Μεταξύ των καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου που έχουν αρθρογραφήσει αυτό το καλοκαίρι με αφορμή την επικείμενη αναθεωρητική διαδικασία, νομίζω ότι ο κ. Αλιβιζάτος εκφράζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τον φόβο για το μέλλον του κοινοβουλευτισμού:
«Το αμείλικτο μάθημα της ιστορίας είναι ότι η εναλλακτική λύση στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι η άμεση. Είναι η άβυσσος και ο ζόφος της χειρότερης δικτατορίας.»
Ο κ. Αλιβιζάτος λοιπόν φοβάται. Όχι οποιαδήποτε αλλαγή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Δε φοβάται για παράδειγμα προτάσεις που ενισχύουν τον συγκεντρωτισμό της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτές τις προσυπογράφει. Φοβάται κάθε πρόταση για δημοκρατική διεύρυνση του κοινοβουλευτισμού.
Αυτό από μόνο του δεν είναι πρόβλημα. Πολιτική άποψη είναι, σεβαστή. Στηρίζεται όμως σε κάποια αντίφαση που είναι ανησυχητική. Που περισσότερο ανοίγει τον δρόμο στον «ζόφο» του ολοκληρωτισμού, παρά τον αποτρέπει. Και λέει το εξής: «από τη μια ο κοινοβουλευτισμός λειτουργεί γιατί μπορούμε ως λαός να «εκφράζουμε την εμπιστοσύνη μας προς συγκεκριμένα άτομα», είμαστε ικανοί να διακρίνουμε τις «ικανότητες και την ηθική τους υπόσταση», κι από την άλλη ο ίδιος λαός δεν μπορεί να «εξασφαλίσει τη λήψη αποφάσεων χωρίς παρορμήσεις, ύστερα από διαβούλευση, σε δυσεπίλυτα προβλήματα».
Τελικά είμαστε ικανοί να κάνουμε πολιτικές επιλογές ή όχι; «Ολίγον έγκυος» εδώ δεν υπάρχει, και γι' αυτό τέτοιου είδους αντιφάσεις καταρρέουν άμεσα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Στο άρθρο του κ. Αλιβιζάτου η ετυμηγορία είναι ξεκάθαρη, και θα έκανε κάθε λάτρη του ολοκληρωτισμού να χαμογελά: οι λαοί είναι ανίκανοι. Τελικά ούτε καν καλούς ηγέτες δε μπορούν να διαλέξουν. «Εξέλεξαν και εμπιστεύθηκαν κακούς ηγέτες» γιατί «ακόμη και οι ωριμότεροι λαοί είναι έτοιμοι να ενδώσουν στα απλοϊκά συνθήματα του λαϊκισμού».
Κι εδώ η αντίφαση όχι μόνο καταρρέει, αλλά συμπληρώνεται με υπέροχα μυθεύματα. Ή μάλλον, όπως λέει ο Πάσχος Μανδραβέλης στην Καθημερινή περιγράφοντας τον λαϊκισμό, «με ένα "αφήγημα", που κατανοητό σε πολλούς, περιέχει [...] έναν "ιστορικό μύθο", ο οποίος ασκεί μεγάλη γοητεία». Στην περίπτωση του κ. Αλιβιζάτου μοιάζει με τον μύθο του «μαγικού αυλού». Ότι ξαφνικά σε όλο τον δυτικό κόσμο, οι λαοί τρελάθηκαν χωρίς λόγο από κάποια μαγική μουσική. Ή περισσότερο με 'κείνον του «μαρμαρωμένου βασιλιά». Ότι κάπου εκεί, μέσα στο κοινοβουλευτικό μας σύστημα, υπάρχουν κάποιοι μαρμαρωμένοι «ηγέτες», «φιλόσοφοι βασιλιάδες» που θα μπορούσαν να κάνουν τα πράγματα καλύτερα. Που κάποια στιγμή θα αναδειχθούν, και θα οδηγήσουν τον λαό σε περασμένα μεγαλεία, αρκεί να μην περιορίζονται από το οπισθοδρομικό πλήθος.
