Δεδομένου ότι η λαϊκιστική πολιτική είναι ουσιαστικά ένας αγώνας «του αγνού λαού» κατά «της διεφθαρμένης ελίτ», και ισχυρίζεται ότι υπερασπίζεται τη λαϊκή κυριαρχία με κάθε κόστος, είναι σημαντικό για τους λαϊκιστές ηγέτες να αυτοπαρουσιάζονται ως η πραγματική φωνή του λαού. Ακριβώς όπως «ο λαός» και «η ελίτ» είναι κατασκευές, που συνήθως βασίζονται σε μια διαστρεβλωμένη ερμηνεία της πραγματικότητας, η φωνή του λαού (vox populi) είναι μια κατασκευή του λαϊκιστή ηγέτη - που κατά ειρωνικό τρόπο συχνά αθέλητα ενισχύεται από μια αντι-λαϊκιστική ρητορική του κατεστημένου. Αυτή η κατασκευή αποτελείται από δύο ξεχωριστές αλλά αλληλένδετες διαδικασίες: (1) διαχωρισμό από την ελίτ και (2) σύνδεση με τον λαό. Ενώ η πρώτη διαδικασία σχετίζεται με τη θέση του αουτσάιντερ των λαϊκιστών ηγετών, η δεύτερη διαδικασία συνδέεται με την υποτιθέμενη αυθεντικότητά τους.
Οι λαϊκιστές ηγέτες πρέπει να πείσουν τους οπαδούς τους ότι δεν ανήκουν στη (διεφθαρμένη) ελίτ αλλά είναι μέρος του (αγνού) λαού. Ο λαϊκιστής ισχυρός άνδρας το καταφέρνει δίνοντας έμφαση στη δράση και την αρρενωπότητα, χρησιμοποιώντας τα πολιτισμικά στερεότυπα του λαού και προτείνοντας λύσεις της «κοινής λογικής» αντίθετα με τη γνώμη των ειδικών. Όμως άλλοι λαϊκιστές ηγέτες πρέπει να είναι πιο δημιουργικοί. Εδώ θα δώσουμε παραδείγματα ομάδων λιγότερο συνηθισμένων λαϊκιστών δρώντων που αυτοπαρουσιάζονται ως η φωνή του λαού χρησιμοποιώντας το φύλο τους, το επάγγελμά του και την εθνικότητά τους.
Γυναίκες
Παρά το γεγονός ότι το στερεότυπο του ισχυρού άνδρα εξακολουθεί να κυριαρχεί στη δημόσια αντίληψη για τον λαϊκισμό, υπάρχουν πολλά παραδείγματα λαϊκιστριών ηγέτιδων. Ενδεχομένως η πρώτη διάσημη λαϊκίστρια ήταν η Εύα Περόν (1919-1952), η δεύτερη σύζυγος του Χουάν Ντομίνγκο Περόν, ο οποίος συνέχισε να εμπνέει απλούς Αργεντινούς και διάσημους ξένους εξίσου (όπως την Αμερικανίδα τραγουδίστρια της ποπ Μαντόνα). Κάποιες σύγχρονες λαϊκίστριες σχετίζονται επίσης με λαϊκιστές ισχυρούς άνδρες, όπως η Μαρίν Λε Πεν στη Γαλλία και η Γίνγκλακ Σιναουάτρα στην Ταϊλάνδη. Όμως πολλές λαϊκίστριες ηγέτιδες είναι αυτοδημιούργητες, γυναίκες που δημιούργησαν τη δική τους πολιτική καριέρα. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα είναι η Πωλίν Χάνσον, η οποία ίδρυσε το κόμμα Ένα Έθνος (ONP) στην Αυστραλία και η οποία ήταν ο κύριος λόγος για την, ομολογουμένως βραχύβια, επιτυχία του κόμματος. Άλλα παραδείγματα είναι η Πία Κιερσγκάρντ, η πρώην ηγέτιδα του Λαϊκού Κόμματος της Δανίας (DF), η Φράουκε Πέτρι, η νυν ηγέτιδα του Κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), η Σιβ Γιένσεν, η νυν ηγέτιδα του νορβηγικού Κόμματος της Προόδου (FrP), και η Σάρα Πέιλιν, η φλογερή πρώην κυβερνήτης της Αλάσκα.
