Η νίκη Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ αναμφισβήτητα σφράγισε τη νέα εποχή για τις δυνάμεις της ακροδεξιάς, του ακραίου συντηρητισμού, της μισαλλοδοξίας, του θανάτου της κοινωνικής πολιτικής και του ανθρωπισμού, της πάταξης της ελευθεροτυπίας στις ηγεσίες των κρατών. Ανά τον κόσμο. Οι πολέμιοι της ελευθερίας έχουν ένα μοναδικό χάρισμα να συνεννοούνται μεταξύ τους, παράδειγμα οι αντιδράσεις σε Μόσχα και Άγκυρα κι η καλή ως τώρα επικοινωνία Τραμπ με Πούτιν και Ερντογάν. Όπως κι οι πανηγυρισμοί Λεπέν. Πολλοί εύχονται να γίνει ένα θαύμα ως την 20ή Ιανουαρίου 2017, άλλοι κρατούν την ανάσα τους αναμένοντας το Μάιο του 2017 και τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία. Υπάρχει όμως άλλη μία κρίσιμη μάχη εναντίον της ακροδεξιάς στις ηγεσίες των κρατών, πριν ακόμα μας αποχαιρετίσει το 2016. Η 4η Δεκεμβρίου και το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση στην Ιταλία.
Η συνταγματική αναθεώρηση στην οποία θέλει να προχωρήσει από την αρχή της πρωθυπουργικής θητείας του, στις αρχές του 2014, ο Ματέο Ρέντσι, είναι στην ουσία μια προσπάθεια ενίσχυσης του ρόλου της αδύναμης, ως τώρα, κεντρικής κυβέρνησης στην Ιταλία, καθώς επίσης και περιορισμού του αριθμού των μελών της Γερουσίας και των διάφορων κωλυσιεργιών που εμποδίζουν το ιταλικό κράτος. Σαφώς ο Ρέντσι θέλει να ενισχύσει το δικό του ρόλο και τη θέση του μέσα στο ιταλικό κράτος, ούτως ώστε να μπορέσει να πετύχει τους στόχους του χωρίς εμπόδια. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι έχει να κάνει μ' ένα ιδιαίτερο Σύνταγμα. Ένα Σύνταγμα που δίνει μεγάλες εξουσίες στις περιφέρειες, λίγες σχετικά με άλλα κράτη στην κεντρική κυβέρνηση και προβλέπει πολλή, πολλή κωλυσιεργία σε πολλούς τομείς της πολιτικής ζωής. Δεν προβλέφθηκε επίτηδες δύστροπο! Κρατά από το 1948 κι είναι απότοκο της προσπάθειας του τότε ιταλικού πολιτικού συστήματος να αποτρέψει την άνοδο του επόμενου Μουσολίνι με οποιονδήποτε τρόπο. Έχει, ίσως, ένα συμβολικό χαρακτήρα. Βέβαια ζούμε στο 2016 πλέον! Κι οι συνθήκες δεν είναι ίδιες με τη χρονολογία γένεσης του γηραιού ιταλικού Συντάγματος.
Η Ιταλία δυστυχώς δεν είναι εξαίρεση στον κανόνα της ανόδου της ακροδεξιάς και του ακραίου λαϊκισμού. Ο - γνωστός και μη εξαιρετέος - Μπερλουσκόνι έχει ξανά τη δική του θέση στο ιταλικό πολιτικό στερέωμα, με το Forza Italia. Το κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, με τον δικό του ακραία λαϊκιστικό λόγο, καταγράφει διαρκή άνοδο. Κερασάκι στην τούρτα, η άνοδος της Λέγκας του Βορρά του Ματτέο Σαλβίνι. Πρόκειται για τον «κύριο Λεπέν» της Ιταλίας, ο οποίος ξεκίνησε το κόμμα του για να υποστηρίξει την απόσχιση της Βόρειας Ιταλίας από το επίσημο κράτος και τη δημιουργία ενός άλλου, ανεξάρτητου κράτους. Πλέον έχει απλώσει τα πλοκάμια του σε όλη την Ιταλία και διεκδικεί επίσημα την ηγεσία της χώρας. Αλήθεια, ποιος ο λόγος ύπαρξης ενός κόμματος που ξεκίνησε με σκοπό τη διχοτόμηση, στην ουσία, του κράτους και τι ζητά από το σύνολο της ιταλικής επικράτειας; Να προετοιμάσει το διαμελισμό, με βάση τις ιδρυτικές του αρχές;
Ασχέτως όποιων λαθών ή κακών επιλογών, είναι κρίσιμο για την Ευρώπη ο Ρέντσι να μείνει στη θέση του πρωθυπουργού. Και για την ίδια την Ιταλία.
