Αντί μνημοσύνου...
«Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε
κι όλος ο Θεός της Τραγωδίας εφάνη.
Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που άξαφνα κι οι εννιά αδερφές,
εσκύψαν να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι».
Άγγελος Σικελιανός
Εβδομήντα δύο χρόνια πριν, τον Δεκέμβριο του 1944, η Αθήνα είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο πεδίο μάχης, όπου αδέρφια σκότωναν αδέρφια, γείτονες κατέδιδαν γείτονες, οδομαχίες ταλαιπωρούσαν τους κατοίκους της πρωτεύουσας και λαϊκά δικαστήρια καταδίκαζαν αθώους ανθρώπους σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες, καταργώντας κάθε νόμο και δικαίωμα. Άστοχες ενέργειες εκατέρωθεν έγιναν αιτία να χυθεί αίμα αθώων, καθώς η Αθήνα ζούσε έναν απίστευτο εφιάλτη. Έναν εφιάλτη που κράτησε τριάντα τρεις ολόκληρες μέρες.
Αφορμή στάθηκε το αιματηρό συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου στο Σύνταγμα. Την εξουσία έχει πρόσφατα αναλάβει η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου. Η αστυνομία, με εντολή του Άγγελου Έβερτ, πυροβολεί εναντίον άοπλων διαδηλωτών. Υπάρχουν αρκετοί νεκροί - η κάθε πλευρά ισχυρίζεται τον δικό της αριθμό - και τραυματίες. Τα Δεκεμβριανά έχουν μόλις ξεκινήσει.
Το ΚΚΕ, βλέποντας ότι οι ευκαιρίες για κατάκτηση της εξουσίας λιγοστεύουν επικίνδυνα, καταλαμβανόμενο από πανικό, θα γράψει τη μελανότερη ίσως σελίδα της ιστορίας του, καθώς οι αποφάσεις λαμβάνονται από ένα Διευθυντήριο τύπου Ροβεσπιέρου, με αποτέλεσμα, τα ειδεχθή εγκλήματα και η ομηρία πολιτών να βυθίσουν την πρωτεύουσα στον τρόμο και το πένθος. Ένα θύμα των καιρών, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, υπήρξε και η κορυφαία ηθοποιός του θεάτρου Ελένη Παπαδάκη.
Όταν πρωτοδιάβασα την ιστορία της συγκλονίστηκα τόσο πολύ, που άρχισα να αναζητώ διάφορες πηγές που θα μου έδιναν πληροφορίες για τη ζωή της και τον άδικο θάνατό της. Κάποιοι ίσως έχουν διαβάσει το εκπληκτικό βιβλίο του Γιώργου Θεοτοκά «Ασθενείς και οδοιπόροι», που αναφέρεται στη ζωή της μεγάλης τραγωδού, βάσει του οποίου γυρίστηκε και η ομώνυμη σειρά στην τηλεόραση με τη μοναδική ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη.
Η Ελένη, γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1903, στην οδό Ιπποκράτους 70Β, σ' ένα νεοκλασικό σπίτι απ' αυτά που κοιτώντας τα σήμερα προσπαθούμε να μαντέψουμε την ιστορία των ανθρώπων που τα κατοίκησαν κάποτε. Μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια διανοούμενων και η ίδια πήρε πολύ καλή μουσική μόρφωση, μιλώντας μάλιστα τέσσερις γλώσσες. Η μεγάλη της αγάπη, ωστόσο, υπήρξε πάντοτε το θέατρο και τελικά παρακολούθησε τα μαθήματα της Δραματικής Σχολής του Ελληνικού Ωδείου ως ακροάτρια.
Επικεφαλής του «Θιάσου των Νέων» το 1931, έπαιξε στην Kωνσταντινoύπoλη με ενθουσιώδεις κριτικές.
Τότε ο Toύρκoς πoιητής Χαλίλ Φαχρί σε κριτική του έγραψε:
«Είδα μπροστά μου την Ελένη Παπαδάκη ζωντανό σύμβολο της ευγενούς τέχνης, αν και δεν γνωρίζω λέξη ελληνική, ούτε και είχα διαβάσει το έργο, η φωνή, οι κινήσεις της, η μιμική, οι στάσεις της καλλιτέχνιδας αυτής με τη φλογερή ψυχή μου μιλούσαν με λόγια. Άξιον επαίνου η δυναμική της, που τόσο νέα μπορεί και αποδίδει μια ώριμη γυναίκα μάνα».
