Έξι μήνες μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και αφού η ελληνική κοινωνία έζησε την πρωτόγνωρη εμπειρία ενός δημοψηφίσματος που έθεσε παραπειστικές ερωτήσεις και έδωσε αυτοακυρωμένες απαντήσεις, η χώρα βρίσκεται σε μια κατάσταση πολύ χειρότερη από αυτήν στην οποία βρισκόταν πριν την προκήρυξη των εκλογών, στα τέλη Δεκεμβρίου 2014.
Το κόστος του τελευταίου εξαμήνου είναι τεράστιο, όπως και αν το υπολογίσει κανείς: ως επιστροφή στην ύφεση, ως αρνητική επίπτωση στη δυναμική του δημοσίου χρέους, ως ανάγκη για νέο δάνειο από την ΕΕ και το ΔΝΤ, ως διαρροή καταθέσεων και ως εκτίναξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ως υποχρέωση νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών με επιβάρυνση του δημοσίου χρέους για να μη κουρευτούν καταθέσεις, ως υπονόμευση της υγιούς επιχειρηματικότητας κοκ.
Η κατάσταση όμως δεν έχει επιβαρυνθεί μόνο οικονομικά και κοινωνικά, αλλά και πολιτικά και θεσμικά. Από εκεί που το πρόβλημα ήταν η ολοκλήρωση της ασφαλούς εξόδου από την κρίση και η ανάκτηση του χαμένου εδάφους μετά από πέντε χρόνια θυσιών, βυθιστήκαμε ως κοινωνία σε μια περιδίνηση σχετική με την ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας, σε μια κρίση αυτοσυνειδησίας που υπερβαίνει το ερώτημα «ευρώ ή δραχμή» και μας γυρίζει στο καταστατικό ερώτημα: Ανατολή ή Δύση.
Η περιδίνηση αυτή έχει ήδη προκαλέσει μια βαθιά κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης που επιχειρείται να αντιμετωπισθεί με την πεισματική εμμονή στη νομή της εξουσίας γύρω από την οποία ενώνονται οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν βαθιά διχαστεί επί της ουσίας της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής. Διαφωνούν ριζικά ως προς την πολιτική γραμμή, αλλά συμφωνούν με πάθος ως προς την ανάγκη διατήρησης της κυβέρνησης. Λες και έλαβαν «εν λευκώ» εντολή να ασκούν την εξουσία ανεξαρτήτως προγραμματικού περιεχομένου. Η αριστερά νομιμοποιείται - κατά την άποψη τους - να νέμεται την κυβέρνηση λόγω ηθικής και ιστορικής υπεροχής, ακόμη και αν ασκεί πολιτική αντίθετη από την εντολή που έλαβε! Δεν πρόκειται για θεσμικό παραλογισμό, αλλά για ωμή αμφισβήτηση της δημοκρατικής αρχής, οι κανόνες και οι δεοντολογικές ευαισθησίες της οποίας δεν ισχύουν για την αριστερά, στην οποία συμπεριλαμβάνεται πλέον, τιμής ένεκεν και ο κ. Καμμένος.
Η κυβέρνηση δείχνει να νιώθει πολύ άνετα ως κυβέρνηση - όπως την χαρακτήρισα - εναλλασσόμενης πλειοψηφίας και πολλαπλού εκβιασμού. Εμφανίζεται τυπικά ως κυβέρνηση με κοινοβουλευτική πλειοψηφία 162 βουλευτών που είναι έτοιμοι με πάθος να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης, μόλις τεθεί συνταγματικά παρόμοιο ζήτημα, στην αριστερή / εθνικολαϊκιστική κυβέρνησή τους προκειμένου να εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο. Αυτό το μνημόνιο που 39 βουλευτές της πλειοψηφίας αυτής απορρίπτουν μετά βδελυγμίας ως προϊόν είτε ευρωπαϊκού πραξικοπήματος κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, είτε προδοσίας των ιδεολογικών προδιαγραφών και των προγραμματικών δεσμεύσεων των κυβερνώντων κομμάτων από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση δεν ενεργεί όμως ως κυβέρνηση μειοψηφίας που ζητά την ανοχή της φιλοευρωπαικής αντιπολίτευσης. Θεωρεί ότι η θετική ψήφος της αντιπολίτευσης στα δύσκολα νομοσχέδια είναι υποχρεωτική, αλλιώς η αντιπολίτευση θα αναλάμβανε την ευθύνη του αδιεξόδου στις σχέσεις με τους εταίρους και της χρεοκοπίας. Δηλαδή, την ευθύνη της κατάστασης που δημιούργησε η ίδια η κυβέρνηση!