Και είναι τουλάχιστον ενδιαφέρον που ένας διακεκριμμένος δάσκαλος και επιστήμονας ξεχνά την γνωστή στη φιλελεύθερη γραμματεία παρατήρηση ότι η λειτουργία της ψήφου δεν είναι να επιλέγει καλές κυβερνήσεις, αλλά να ξεφορτώνεται τις κακές. Ξεχνά ότι η παρατήρηση αυτή έχει επιβεβαιωθεί ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου ο ελληνικός λαός έδωσε την εξουσία σε ένα κόμμα που με την ίδια ρητορική επί 40 χρόνια πάλευε να περάσει το όριο του 3%, αφού είχε δοκιμάσει όλα τα άλλα. Αφού δοκίμασε όλες τις παραλλαγές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αφού έβαλε σχεδόν όλα τα υπόλοιπα κόμματα στη βουλή και την κυβέρνηση. Αφού έδωσε την ευκαιρία σχεδόν σε όλους όσους του εμφανίστηκαν ως «ηγέτες» του «εκσυγχρονισμού», και της «επανίδρυσης του κράτους».
Στη θεωρία συστημάτων, στους μηχανικούς, έχουμε έναν κανόνα που δεν είναι τίποτε άλλο από απλή λογική. Όταν ένα σύστημα παράγει άσχημα αποτελέσματα ό,τι κι αν το τροφοδοτήσεις, τότε φταίει το σύστημα, κι όχι αυτό που το τροφοδοτείς.
Και η απλή λογική λέει και κάτι άλλο. Ότι οποιοδήποτε σύστημα μπορεί να αλλάξει. Ο κοινοβουλευτισμός είναι ένα έξοχο παράδειγμα. Έχει δείξει ως σύστημα μια απαράμιλλη ικανότητα να εξελίσσεται στις κρίσεις του. Στον πολυτάραχο 19ο αιώνα διευρύνθηκε με την καθολική ψήφο. Στον μεσοπόλεμο, την ώρα που η ηπειρωτική Ευρώπη (και η Ελλάδα) οπισθοδρομούσε στον ολοκληρωτισμό, Μ. Βρετανία και ΗΠΑ προτίμησαν να διευρύνουν την πολιτική συμμετοχή με την ψήφο στις γυναίκες και τη χρήση των δημοσκοπήσεων. Και μετά τον πόλεμο, με τα κινήματα για πολιτική ισότητα ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του '60, φτάσαμε σε ένα σημείο, που δυο γενιές πίσω θα φάνταζε μέρος μιας απροσέγγιστης ουτοπίας. Θεωρούμε πια ότι κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από το φύλο, την καταγωγή, την οικονομική επιφάνεια, τη μόρφωσή του, έχει τα ίδια πολιτικά δικαιώματα. Δεν έχει σημασία αν είσαι άντρας ή γυναίκα, ανειδίκευτος εργάτης ή καθηγητής πανεπιστημίου, άστεγος ή τραπεζίτης, πολίτης ή πολιτικός, η πολιτική σου επιλογή έχει την ίδια βαρύτητα μέσα στην κάλπη.
Αυτό δεν είναι το πρόβλημα, όπως συχνά παρουσιάζεται. Είναι κατάκτηση. Και είναι και η λύση. Ειδικά σήμερα που το αίτημα για διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής επανέρχεται με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι κοινωνίες δε ζητούν πια να συμμετέχουν περισσότεροι στην πολιτική διαδικασία. Ζητούν να συμμετέχουν περισσότερο. Το αίτημα έχει μετασχηματιστεί από ποσοτικό σε ποιοτικό. Αλλά παραμένει προς την ίδια κατεύθυνση διεύρυνσης της δημοκρατίας.
Αν αυτή την κατεύθυνση την αποκλείσουμε αμφισβητώντας τις βασικές αρχές κάθε δημοκρατικής εναλλακτικής, τότε θα μας μείνει μόνο «η άβυσσος και ο ζόφος της χειρότερης δικτατορίας.» Όχι όμως ως αναπόδραστη ιστορική διάγνωση, αλλά ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
«Χρειαζόμαστε ένα νέο Σύνταγμα;». Στο άρθρο μπορεί να δει κανείς μια περίληψη των προτάσεων για την αλλαγή του κοινοβουλευτικού συστήματος. Μεταξύ αυτών, προτείνεται «το κέντρο βάρους της νομοθέτησης να μετατεθεί από τη Βουλή στην κυβέρνηση.»