Το ταλέντο της δεν άργησε να αναγνωριστεί και πολύ σύντομα βρέθηκε να παίζει στο πλευρό «ιερών τεράτων» του θεάτρου, όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Αλέξης Μινωτής, η Κατίνα Παξινού. Οι ερμηνείες της πάντως ως Αντιγόνη, Εκάβη και Κλυταιμνήστρα θα κάνουν το κοινό να παραληρεί, ενώ πλήθος άλλων ρόλων θα την τοποθετήσουν στην κορυφή της πυραμίδας, χωρίς καμία αμφιβολία.
Δυστυχώς όμως, δεν θα αργήσει - διορισμένη πλέον στο νεοσύστατο Εθνικό Θέατρο το 1932 - να βρεθεί αντιμέτωπη με απίστευτες κλίκες, αντιζηλίες και παρασκηνιακές ίντριγκες των καρεκλοκένταυρων της θεατρικής σκηνής, που βλέπουν το ανερχόμενο άστρο της σαν απειλή και προσπαθούν με κάθε τρόπο να την παραγκωνίσουν.
Από την Αγγλία, που είχε πάει με την Κατίνα Παξινού και άλλους ηθοποιούς για να δώσουν κάποιες θεατρικές παραστάσεις, έγραφε σε φίλη της:
«Δεν φαντάζεσαι πόσο «καλλιεργημένο» είναι το έδαφος από την Κατίνα για την Κατίνα... Η κατάστασις πάντοτε αηδής».
Οι διαβολές για το πρόσωπο της Ελένης διασπείρονται συστηματικά σε μια εποχή που τα μίση και τα πάθη των αντίπαλων ιδεολογιών ταλανίζουν τη χώρα και η «ρετσινιά» της «αντιδραστικής» είναι η πιο σίγουρη μέθοδος όχι μόνο για παραγκωνισμό, αλλά και για πλήρη εξόντωση.
Ως φιλενάδα του κατοχικού πρωθυπουργού Ράλλη άρχισαν να την παρουσιάζουν λοιπόν οι αντίπαλοί της, κάτι που ανάμεσα στο φανατισμό της εποχής βρήκε ισχυρό έρεισμα, μια και ισοδυναμούσε με έγκλημα καθοσιώσεως. Η ίδια πάντως δεν παραδέχτηκε ποτέ μια τέτοια σχέση.
Μία πρόγευση λαϊκού δικαστηρίου αποτέλεσε η «δίκη» του Σωματείου των Ηθοποιών στο θέατρο Διονύσια στις 24 Νοεμβρίου 1944. «Θάνατος στην πουτάνα!», ακουγόταν από πολλά στόματα και η Ελένη Παπαδάκη διαγράφηκε από το Σωματείο. Σε επιστολή που έστειλε ωστόσο, προς τη συνέλευση, μια και η ίδια δεν παρέστη για να απολογηθεί, διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
«Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το διάστημα της κατοχής υπήρξεν «αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και απρεπής», δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι, οι οποίοι, ασφαλώς θα παρίστανται εις αυτήν, αλλά και πολλοί επίσης διακεκριμένοι συνάδελφοι μη προς εμέ φιλικά διακείμενοι, θα ευρεθούν έστω και κατ' ιδίαν σκεπτόμενοι ότι εις πολλάς περιπτώσεις η στάσις μου υπήρξε κάθε άλλο παρά αντισυναδελφική ή εγωιστική...».
Πράγματι, η «πριγκίπισσα της μοναξιάς», όπως την αποκαλούσαν, κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε καταφέρει να σώσει κόσμο από τα νύχια των ναζί, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, μεταξύ των οποίων τον γιο του γνωστού βιβλιοπώλη Ελευθερουδάκη και τον γιατρό Γιώργο Μουστρούφα, κατοπινό στέλεχος της Κυβέρνησης του Βουνού. Όμως όλα αυτά ξεχάστηκαν τόσο γρήγορα...
