Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στα χρόνια των μνημονίων, η μείζονα αποσυνθετική παράμετρος, έναντι της αγωνιώδους προσπάθειας για οικονομική προσαρμογή της χώρας, είχε να κάνει με την ανυπαρξία πολιτικών συναινέσεων και τις οξείες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Εμπρηστική αντιπολιτευτική ρητορεία, που έθρεφε την κοινωνική αποσταθεροποίηση και μεγένθυνε την κινδυνολογία της άτακτης χρεοκοπίας, με απώτερα παραγόμενα την εξαθλίωση του ελληνικού λαού, το πάγωμα των επενδύσεων, τη φυγή των καταθέσεων, τον αποκλεισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και τα απαγορευτικά κόστη χρηματοδότησης για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Το αδιεξοδικό μείγμα ύφεσης επί του οποίου καταστροφικά παλινδρομούσε η χώρα, ανασχέθηκε μερικώς με τη διακομματική ψήφιση του τρίτου μνημονίου, με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και είναι τώρα αναγκαίο η σύγκλιση αυτή να συστήσει πια μια στέρεα αφετηριακή εγκατάσταση για ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση. Και παραπέρα, να έχει συνέχεια στη διασφάλιση των επόμενων κρίσιμων βημάτων για τη χώρα, καθώς σε καμία περίπτωση η ελληνική οικονομία δεν θα άντεχε νέους γύρους αβεβαιότητας.
Μετά από έξι χρόνια οξύτατης αντιμνημονιακής πόλωσης, αυτή η διακομματική συναίνεση στην ψήφιση του τρίτου μνημονίου συνιστά πια ένα καίριο κεκτημένο. Και τούτο διότι αν πρώτο μνημόνιο ψηφίστηκε από ένα κόμμα και το δεύτερο από δύο, το τρίτο μνημόνιο ψηφίστηκε από πέντε κόμματα. Άρα, αποτυπώνεται μια πορεία πολιτικής ωρίμανσης των κομματικών δυνάμεων που υποστηρίζουν την ανάγκη συμμετοχής της χώρας μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, με τους στόχους αυτούς να στηρίζονται πια από μια ευρεία πλειοψηφία της κοινωνίας. Επιπλέον, παρά το γεγονός, ότι εξ' ορισμού, στην όποια κυβέρνηση ανήκει η κύρια ευθύνη για τις διαπραγματεύσεις και την υλοποίηση των συμφωνημένων, η όποια αντιπολίτευση επίσης φέρει μερίδια ευθύνης στη διασφάλιση της κανονικότητας. Και αν η κρίση προϋπήρχε των μνημονίων, είναι τώρα πια αναντίρρητη η εθνική επιταγή για ομαλή έξοδο από την κρίση και επιστροφή στην σταθερότητα.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, εκτιμάται ότι η ελληνική οικονομία θα χρειαστεί συνολικά επενδύσεις ύψους πάνω από 100 δισ. ευρώ μέχρι το 2020, προκειμένου να μπορεί να ανακτήσει ένα βιώσιμο επίπεδο ανάπτυξης.
Και τούτο, διότι το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται στο 24.5%, με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης να είναι κάτω του 10%. Επιπλέον, η υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να προσεγγίζουν το 40%, η ισχυρή τάση αποεπένδυσης και η καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας, η υπερφορολόγηση, οι γραφειοκρατικές ανασχέσεις, το χρηματικό κόστος και η αθρόα μετανάστευση ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό, έχουν σωρευτικά συστήσει ένα άνευ προηγουμένου πλέγμα αρνητικών συνθηκών. Η συνειδητοποίηση ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να επιστρέψει, ούτε στην αχαλίνωτη υπερχρέωση, ούτε στην απερισκεψία των περασμένων δεκαετιών, πάντα στα πλαίσια ενός κοινωνικού πρόσημου, είναι πλέον ισχυρή, ευρεία και αταλάντευτη.
Αναμφίβολα, η ύπαρξη ενός κληρονομικού τεχνογνωσιακού υποβάθρου μεταρρυθμίσεων και εξάλειψης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων του παρελθόντος, είναι εξελίξεις προς την ορθή κατεύθυνση. Πολλές από τις αλλαγές που έχουν επισυμβεί στην οικονομία, θα παράξουν την πολυπόθητη αναπτυξιακή γονιμότητα, όταν η σταθερότητα επιστρέψει και η οικονομική ανάκαμψη εκκινήσει. Και τότε, τα πλεονεκτήματα των μεταρρυθμίσεων θα γίνουν αισθητά και θα δώσουν στην οικονομία της χώρας ταχεία ώθηση. Την ίδια στιγμή, ο τόπος προσήκει να διατηρηθεί στην αναγκαία, αλλά ασφαλή, οδό της προσαρμογής. Και πάγια θα αξιώνεται πια από τους πολιτικούς μας, διακομματική συνέπεια και εθνική συνεννόηση. Για την υιοθέτηση και εφαρμογή ενός ευρέως αποδεκτού αναπτυξιακού προγράμματος, το οποίο θα προετοιμάσει τη χώρα για την επόμενη δεκαετία.