Ακριβώς όπως οι λαϊκιστές ισχυροί άνδρες, οι λαϊκίστριες ηγέτιδες χρησιμοποιούν έμφυλες ιδέες για την κοινωνία προκειμένου να κατασκευάσουν την εικόνα τους ως η vox populi. Κυριότερα, χρησιμοποιούν το φύλο τους για να κατασκευάσουν τη θέση τους ως αουτσάιντερ. Το γεγονός και μόνο ότι είναι γυναίκες, ενώ η μεγάλη πλειονότητα της (πολιτικής) ελίτ είναι άνδρες, ενισχύει την εικόνα τους ως πολιτικούς αουτσάιντερ. Για παράδειγμα, η Πέιλιν τόνισε την αντίθεσή της στο δίκτυο των «γνωστών αγοριών» στην πολιτική της Αλάσκα και των ΗΠΑ. Και επιπλέον, οι έμφυλες ιδέες για την κοινωνία βοηθούν τις λαϊκίστριες να αυτοπαρουσιάζονται ως απρόθυμες πολιτικοί. Όταν εισήλθε στην πολιτική, η Χάνσον δήλωσε: «Ήρθα εδώ όχι ως μια απαστράπτουσα πολιτικός, αλλά ως μια γυναίκα που έχει δεχτεί πολλά πλήγματα στη ζωή της».
Για να δημιουργήσουν έναν σύνδεσμο με τον αγνό λαό, πολλές λαϊκίστριες τονίζουν τα χαρακτηριστικά της «καλής γυναίκας», όπως ορίζονται από την κουλτούρα τους, παρουσιάζοντας συχνά ότι είναι πρώτα από όλα μητέρες και σύζυγοι. Αυτό τις βοηθάει να εμφανίζονται «αυθεντικές» και δημιουργεί έναν δεσμό με τους ψηφοφόρους που αισθάνονται ότι το κατεστημένο τούς αγνοεί. Η Πέιλιν δημιούργησε τον διάσημο όρο «hockey mom», σε αναλογία με τον πιο συνηθισμένο όρο στην Αμερική «soccer mom» για να ταιριάζει στο πολιτισμικό πλαίσιο της Αλάσκα, καθώς και τον όρο «mama grizzly», για να ενισχύσει τα έμφυλα στερεότυπα της πολύ προστατευτικής μητέρας. Σε ένα ιδιαίτερα διδακτικό έμφυλο μείγμα εθνικισμού και λαϊκισμού, η Χάνσον δήλωσε: «Ενδιαφέρομαι τόσο παθιασμένα για αυτήν τη χώρα, είναι σαν να είμαι η μητέρα της, η Αυστραλία είναι το σπίτι μου και ο αυστραλιανός λαός είναι τα παιδιά μου».
Επιχειρηματίες
Ένα άλλο αρκετά συνηθισμένο αλλά σε γενικές γραμμές αγνοημένο είδος λαϊκιστή ηγέτη είναι ο επιχειρηματίας. Κάποιοι από τους πιο διάσημους λαϊκιστές ήταν επιτυχημένοι επιχειρηματίες οι οποίοι ανήκαν στους πλουσιότερους ανθρώπους στη χώρα τους προτού γίνουν η φωνή του απλού λαού. Το Forbes υπολόγισε ότι η οικογενειακή περιουσία των Σιναουάτρα ήταν 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια το 2015, ποσό που την καθιστά τη δέκατη πλουσιότερη οικογένεια στην Ταϊλάνδη, ενώ υπολόγισε τον πλούτο της οικογένειας Μπερλουσκόνι στο συγκλονιστικό ποσό των 7,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, την έκτη πλουσιότερη οικογένεια στην Ιταλία. Η περιουσία του Ρος Περό, του λαϊκιστή υποψηφίου για τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές το 1992, υπολογίζεται περίπου σε 3,7 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που τον κατέτασσε ως τον 155ο πλουσιότερο άνθρωπο στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2015.
