Η Ευρώπη αλλάζει. Πάντα άλλαζε. Και οι αλλαγές δεν είναι ούτε ευθύγραμμες, ούτε προβλέψιμες, ούτε απηχούν τη βούληση μιας χώρας ή μιας ομάδας χωρών. Στις μεταβολές αυτές συντελούν ενδογενείς κι εξωγενείς παράγοντες (δράσεις χωρών εντός κι εκτός Ε.Ε., κοινωνικών δυνάμεων, ιδεολογικών ρευμάτων, ενέργειες τρίτων χωρών από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία ως την Κίνα και τις αραβικές χώρες), ώστε να φαντάζουν εντελώς εκτός πραγματικότητας οι αναλύσεις που ερμηνεύουν τις εξελίξεις με ευθύγραμμο και μονοσήμαντο τρόπο. Στην Ευρώπη, η ιστορία έχει δείξει ότι δεν υπάρχει δύναμη που να μπορεί να κυριαρχήσει. Όσοι το επεχείρησαν απέτυχαν, αφήνοντας πίσω τους ερείπια. Το επεχείρησαν οι Αψβούργοι, ο Ναπολέων,ο Χίτλερ. Δεν τα κατάφεραν. Η Ευρώπη λειτουργούσε μέσω συστημάτων ισορροπίας δυνάμεων (μετά το 1648) κι όποιος επιχειρούσε να διαταράξει αυτή την ισορροπία, προκαλούσε την αντισυσπείρωση άλλων ισχυρών δυνάμεων.
Σήμερα γίνεται συζήτηση περί «Γερμανικής Ευρώπης». Η Γερμανία είναι σαφέστερα η ισχυρότερη χώρα της Ε.Ε. Όχι τόσο ισχυρή όμως ώστε να μπορεί να κυριαρχεί. Ούτε πληθυσμιακά, ούτε οικονομικά, ούτε πολιτικά έχει αυτό το βάρος. Η γερμανική οικονομία η μεγαλύτερη στην Ε.Ε., αποτελεί μόλις το 21% του συνόλου. Παρότι η Γερμανία έχει ισχυρή επιρροή σε μια ομάδα χωρών της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης, δεν είναι κυρίαρχη. Μπορεί να υπάρξει Ε.Ε. δίχως τη Γαλλία; Ακόμη και σήμερα που η Γαλλία διαθέτει μειωμένη ισχύ δίχως γαλλική παρουσία είναι αδιανόητη η ενωμένη Ευρώπη. Ο ρόλος του Ολάντ, ήταν καθοριστικός στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής για την αποτροπή του Grexit. Ακόμη και στο εσωτερικό της Γερμανίας υπάρχουν σημαντικές διαφορές π.χ. στο χειρισμό του ελληνικού προβλήματος. Διαφορετική γραμμή ακολουθεί η Μέρκελ, διαφορετική ο Σόϊμπλε, άλλη οι Σοσιαλδημοκράτες. Είναι λάθος λοιπόν να αντιμετωπίζεται όλη αυτή η πολιτική ποικιλομορφία με ευθύγραμμες αναλύσεις του τύπου η Ευρώπη, η Γερμανία, ο Νότος, ο Βορράς...Η Ε.Ε., αποτελεί μοναδικό παράδειγμα στην ιστορία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν έχουν σταματήσει οι κρατικοί ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της.
Η πρόσφατη οικονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια όλες τις αδυναμίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος κι ανέδειξε τα προβλήματα αλλά και τις ικανότητες προσαρμογής. Φυγόκεντρες και κεντρομόλες δυνάμεις δίνουν αγώνα για τη μορφή που θα έχει στο μέλλον η Ε.Ε. Η ελληνική κρίση από το 2010 λειτούργησε, όπως έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν με τη χώρα μας ως καταλύτης για τη μετεξέλιξη της Ε.Ε. (ο Mark Mazower έχει αναλύσει με πολύ εύστοχο τρόπο πώς εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν γίνει προάγγελος ευρύτερων εξελίξεων στην Ευρώπη, από την επανάσταση του '21 ως την ανταλλαγή πληθυσμών και τον εμφύλιο). Η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης επανεξετάστηκε στη διάρκεια της κρίσης και σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη η συζήτηση για τη μελλοντική μορφή της. Δημιουργήθηκαν θεσμοί που δεν υπήρχαν κι έγιναν σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση της ενοποίησης (μηχανισμοί διάσωσης χωρών, ΕFSF, ESM κλπ, τραπεζική ενοποίηση, κοινό δημοσιονομικό πλαίσιο). Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από το 2013 άρχισε να αμφισβητεί τη «γερμανική συνταγή» και προχωράει σε προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης».Την ίδια στιγμή ενισχύθηκαν οι κεντρομόλες δυνάμεις. Ο ευρωσκεπτικισμός έφθασε στην κορύφωσή του την άνοιξη του 2013 όταν οι θετικές γνώμες για την Ε.Ε. σύμφωνα με τις μετρήσεις του Ευρωβαρόμετρου έπεσαν μόλις στο 30% με τις αρνητικές να έχουν εκτιναχθεί στο 29%. Σήμερα οι θετικές έχουν ανέβει στο 39% και οι αρνητικές έχουν πέσει στο 22%, απέχουν πολύ όμως από το 2007 όταν οι θετικές γνώμες για την Ε.Ε. βρίσκονταν στο 52% και οι αρνητικές στο 15%.
