός ριζικού θεσμικού εκσυγχρονισμού, διαμέσου της μετάβασης σ' ένα σύστημα αμιγώς προεδρικής δημοκρατίας. Βάσει αυτής, ο αρχηγός της πολιτείας δεν ωφελεί μοναχά να εκλέγεται απευθείας από τον λαό, αλλά και να απολαμβάνει την πλειονότητα των αποφασιστικών κρατικών εξουσιών, έχοντας απέναντί του ισχυρά θεσμικά αντίβαρα κατά το πρότυπο των ΗΠΑ. Ωστόσο, παρά το ενδιαφέρον που δύναται να παρουσιάζει η εν λόγω άποψη, είναι εξαιρετικά αμφίβολη η αποτελεσματική εφαρμογή της στο ελληνικό γίγνεσθαι. Τούτο διότι ανήκοντες πολιτικά ακόμη στη Δύση, πολιτισμικά όμως στην Ανατολή, ουδείς μπορεί να διαβεβαιώσει εάν ο συγκεκριμένος Πρόεδρος θα δρα ως δημοκρατικός ηγέτης ή αιρετός ηγεμόνας. Με άλλα λόγια, εάν το πολίτευμα θα πρόκειται για μία ανόθευτη προεδρική δημοκρατία ή για μια «σουλτανική» δημοκρατία τύπου Ερντογάν ή Πούτιν.
Κοντολογίς, και οι δύο προτάσεις για τον προεδρικό ρόλο, παρά τις όποιες θετικές τους κατευθύνσεις, πάσχουν. Αφ' ενός διότι αμφότερες απομακρύνονται από την εγγυητική για την αρμονική λειτουργία του πολιτεύματος θέση που επιτάσσεται να κατέχει ο εκάστοτε Πρόεδρος, αφ' ετέρου επειδή θέτουν σε δεύτερη μοίρα το μείζον πρόβλημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, τον παραμερισμό του Κοινοβουλίου. Αντί να προσεγγίζουν προσεκτικά τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου και την αναβάθμιση του ζωτικότερου οργάνου του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος (λ.χ. μέσω της επανασχεδίασης της νομοθετικής διαδικασίας και της κατάργησης της δυνατότητας πρόωρης λύσης των εργασιών του), αναλώνονται αποκλειστικά σ' ένα ήσσονος σημασίας και συνάμα παρελθοντικό ζήτημα. Ένα ζήτημα, για το οποίο εδώ και καιρό θα έπρεπε να είχαν προκριθεί τα εγγυητικά -και μόνο- χαρακτηριστικά της θέσης του Προέδρου, όπως για παράδειγμα η πρωτοβουλία σύγκλησης του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών δίχως την εκ των προτέρων έγκριση του πρωθυπουργού, καθώς και η δυνατότητα πραγματοποίησης διαγγέλματος προς τον λαό χωρίς την υποχρέωση προσυπογραφής του κυβερνητικού αρχηγού. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ας ελπίσουμε πως ο εν εξελίξει διάλογος σύντομα θα ανακαθοριστεί.