Επειδή ο λαϊκισμός βασίζεται σε μετωπική επίθεση κατά του κατεστημένου, ο συνδυασμός «επιχειρηματία-λαϊκιστή» δεν είναι πάντα εύκολο να πουλήσει. Όμως δεδομένου ότι η λαϊκιστική διάκριση μεταξύ του λαού και της ελίτ δεν βασίζεται βασικά σε κοινωνικοοικονομικά κριτήρια -όπως την κοινωνική τάξη ή τον πλούτο- αλλά αντίθετα στην ηθική, οι επιχειρηματίες-λαϊκιστές καταφέρνουν να χρησιμοποιήσουν το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο για να κατασκευάσουν το στάτους τους ως πολιτικών αουτσάιντερ.
Αυτοπαρουσιάζονται ως τίμιοι και αυτοδημιούργητοι επιχειρηματίες οι οποίοι έκαναν την περιουσία τους παρά τους διεφθαρμένους πολιτικούς, όχι χάρη σε αυτούς! Επιπλέον, οι επιχειρηματίες-λαϊκιστές ισχυρίζονται ότι είναι απρόθυμοι πολιτικοί, οι οποίοι, αντίθετα με τους επαγγελματίες πολιτικούς, δεν εισήλθαν στην πολιτική για να αποκομίσουν οικονομικό κέρδος. Πάντα με τα γλαφυρά λόγια του Μπερλουσκόνι: «Δεν έχω ανάγκη να πάρω το αξίωμα για να αποκτήσω δύναμη. Έχω σπίτια σε όλον τον κόσμο, τεράστια πλοία ... όμορφα αεροπλάνα, μια όμορφη γυναίκα, μια όμορφη οικογένεια... κάνω μια θυσία». Ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της χώρας, παρουσιάστηκε ως ένας αουτσάιντερ με μοναδικό σκοπό να υπηρετήσει τον λαό. Όπως ισχυρίστηκε σε μία από τις προεκλογικές του ομιλίες το 2016, «θα είναι μια νέα ημέρα για την Αμερική. Η κυβέρνηση θα ακούει και πάλι τον λαό. Οι ψηφοφόροι, και όχι τα ειδικά συμφέροντα, θα κυβερνούν».
Με την πρώτη ματιά, θα δημιουργούνταν η εντύπωση ότι είναι αδύνατον οι επιχειρηματίες-λαϊκιστές να δημιουργήσουν δεσμό με τον λαό. Εξάλλου, η καθημερινότητά τους δεν θα μπορούσε να είναι πιο απομακρυσμένη από την καθημερινότητα του «απλού ανθρώπου» που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν. Ο μέσος Ιταλός δεν ζει σε μια πλήρως ανακαινισμένη εξοχική έπαυλη του 17ου αιώνα, τη Βίλα Gernetto (του Σίλβιο Μπερλουσκόνι), ενώ ο μέσος Αμερικανός στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαθέτει μουσείο που έχει το όνομά του, όπως το Μουσείο Περό Φυσικής και Επιστήμης στο Ντάλας, στο Τέξας, χάρη σε μια δωρεά 50 εκατομμυρίων δολαρίων (Ρος Περό).
Ωστόσο, συχνά χρησιμοποιούν τον πλούτο τους για να συνδεθούν με «τον λαό» και να δώσουν μια αύρα αυθεντικότητας, για παράδειγμα μέσω των αθλημάτων. Όπως είναι γνωστό, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αγόρασε την ομάδα της Μίλαν, μία από τις πιο δημοφιλείς ποδοσφαιρικές ομάδες στην Ιταλία και σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ ο Τακσίν Σιναουάτρα είχε στην ιδιοκτησία του, μολονότι για μικρό διάστημα, τη Μάντσεστερ Σίτι. Επιπλέον, λαϊκιστές επιχειρηματίες υπήρξαν πρόεδροι μεγάλων ποδοσφαιρικών ομάδων στις χώρες τους, όπως ο Μοΐζ Κατούμπι (Moise Katumbi) στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (TP Mazembe), ο Μπερνάρντ Ταπί (Bernard Tapie) στη Γαλλία (Olympique de Marseille), ο Τζίτζι Μπεκάλι (Gigi Becali) στη Ρουμανία (Steaua Bucharest), και ο εκλιπών Χεσούς Γκιλ ι Γκιλ (Jesus Gil y Gil) στην Ισπανία (Club Atletico de Madrid).
*Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου «Λαϊκισμός, μια συνοπτική εισαγωγή», των Cas Mudde και Cristóbal Rovira Kaltwasser.