Ισχυρά αντιευρωπαικά κι ευρωσκεπτικιστικά κινήματα αναπτύχθηκαν σε πολλές χώρες (Γαλλία,Ιταλία, Φινλανδία, Ελλάδα). Ο χειρισμός της κρίσης ανέδειξε όλες τις αδυναμίες και αναζωπύρωσε τους εθνικισμούς. Iσχυρές δυνάμεις (Σόιμπλε και κάποιες χώρες του βορρά) συνεχίζουν να ζητούν αλλαγή της μορφής της ευρωζώνης με περισσότερο αυστηρούς κανόνες και αποκλεισμό από αυτήν, των χωρών με λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες. Την ίδια στιγμή, στη Μεγάλη Βρετανία (2η οικονομία στην Ε.Ε.) διεξάγεται έντονη συζήτηση για το ενδεχόμενο αποχώρησης ύστερα από σχετικό δημοψήφισμα.
Τις τελευταίες εβδομάδες κι ενώ στην Ελλάδα είμαστε πλήρως απορροφημένοι (και δικαίως) για το πως θα αντιμετωπιστούν τα προβλήματα χρηματοδότησης της χώρας και στο πως θα ξεφύγουμε από το υφεσιακό σπιράλ, στην Ε.Ε. συζητούν τα επόμενα βήματα για το μέλλον της ευρωζώνης. Στις 26 Ιουνίου παρουσιάστηκε το σχέδιο της Κομισιόν με τίτλο «Ολοκληρώνοντας την Οικονομική και Νομισματική Ενωση».
Εκεί περιγράφονται τα επόμενα βήματα:
α) Από τον Ιούλιο του 2015 ως τον Ιούνιο του 2017, αξιοποίηση των υφιστάμενων συνθηκών για προώθηση της σύγκλισης, αύξηση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών και των θέσεων εργασίας. Προβλέπεται επίσης η ολοκλήρωση της τραπεζικής ενοποίησης, ενιαίο ευρωπαϊκό σχήμα εγγύησης καταθέσεων, ενιαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Επίσης καλύτερος συντονισμός των δημοσιονομικών πολιτικών, ενίσχυση των ελέγχων από τις Βρυξέλλες κι αύξηση της συνεργασίας με τα εθνικά κοινοβούλια και το Ευρωκοινοβούλιο.
β) Από τον Ιούλιο του 2017 ως το 2025 προβλέπονται νέες θεσμικές διαδικασίες οι οποίες θα καταστήσουν υποχρεωτικές, πολλές από τις σημερινές προαιρετικές δεσμεύσεις. Για να συμμετάσχει κάποιος σε αυτή τη φάση θα πρέπει να έχει δημιουργήσει δομές τέτοιες που θα πληρούν τα standards που θα ισχύουν και στην υπόλοιπη ένωση. Επίσης προβλέπεται η θέσπιση Υπουργείου Οικονομικών της Ευρωζώνης.
γ) Το σχέδιο προβλέπει ότι το 2025 θα επιτευχθεί η νομισματική και οικονομική ολοκλήρωση.
