Κανείς αναλυτής με βαθιά γνώση της βρετανικής πολιτικής δεν ξαφνιάστηκε από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία. Στην πραγματικότητα, η παραδοσιακά αντιευρωπαϊκή αυτή χώρα δεν εντάχθηκε ποτέ της στον κεντρικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προτιμώντας κατά κανόνα την σύμπλευση με τις πρώην αποικίες της στη Βόρεια Αμερική και στην Ωκεανία. Όπως στωικά δήλωσε πρόσφατα ο επιφανής βρετανός ιστορικός Peter Hennessy, η ΕΕ είναι βασικά ένα δημιούργημα της γαλλικής σοσιαλδημοκρατικής γραφειοκρατίας, διανθισμένης με χριστιανοδημοκρατικά ιδεολογικά στοιχεία, που ποτέ δε συγκίνησαν τη βρετανική πολιτική σκέψη. Συνεπώς η Βρετανία ποτέ δεν πίστεψε στην ευρωπαϊκή ενωτική προοπτική. Εντάχθηκε στους κόλπους της ΕΕ με ενδοιασμούς, κυρίως για να προωθήσει τα συμφέροντα του τραπεζικού της συστήματος στο Λονδίνο.
Ας σημειωθεί ότι ακόμα και οι θερμότεροι Βρετανοί οπαδοί της ΕΕ υπήρξαν ανέκαθεν ενάντιοι της ένταξης της χώρας τους στον πυρήνα του ευρώ και στη Συνθήκη του Σένγκεν. Συνεπώς, το δημοψήφισμα της Πέμπτης έθεσε στην πραγματικότητα αντιμέτωπες δυο διαφορετικές αποχρώσεις του ευρωσκεπτικισμού. Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, το διαζύγιο μεταξύ ΕΕ και Βρετανίας ήταν αναμενόμενο, αν και επιταχύνθηκε από την κρίση του ευρώ και τις πρωτοφανείς μεταναστευτικές πιέσεις που δέχεται σήμερα η ΕΕ. Στην τελική, είχε χρονικά όρια η σύνδεση της ΕΕ με ένα κράτος που ήθελε να επωφελείται από τα οικονομικά οφέλη της ένταξης δίχως να συμμετέχει ολοκληρωτικά, όπως τα υπόλοιπα μέλη, στην ευρωζώνη. Ήταν θέμα χρόνου κάποια στιγμή η Βρετανία είτε να ενταχθεί πλήρως, είτε να φύγει. Επέλεξε να πράξει το δεύτερο.
Παρά το προβλέψιμο της εξέλιξης, το Brexit θα έχει σοβαρές συνέπειες για το μέλλον της Ευρώπης, που θα επηρεάσουν άμεσα και την Ελλάδα. Από τα ξημερώματα της Παρασκευής, πολλές αναλύσεις επικεντρώνονται στις οικονομικές επιπτώσεις του βρετανικού δημοψηφίσματος, οι οποίες είναι αδιαμφισβήτητα σημαντικές. Άλλο τόσο σημαντικές είναι όμως οι ψυχολογικές συνέπειες που ήδη επισκιάζουν το ευρύτερο πολιτικό κλίμα στις Βρυξέλλες. Η ΕΕ καλείται τώρα να αντιμετωπίσει τεράστιες οικονομικές και πολιτικές πιέσεις με κλονισμένη αυτοπεποίθηση και λιγοστά ψυχολογικά αποθέματα. Το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης πορεύεται πλέον δίχως την υποστήριξη της πέμπτης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου, που είναι ταυτόχρονα πυρηνική δύναμη και τακτικό μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, με δικαίωμα άσκησης βέτο. Πέρα από τις οικονομικές του προεκτάσεις, το πλήγμα που επιφέρει το Brexit στο παγκόσμιο κύρος της ΕΕ είναι βαθύ και επικίνδυνο.