Οι διαφωνούντες βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, δέχονται να μη μετέχουν ως υπουργοί στην κυβέρνηση, αλλά διεκδικούν με πάθος την ιδιότητα του μέλους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και τονίζουν ότι στηρίζουν την κυβέρνηση τους με την πολιτική της οποίας έχουν - υποτίθεται - ιδεολογική και αξιακή αντίθεση.
Η Πρόεδρος της Βουλής δηλώνει ότι η κυβέρνηση ενεργεί υπό διεθνή εκβιασμό και ότι η Βουλή ψηφίζει νόμους κατά παράβαση της συνταγματικής τάξης, καταψηφίζει ως βουλευτής τα κυβερνητικά νομοσχέδια, συγκρούεται επί τη βάσει των προσωπικών της απόψεων που αντικρούει η συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρωθυπουργό, αλλά χαρακτηρίζει τη σύγκρουση αυτή «θεσμική», παραμένει απτόητη στη θέση της και δηλώνει ότι έτσι στηρίζει τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση.
Ο Πρωθυπουργός, από τη δική του πλευρά, ψελλίζει κάτι περί «θεσμικής δυσαρμονίας», αλλά αποδέχεται την κατάσταση.
Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί συνεπώς το ερώτημα της συνοχής του ΣΥΡΙΖΑ και των πρόωρων εκλογών σε συνάρτηση με τις εσωτερικές εξελίξεις στην κυβερνητική πλειοψηφία.
Η αντιπολίτευση, από τη δική της πλευρά, επιμένει ότι πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πρόωρων και ιδίως άμεσων εκλογών.
Τα μικρότερα κόμματα της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης θέτουν το ζήτημα της άμεσης αντικατάστασης της Προέδρου της Βουλής και της αλλαγής του εκλογικού συστήματος ώστε να καταργηθεί η ενίσχυση του πρώτου κόμματος - ανεξαρτήτως εκλογικών ποσοστών - με 50 βουλευτικές έδρες.
Το κόμμα όμως της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ επισείει το ενδεχόμενο να υποβάλει πρόταση μομφής κατά της Προέδρου της Βουλής, δεν έχει ταχθεί υπέρ της αλλαγής του εκλογικού συστήματος.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης δηλώνουν - εμμέσως πλην σαφώς - έτοιμα να ψηφίσουν και τα επόμενα δύσκολα και αντιδημοφιλή νομοσχέδια, ζητούν όμως ή πάντως δέχονται την ευθύνη της διαπραγμάτευσης, ακόμη και τώρα, να την έχει μόνη η κυβέρνηση που απέτυχε παταγωδώς, με τραγικές συνέπειες για τη χώρα, στην έως τώρα διαπραγμάτευση.