Αυτή η ομάδα κομμάτων, του λαϊκιστικού ως ακροδεξιού πλέγματος, είναι κατά βάση οι υποστηρικτές του «όχι» στο δημοψήφισμα που ζυγώνει. Βέβαια και στο ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα, του Ιταλού πρωθυπουργού, υπάρχει μια αντιπολίτευση. Ασφαλώς η θέση του Ιταλού πρωθυπουργού και του επίσημου Δημοκρατικού Κόμματος είναι αυτονόητη: υπέρ του «ναι». Το ζήτημα ωστόσο ξεπερνά κατά πολύ την αναθεώρηση του ιταλικού Συντάγματος, τουλάχιστον έξω από την Ιταλία. Η αρχική τοποθέτηση του Ρέντσι ήταν πως θα παραιτηθεί σε περίπτωση ήττας του «ναι» και πως η χώρα θα περάσει σε σύντομη τεχνοκρατική κυβέρνηση κι έπειτα εκλογές. Με τις ζυμώσεις που έχουν προκαλέσει οι διάφορες εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις, το «όχι» έχει αποκτήσει ένα δυνατό ρεύμα. Και το ερώτημα είναι: τι θα κάνει ο Ιταλός πρωθυπουργός σε περίπτωση ήττας του στο δημοψήφισμα;
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ρέντσι προειδοποιεί με παραίτησή του σε περίπτωση που δεν πετύχει το στόχο του. Το ίδιο είχε πράξει και πριν εγκριθούν οι γάμοι μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών στη γειτονική Ιταλία. Είχαν υπάρξει αντιδράσεις κι από στελέχη του ίδιου του Δημοκρατικού Κόμματος, που απειλούσαν να μην ψηφίσουν την διάταξη. Η απάντηση ήταν η ανταπειλή με πτώση της κυβέρνησης. Η τοποθέτησή του, υπέρ των γάμων αυτών, σαφώς κι ήταν ορθή. Φαίνεται όμως πλέον πως αυτή είναι μια πάγια τακτική του Ιταλού πρωθυπουργού κι ίσως αποτελέσει τη μπανανόφλουδα για τον ίδιο. Φτάνει ίσως να παίζει διαρκώς με τη φωτιά. Τι θα γίνει αν κάποια στιγμή κληθεί να παραιτηθεί ή να παραβεί το λόγο του; Στην πρώτη περίπτωση χάνει την εξουσία. Η Ευρώπη χάνει ένα από τα τελευταία της δημοκρατικά προπύργια με μιαν κάποια ισχύ. Ακολουθούν η παρέα των Γκρίλο, Μπερλουσκόνι, Σαλβίνι, με ό,τι αυτό σημαίνει για την Ιταλία και όλην την Ευρώπη. Στη δεύτερη περίπτωση, ο ίδιος καίει τον εαυτό του. Γελοιοποιείται ή έστω χάνει πολιτικά τη σοβαρότητά του και μετρά αντίστροφα ως τις εκλογές, παλεύοντας να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Οι πιέσεις πάνω του για παραίτηση καθιστούν τη διακυβέρνησή του σχεδόν ανέφικτη. Ήδη υφίσταται επικρίσεις από την αντιπολίτευση μετά τη νίκη Τραμπ, για την προεκλογική του τοποθέτηση υπέρ της Χίλαρι Κλίντον.
Ασχέτως όποιων λαθών ή κακών επιλογών, είναι κρίσιμο για την Ευρώπη ο Ρέντσι να μείνει στη θέση του πρωθυπουργού. Και για την ίδια την Ιταλία. Για την Ευρώπη, για να έρθει επιτέλους μια σημαντική ήττα ενάντια στον κάθε Μπερλουσκόνι, Σαλβίνι και λογής Τραμπ και Λεπέν. Για την Ιταλία, γιατί πρόκειται για έναν ικανό πολιτικό με κάποιες σημαντικές κι ευρηματικές ιδέες και μέλλον μπροστά του. Έναν πολιτικό που έχει πράγματα να δώσει στη χώρα του και στην Ευρώπη, φτάνει να μην κάψει άδικα την πολιτική του καριέρα από δικές του λάθος τακτικές.