Η πορεία προς την ενοποίηση θα αποτελέσει αντικείμενο διαμάχης ποικίλων δυνάμεων: κρατών, πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό των κρατών, οικονομικών συμφερόντων, κοινωνικών δυνάμεων, γεωπολιτικών παραγόντων, διεθνών συσχετισμών. Θα επηρεαστεί επίσης από τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία. Η κεντρική τράπεζα της Κίνας παρά την κινητοποίησή της με απίθανους όγκους κεφαλαίων τις προηγούμενες ημέρες δεν κατάφερε να καθησυχάσει τις αγορές παρά μόνο για μερικά 24ωρα μετά την «εξαέρωση» αξιών της τάξεως των 3 τρισ. δολαρίων σε ελάχιστες συνεδριάσεις. Και οι εξελίξεις στην Κίνα επηρεάζουν τους πάντες. Στο εσωτερικό της Γερμανίας ασκείται έντονη κριτική στην Αγκελα Μέρκελ και κυρίως στον Β.Σόιμπλε. «Η στάση του Σόιμπλε κατέστησε ιδιαίτερα εμφανές το θεμελιώδες ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στον βορρά και το νότο της Ευρώπης, η προσέγγισή του οποίου απειλεί να δοκιμάσει την αντοχή της ευρωζώνης σε σημείο θραύσης. Η πεποίθηση ότι το ευρώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη της οικονομικής «αναμόρφωσης» της νότιας Ευρώπης θα αποδειχθεί μια επικίνδυνη πλάνη-και όχι μόνον σ' ότι αφορά την Ελλάδα. Όπως γνωρίζουν πολύ καλά οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, μια τέτοια άποψη θέτει σε κίνδυνο ολόκληρο το ευρωπαϊκό σχέδιο το οποίο έχει χτιστεί πάνω στην διαφορετικότητα και την αλληλεγγύη» έγραψε πρόσφατα με αφορμή τη συμφωνία για την Ελλάδα, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ.
«Η γερμανική οικονομία καταγράφει υψηλά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία φέτος φτάνουν περίπου το 8% του ΑΕΠ της χώρας. Το ποσοστό αυτό είναι πάρα πολύ μεγάλο. Ιδανικοί εταίροι για τη Γερμανία σε μια νομισματική ένωση θα ήταν άλλα μεγάλα εξαγωγικά κράτη, όπως για παράδειγμα η Ολλανδία. Όμως τέτοιου είδους κράτη υπάρχουν πολύ λίγα στην Ευρώπη και στην ευρωζώνη είναι πέντε ή έξι στο σύνολο των 19 χωρών. Η Γαλλία δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή, όμως θα βρισκόταν στον πυρήνα των χωρών που ονειρεύεται ο Σόιμπλε, μόνο και μόνο για πολιτικούς λόγους», επισημαίνει ο αρθρογράφος των Financial Times B.Μίνχαου.
Σχέδια για ευρωζώνη δύο ταχυτήτων εκπονούνται και στο Παρίσι. Όπως δήλωσε ο Κλεμάν Μπον, σύμβουλος στο υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας για ευρωπαϊκές υποθέσεις, οι γαλλικές προτάσεις θα οριστικοποιηθούν τον Σεπτέμβριο και, στη συνέχεια, θα συζητηθούν με το Βερολίνο. Η βασική ιδέα είναι να σχηματισθεί ένα είδος «πρωτοπορίας» από τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης που θα θέλουν και θα δύνανται «να προχωρήσουν πιο μακριά» από τις άλλες, στην κατεύθυνση μιας πιο σφιχτής οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης. Οι έξι ιδρυτικές χώρες της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς και η Ισπανία περιλαμβάνονται στη γαλλική ιδέα περί «πρωτοπορίας».
Όλη αυτή η διαδικασία, ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει που θα οδηγήσει: στην ευρωπαϊκή ενοποίηση ή τη διάλυση της Ε.Ε. με τη σημερινή της μορφή.
Σε αυτό το πολύπλοκο σκηνικό, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο αφελές είναι να λέει κάποιο ελληνικό κόμμα ότι μιλάει εξ ονόματος των λαών της Ευρώπης ή να πιστεύει η ελληνική κυβέρνηση ότι μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις. Ασφαλώς μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωσή τους και να κινητοποιήσει δυνάμεις που θα συνεισφέρουν σε αυτές τις αλλαγές. Πρέπει όμως να έχει συναίσθηση των μεγεθών, των συσχετισμών και των διαρκών αλλαγών. Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος η Ελλάδα να παρακολουθεί την Ευρώπη που αλλάζει όχι καθισμένη σε μια θέση γύρω από το ευρωπαϊκό τραπέζι, αλλά βυθισμένη στη βαλκανική μοναξιά της.