Είναι λογικό να αναρωτηθεί κανείς υποθετικά: αν ο κ. Τσίπρας δηλώσει ότι θα συνεχίσει έως το τέλος της τετραετούς περιόδου της παρούσας Βουλής και άρα έως το τέλος του νέου τριετούς μνημονίου με την κατάσταση έτσι όπως έχει σήμερα, ποια θα ήταν η αντίδραση των κομμάτων της αντιπολίτευσης;
Έως πού και εως πότε μπορεί να πορευθεί η χώρα με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ, με εναλλασσόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με την επίπλαστη ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ; Πόσο αντέχει η οικονομία τον έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων, την εχθρότητα προς την επιχειρηματικότητα, την απομάκρυνση κάθε επενδυτικού ενδιαφέροντος, την αδράνεια σε ο,τιδήποτε σχετίζεται με την ανάπτυξη και την αξιοποίηση όχι μόνο ιδιωτικών, αλλά και δημόσιων πόρων προερχόμενων από το ΕΣΠΑ και την ΚΑΠ;
Και αν αυτό δεν είναι ούτε δημοκρατικά φυσιολογικό, ούτε εθνικά επωφελές, ούτε οικονομικά αποτελεσματικό, ούτε διαχειριστικά επαρκές, ούτε λογικό, ποια πρέπει να είναι η εναλλακτική λύση;
Μέσα σε αυτό το κοινοβουλευτικό και πολιτικό πλαίσιο δεν μπορεί να επιτευχθεί η αναγκαία εθνική ενότητα, η απαραίτητη πολιτική συναίνεση, η αναγεννητική κινητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, η συσπείρωση των παραγωγικών δυνάμεων γύρω από ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης που υπερβαίνει το «μνημόνιο τρία» και επιτρέπει στην Ελλάδα να ανακτήσει το χαμένο έδαφος και να ξαναγίνει ισότιμο μέλος της ευρωζώνης.
Χρειάζεται ορθολογική, διαφανής και γενναιόδωρη λειτουργία όλων των πολιτικών δυνάμεων που κινούνται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ταυτότητας και προοπτικής της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ που είναι κάτοχος της κυβέρνησης και πρώτο κόμμα της παρούσας Βουλής, πρέπει επιτέλους να πει το ταχύτερο ποια είναι η δική του καθαρή και οριστική θέση ως προς την ταυτότητα και την προοπτική της χώρας.
Η διατήρηση της εσωκομματικής αντίφασης και ασάφειας στο ΣΥΡΙΖΑ - με παράπλευρο φαινόμενο την πολιτική χυδαιότητα που τροφοδοτεί η υπαρξιακή διάψευση των ΑΝΕΛ που εκφωνώντας εθνικολαϊκιστικές κορώνες ψηφίζουν το «μνημόνιο τρία» μαζί με την πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να έχουν το πλεονέκτημα των διαφωνούντων του ΣΥΡΙΖΑ να καταψηφίζουν τα δύσκολα μέτρα, αλλά να λένε ότι στηρίζουν την κυβέρνηση, γιατί θέλουν να είναι μέλη της κυβέρνησης - δεν οδηγεί μακριά.
Η χώρα στην κατάσταση αυτή ούτε να διαπραγματευθεί, ούτε να κυβερνηθεί, ούτε να αναταχθεί μπορεί.
Διατηρούνται και αναπαράγονται όλες οι αιτίες που οδήγησαν στο χαμένο εξάμηνο, τις κλειστές τράπεζες, την απώλεια του πρωτογενούς πλεονάσματος, την επιστροφή στην ύφεση, την υπαγωγή σε μνημόνιο με σκληρούς όρους για άλλα τουλάχιστον τρία χρόνια. Οι υπεύθυνοι αυτής της κατάστασης έχουν αιχμαλωτίσει τους θεσμούς και ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης.
Ο κ. Τσίπρας λέει άλλωστε απροκάλυπτα ότι το πρώτιστο ζήτημα για αυτόν είναι η διατήρηση της εξουσίας, του «οχυρού» της κυβέρνησης. Δεν θέλει ούτε να χάσει, ούτε καν να μοιραστεί την εξουσία που κατέλαβε, με το σχηματισμό π.χ. μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Δεν θέλει να αποδεχθεί ένα εκλογικό σύστημα που καθιστά αναγκαίες τις ευρύτερες συνεργασίες, που τόσο χρειάζεται τώρα ο τόπος.