Η αυλαία για την τελευταία πράξη του δράματος έχει πια σηκωθεί. Ο δρόμος είναι έτοιμος για τον τελικό αφανισμό. Η Ελένη δεν υποδύεται τώρα κανέναν ρόλο. Πρωταγωνιστεί στο τραγικό τέλος της ίδιας της ζωής της. Θλιβερές λεπτομέρειες σκηνοθετούν το προσωπικό της δράμα. Την νύχτα της 21ης προς 22α Δεκεμβρίου του 1944, η άτυχη τραγωδός θα συλληφθεί από τον ΕΛΑΣ και θα μεταφερθεί στο διυλιστήριο της Ούλεν στο Γαλάτσι, που έχει μετατραπεί σε κολαστήριο. Ο διαβόητος «καπετάν Ορέστης» θα την καταδικάσει σε θάνατο με τσεκούρι.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί, διαβάζουμε τις τελευταίες δραματικές στιγμές της, μέσα από το βιβλίο του Πολύβιου Μαρσάν: «Ελένη Παπαδάκη - Μια φωτεινή θεατρική πορεία με απροσδόκητο τέλος», (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001)
«Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση της με το τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα. Την διέταξε να γδυθεί, ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της και είχε τρομάξει πολύ. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε τη γούνα της, την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν τη διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και σε γόους. Όρμησαν τότε σαν αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σε έναν καταιγισμό από προπηλακισμούς, την έσυραν κοντά σε ανοιγμένο λάκκο, κι εκεί την έγδυσαν με τη βία. Ο Μακαρώνας ξαφνικά δείλιασε, τον πείραξαν και οι κραυγές της, και τελικά καθίζοντάς την χάμω, τράβηξε το περίστροφό του και της φύτεψε μια-δύο σφαίρες στον αυχένα...».
Ο ίδιος ο εκτελεστής Μακαρώνας - μπακάλης από τους Ποδαράδες - εξ άλλου, που την εκτέλεσε τελικά με περίστροφο, θα δηλώσει αργότερα:
«Δεν λυπήθηκα παρά το γούνινο παλτό της που το πήρε ο Ορέστης».
Όταν στις 26 Ιανουαρίου του 1945 άρχισε η εκταφή των πτωμάτων, αναγνωρίστηκε και το δικό της μαζί με μερικά άλλα σε έναν λάκκο, σε μια πευκόφυτη κατηφόρα. Δυο μέρες αργότερα έγινε η κηδεία της στον Άγιο Γεώργιο τον Καρύτση. Μαθητές της Δραματικής Σχολής απέθεσαν κλαριά πάνω στο φέρετρο, ενώ πλήθος καλλιτεχνικού και πνευματικού κόσμου μέσα σε μια φορτισμένη από πένθος κι αγανάκτηση ατμόσφαιρα, παραβρέθηκε στην κηδεία.
«Ξέρουμε καλά πως ο τόσο άδικος χαμός σου οφείλεται σε καλλιτεχνικό φθόνο. Αυτοί που σε ζήλευαν το έκαναν καθ'υπόδειξη. Σε φάγανε, γιατί δεν μπορούσαν να σε φθάσουν», είπε χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος Ανδρουδής.
Ο Αλέξης Σολομός με τον συγκινητικό του επικήδειο εξ άλλου, συμπύκνωσε πολλά μέσα σε λίγες λέξεις:
«...Χρειάζεται να φανούμε μεγάλοι, να φανούμε τέλειοι(...) για να μπορέσουμε να ονομαστούμε χωρίς τύψεις, συνάδελφοι της Ελένης Παπαδάκη(...). Χάσαμε ένα απ' το πιο τρανά κι απ' τα πιο σπάνια καυχήματα της ελληνικής σκηνής - χάσαμε έναν καλό φίλο κι έναν ωραίο άνθρωπο(...). Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη... Ίσαμε επάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστια μιας εποχής, μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη. Μια λέξη ακόμα: Συγχώρεσέ μας...».
Δείτε περισσότερα στο www.palmografos.com