Με αναπτερωμένο το ηθικό, ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις στην Ιταλία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στην Ουγγαρία, στη Φινλανδία και αλλού, ήδη δηλώνουν την πρόθεσή τους να διοργανώσουν δημοψηφίσματα παραμονής παρόμοια με εκείνο στη Βρετανία. Εάν θέλει να αποφύγει τον άμεσο κίνδυνο αποσύνθεσης, ο ηγετικός πυρήνας της ΕΕ θα αναγκαστεί να τιμωρήσει υποδειγματικά τη Βρετανία. Θα πρέπει δηλαδή να κάνει την έξοδο της Βρετανίας τόσο επίπονη οικονομικά, ώστε να παραδειγματιστούν άλλοι επίδοξοι μνηστήρες της εξόδου από την ΕΕ. Έτσι εξηγούνται οι πρόσφατες δηλώσεις υψηλόβαθμων στελεχών τις ΕΕ ότι «δεν υπάρχει δρόμος γυρισμού» για τους Βρετανούς και ότι το η διαδικασία του διαζυγίου πρέπει να ξεκινήσει «όσο πιο άμεσα γίνεται».
Ταυτόχρονα όμως, οι πιέσεις που προξένησε το Brexit λογικά θα αναγκάσουν τις Βρυξέλλες να επιταχύνουν και να εμβαθύνουν τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Θα τεθεί πλέον στο τραπέζι το ζήτημα της πλήρους οικονομικής και τραπεζικής ένωσης, της κοινής εξωτερικής πολιτικής, ακόμα και του ευρωστρατού --όχι πια σαν θεωρητικοί πειραματισμοί, αλλά σαν απαραίτητοι πυλώνες στήριξης της ίδιας της επιβίωσης της ΕΕ. Θεωρητικά, μια τέτοια εξέλιξη θα ευνοήσει την Ελλάδα, η οποία εδώ και χρόνια αποτελεί κύριο πρεσβευτή της άποψης ότι η ΕΕ είτε θα ενοποιηθεί πλήρως είτε θα εκλείψει. Όμως θα πρέπει να είμαστε σαφείς ότι μια τέτοια διαδικασία θα λάβει χώρα υπό συνθήκες ενός σκληρού γαλλογερμανικού ηγεμονισμού, ο οποίος δε θα δεχθεί εύκολα διαφωνίες από τις λεγόμενες «μικρές χώρες», ιδιαίτερα τώρα που το «ταμπού» της εξόδου από την ΕΕ μιας χώρας-μέλους της έχει πλέον ξεπεραστεί.
Παράλληλα, λόγω κυρίως της τραγικά προβληματικής ηγεσίας της ΕΕ, η οποία έχει αποδειχθεί επανειλημμένα κατώτερη των περιστάσεων, η διαδικασία της ενοποίησης θα ενεργοποιηθεί μέσα σε ακραίες πιεστικές συνθήκες εκτεταμένης οικονομικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες, στην Ελλάδα και αλλού, έχουν πλέον συνδέσει το όνομα της ΕΕ με συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης, πολιτικού εξαναγκασμού και υποτέλειας. Συνεπώς θα αντιδράσουν σθεναρά σε τάσεις βαθύτερης ενοποίησης. Τίποτα λοιπόν δεν εγγυάται ότι η προσπάθεια των Βρυξελλών να περισώσει ό,τι έχει απομείνει από την υπόληψη της ΕΕ θα στεφθεί με επιτυχία.
Το χειρότερο που μπορεί να κάνει η ηγεσία της ΕΕ στην κομβική αυτή στιγμή είναι να παραμείνει αδρανής, ή να επουλώσει πρόχειρα τα βαθιά τραύματα που προξένησε το Brexit. Στην περίπτωση αυτή, όλοι μας θα καταστούμε μάρτυρες της σταδιακής αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού πειράματος, η παρουσία του οποίου έχει σημαδέψει καθοριστικά την μεταπολεμική περίοδο. Εάν αυτό συμβεί, η Ελλάδα θα πρέπει πλέον να αναγνωρίσει ότι η παραμονή της στους κόλπους μιας παραπαίουσας και προβληματικής συμμαχίας αποτελεί στρατηγικό αναχρονισμό. Θα είναι καιρός τότε η χώρα μας να επιδείξει θάρρος ίδιο με εκείνο των βρετανών ψηφοφόρων και να διαχωρίσει το μέλλον της από τους ανάξιους επίγονους του Σούμαν, του Αντενάουερ, του Σπακ, και όλων των άλλων θρυλικών ηγετικών μορφών που υπήρξαν οι πατέρες της ευρωπαϊκής ενοποίησης.