Η αντίληψη αυτή οδηγεί σε συντήρηση της εκκρεμότητας μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και άρα σε όλη τη χώρα, με πρώτο θύμα την οικονομία και τις πιο ευπαθείς ομάδες. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως μόνο σε μια περίπτωση μπορεί να ενοποιηθεί και πάλι πολιτικά: αν επιστρέψει η προοπτική της εξόδου από το μνημόνιο, από το ευρώ, από το ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Ο κ. Τσίπρας διατηρεί την εσωκομματική του εκκρεμότητα, υποτίθεται, για να εφαρμοστεί το μνημόνιο, να αποκλεισθεί η επαναφορά του Grexit, να γίνει η Ελλάδα μια κανονική χώρα της ευρωζώνης, αλλά αυτό οδηγεί σε οριστική διάσπαση το κόμμα του και σε αλλαγή των συσχετισμών μέσα τόσο στον ριζοσπαστικό, όσο και στον εθνικολαϊκιστικό χώρο. Αν θέλει να διατηρήσει ενωμένο το κόμμα του, με τις αντιφάσεις του, και να συγκρατήσει εκλογικά όσο γίνεται περισσότερες αντιευρωπαϊκές, ριζοσπαστικές και εθνικολαϊκιστικές δυνάμεις σε ένα πολυσυλλεκτικό ΣΥΡΙΖΑ που θα απορροφήσει και τους ΑΝΕΛ, τότε η μόνη οδός είναι η επαναφορά της εκκρεμότητας ως προς το ευρώ και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας.
Αυτή είναι μια εκκρεμότητα θανατηφόρα για την εθνική στρατηγική και την προοπτική του τόπου.
Το πρώτιστο συνεπώς καθήκον των υπευθύνων δημοκρατικών δυνάμεων είναι να καταστεί αδύνατη η διατήρηση και η αναπαραγωγή αυτής της δήθεν δημιουργικής, αλλά εθνικά υπονομευτικής, ασάφειας. Ο κ. Τσίπρας οφείλει ευθέως και επισήμως να αποσαφηνίσει τάχιστα τον χαρακτήρα της κυβέρνησης του και τη σχέση του με τους βουλευτές του κόμματος του που διαφωνούν με τον άξονα της κυβερνητικής πολιτικής και το ίδιο το πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής. Με βάση αυτή τη θεμελιώδη αποσαφήνιση, οφείλει να πει τι είναι αυτό που ζητά από την αντιπολίτευση και σε ποιο θεσμικό και στρατηγικό πλαίσιο. Αυτό προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, ότι πληρούνται ορισμένες στοιχειώδεις θεσμικές εγγυήσεις σχετικές:
-με τη λειτουργία της Βουλής ( η αντικατάσταση της Προέδρου της Βουλής είναι μια από αυτές)
-με το εκλογικό σύστημα
-με τη διασφάλιση της ουδετερότητας της δικαιοσύνης, των ανεξάρτητων αρχών και της δημόσιας διοίκησης
-με τη σοβαρότητα της διαπραγμάτευσης με την ΕΕ και το ΔΝΤ
-με το χρονοδιάγραμμα σύμφωνα με το οποίο πορεύεται η χώρα υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, τις οποίες ο ίδιος επιδείνωσε σε έλα τα πεδία.
Η διαμόρφωση αυτού του καθαρού πλαισίου συνιστά επιτακτικό εθνικό καθήκον όλων των πολιτικών δυνάμεων και απαίτηση όλων των πολιτών.
Μόνο αφού επιτευχθεί αυτό, μπορεί να γίνει στα σοβαρά λόγος για ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης που υπερβαίνει τη λογική και τον ορίζοντα του «μνημονίου τρία», στο οποίο δεν ήταν ούτε μοιραίο ούτε αναπόφευκτο να πάμε και κάποιοι ευθύνονται για το γεγονός ότι πήγαμε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.