Στον κλάδο της Ψυχολογίας μία από τις πιο βασικές σχολές είναι ο Συμπεριφορισμός, που περιλαμβάνει τις λεγόμενες θεωρίες της μάθησης. Βάσει αυτών, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μαθημένες αντιδράσεις σε ερεθίσματα, επομένως, εφόσον γίνεται κτήμα κάποιου, μπορεί και να τροποποιηθεί. Η ανάλυση άπτεται της θεωρίας του Skinner, η οποία φαίνεται να εφαρμόζεται, εν μέρει, στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και να εξηγεί την αποτυχία της να βελτιώσει τη συμπεριφορά των πολιτών της. Σύμφωνα με τον Skinner, οι συμπεριφορές που επιβραβεύονται καθιερώνονται και επαναλαμβάνονται, ενώ εκείνες που δεν ενισχύονται ή τιμωρούνται, μειώνονται και, κάποιες φορές, εξαλείφονται. Στη σύγχρονη Ελλάδα, όμως, χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο η τιμωρία και όχι η ενίσχυση, γεγονός που εξηγεί και την αποτυχία της σωστής τροποποίησης της συμπεριφοράς.
Ο B.F. Skinner (1904-1990) ήταν ένας Αμερικάνος ψυχολόγος που πρότεινε μια ακραία, για την εποχή της, θεωρία. Υποστηρίζοντας σε όλες του τις έρευνες τη σημασία της «αντίδρασης» (είτε ως αυθόρμητη απόκριση με τη μορφή αντανακλαστικού είτε ως μία σύνθετη μορφή συμπεριφοράς), κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι περισσότερες ανθρώπινες αντιδράσεις έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται αναλόγως με τα γεγονότα που τις ακολουθούν, και τα οποία ονόμασε «συντελεστές». Στα γνωστά του πειράματα ζώα, όπως ποντίκια ή περιστέρια, τοποθετούνταν σε κλουβιά όπου υπήρχε μόνο ένας μοχλός. Τα ζώα, στα πλαίσια της εξερεύνησης του χώρου τους, πολύ συχνά πατούσαν κατά λάθος το μοχλό ο οποίος ενεργοποιούσε έναν τροφοδότη φαγητού και μετά από κάθε πάτημα έπεφτε μία κροκέτα στο κλουβί. Έπειτα από κάποιες τυχαίες δοκιμές το πεινασμένο ζώο κατέληγε να πατάει σκόπιμα, πλέον, το μοχλό για να ικανοποιήσει την ανάγκη της πείνας του. Δηλαδή, μια τυχαία, μέχρι πριν, συμπεριφορά κατέληγε να έχει οικειοποιηθεί και να γίνεται ηθελημένη.
Γενικεύοντας αυτά τα αποτελέσματα στους ανθρώπους, ο Skinner κατέληξε στη θεωρία της συντελεστικής εξαρτημένης μάθησης κατά την οποία η πιθανότητα μιας απόκρισης αυξάνεται αν ακολουθείται από έναν εξωτερικό ενισχυτή. Έτσι προέκυψαν οι εξής τέσσερις κατηγορίες: 1) θετική ενίσχυση (ευχάριστα ερεθίσματα που συνοδεύουν επιθυμητές συμπεριφορές), 2) αρνητική ενίσχυση (απομάκρυνση αρνητικού ερεθίσματος μετά την εμφάνιση της επιθυμητής συμπεριφοράς), 3) θετική τιμωρία (δυσάρεστο ερέθισμα μετά από την εμφάνιση ανεπιθύμητης συμπεριφοράς) και 4) αρνητική τιμωρία (απομάκρυνση ενός ευχάριστου ερεθίσματος όποτε παρουσιαζόταν η ανεπιθύμητη συμπεριφορά). Γίνεται φανερό από τα παραπάνω ότι σκοπός της ενίσχυσης ήταν η αύξηση της σωστής/ υγιούς συμπεριφοράς ενώ, αντίθετα, σκοπός της τιμωρίας η μείωση των μη επιθυμητών/ λανθασμένων συμπεριφορών.
Το μειονέκτημα της θεωρίας αυτής, που απασχόλησε πολλούς επιστήμονες και τους έκανε καχύποπτους απέναντι στο συμπεριφορισμό, είναι ότι επικεντρώνεται μόνο στη μάθηση, υπονομεύοντας άλλους παράγοντες, όπως τα συναισθήματα, τα κίνητρα κτλ. Ουσιαστικά υποστηρίζει πως κάθε άνθρωπος μπορεί να μάθει και να εγκαταλείψει οποιαδήποτε συμπεριφορά αν ενισχυθεί ή τιμωρηθεί με ανάλογο τρόπο, μια γενίκευση που ελλοχεύει μεγάλο κίνδυνο. Εντούτοις, η χρηστική αξία των θεωριών της μάθησης τις έκανε ευρέως γνωστές σε πολλές ομάδες, επιστημόνων και μη. Επαγγελματίες υγείας, εκπαιδευτές ζώων, εκπαιδευτικοί αλλά και πολλοί γονείς κατέληξαν να χρησιμοποιούν την συντελεστική εξαρτημένη μάθηση για να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά των άλλων, επιβραβεύοντας τις «καλές» συμπεριφορές και τιμωρώντας τις «κακές». Οι συμπεριφορικές τεχνικές ήταν πια γεγονός και, μάλιστα, είχαν τόσο άμεσα και επιθυμητά αποτελέσματα που δεν άργησαν να χρησιμοποιηθούν και σε πιο ευρύ πλαίσιο, ταχύτατα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η ίδια η κοινωνία χρησιμοποιεί τον συμπεριφορισμό από πολύ παλιά, αλλά μόνο το ένα σκέλος του. Και αυτό ενδέχεται να είναι και το πρόβλημα, τελικά.
Αφενός, έγινε κατάχρηση και παρερμηνεία της θεωρίας αυτής όταν όλοι άρχισαν να χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο την τιμωρία για να εμποδίζουν αρνητικές συμπεριφορές και θεωρούσαν ότι είναι επαρκές μέτρο, χωρίς, όμως, να τη συνοδεύουν με ενίσχυση. Αυτό το είδαμε να συμβαίνει τόσο στις μικρές ομάδες, όπως η οικογένεια, όσο και στις μεγάλες, όπως η κοινωνία. Το ίδιο εφαρμόστηκε και στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία που έχει σχεδιάσει ένα πολύ αναλυτικό «σωφρονιστικό» σύστημα που στηρίζεται μονάχα στην τιμωρία, αγνοώντας πλήρως την επιβράβευση των καλών συμπεριφορών των πολιτών της. Αν αναλογιστούμε πόσο προσεκτικά έχει φροντίσει ο νόμος να κατηγοριοποιήσει τις κακές πράξεις και τις τιμωρίες που τις συνοδεύουν θα γίνει πιο εμφανές. Το λεξιλόγιο του Ποινικού μας Κώδικα είναι γεμάτο με λέξεις που χρωματίζουν αρνητικά ανθρώπους και συμπεριφορές, κάνοντας λόγο για πταίσματα, πλημμελήματα, κακουργήματα, δράστες, εγκληματίες κ.ο.κ. και για τις ποινές τους (από απλές κυρώσεις, όπως χρηματικά ποσά και υποχρεωτική εθελοντική εργασία, έως ισόβια κάθειρξη). Στον αντίποδα, δεν υπάρχει μέτρηση των «σωστών» στάσεων και δράσεων και, σε καμία περίπτωση, επιβράβευσή τους. Εφόσον το κακό είναι μετρήσιμο πως γίνεται να μη μετράμε και να μην υπολογίζουμε τις υγιείς συμπεριφορές;
Φυσικά σε αυτό το σημείο θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως αυτά συμβαίνουν για πρακτικούς λόγους, με στόχο την προστασία του κοινού από μεμονωμένες εγκληματικές πράξεις και ότι οι επιθυμητές και ηθικές συμπεριφορές είναι κάτι που καθένας από εμάς θα πρέπει να ακολουθεί από προσωπική του επιλογή και να τις ενσωματώσει μέσα του, χωρίς να περιμένει κάποια εξωτερική ανταμοιβή. Αυτό είναι μια σωστή σκέψη με τη διαφορά ότι η θετική ενίσχυση δεν αποτελεί απλώς μια επιβράβευση αλλά μια αναγνώριση αλλαγής, μια ώθηση για παραπάνω προσπάθεια και νέο κίνητρο για ακόμα καλύτερα αποτελέσματα. Εξωτερικοί ενισχυτές όπως τα χρήματα ή ο έπαινος θα είχαν τρομερή επίδραση στην κινητοποίηση των πολιτών. Πχ δεδομένου ότι βιώνουμε περίοδο κρίσης οπότε είναι δύσκολη κάποια χρηματική ενίσχυση, αν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ( όπως η τηλεόραση) προβάλλονταν περισσότερο θετικά πρότυπα συμπεριφορών (όπου ως θετική ενίσχυση παίρνουμε τον δημόσιο έπαινο) αντί για εγκληματικές πράξεις ή απόπειρες, ο κόσμος θα μπορούσε να δει και τις υγιείς συμπεριφορές και να μιμείται καλύτερους τρόπους δράσεων.
Και, καταληκτικά, οφείλει να επισημανθεί πως όταν τιμωρείς τις συμπεριφορές που θεωρείς μη υγιείς αυτό δημιουργεί αυτόματα την ηθική υποχρέωση να μάθεις στον άλλον την εναλλακτική σωστή πράξη. Όπως ο εκπαιδευτικός που θα μαλώσει το μαθητή του για κάτι κακό που έκανε οφείλει να του εξηγήσει τι θα έπρεπε να είχε πράξει, έτσι και η κοινωνία οφείλει, εκτός από το να τιμωρεί, να δικαιολογεί την τιμωρία της και να ενισχύει εναλλακτικές υγιείς συμπεριφορές.
Κλείνοντας, η θεωρία του Skinner είναι ένα μικρό παράδειγμα για το πως η επιστήμη της Ψυχολογίας μπορεί να βρει πρακτικές εφαρμογές στην καθημερινή μας ζωή και την κοινωνίας μας, παρέχοντας εναλλακτικές ιδέες και νέες απαντήσεις σε υπαρκτά ερωτήματα. Οι θεωρίες της μάθησης θα μπορούσαν να αποτελέσουν χρήσιμο υλικό στην τροποποίηση μαζικών και μεμονωμένων συμπεριφορών των πολιτών, αν και εφόσον αποσκοπούν στη βελτίωση της κοινωνίας μας και εφαρμόζονται σωστά και όχι εν μέρει. Δεν θα πρέπει να υφίσταται τιμωρία χωρίς ενίσχυση, όπως δεν υπάρχει μονάχα το κακό και το λάθος. Όπου υπάρχει σωφρονισμός είναι πάντα μια καλή ευκαιρία να συντελεστεί κα μάθηση. Μόνο έτσι θα οδηγηθούμε σε αυτοβελτίωση και σε καθιέρωση θετικών προτύπων και για τους γύρω μας.