Με τρελαίνουν τα λάθη εξ αντιγραφής... Θυμάμαι συγγενή μου εκπαιδευτικό που επέβλεπε διαγωνισμό μαθητών Γυμνασίου και όταν ο γυμνασιάρχης της έκανε την παρατήρηση ότι ένας μαθητής αντέγραφε κάποιον άλλον, εκείνη με την ηρεμία που τη χαρακτήριζε του απάντησε «αφήκετέ τους, τυφλός τυφλόν οδηγεί», αναφερόμενη φυσικά στην άγνοια και των δύο!
Στην περίπτωση του Φεστιβάλ Ιδεών στο Άσπεν, η Κριστίν Λαγκάρντ και η αντιπρόεδρος του ομώνυμου Ινστιτούτου, έκαναν από μόνες τους ένα παραφεστιβάλ, μέσα στο ίδιο το Φεστιβάλ...
Φεστιβάλ λαθών, βεβαίως. Κάτι σαν τους μαθητές στο ελληνικό γυμνάσιο της επαρχιακής πόλης που ανέφερα.
Τι είπε η Κριστίν, η δική μας Κριστίν που χρόνια τώρα ασχολείται μαζί μας; Να γυρίσουν οι Ολυμπιακοί για πάντα στην Ελλάδα. Ωραία ιδέα, ξαναζεσταμένη όμως, το πότε και γιατί θα το δούμε παρακάτω. Ένα το κρατούμενο, λοιπόν. Η ιδέα δεν ήταν δική της, την αντέγραψε από αλλού, ήταν του Καραμανλή «του γηραιού», όπως τον αποκαλούσε ο δημοσιογράφος Wolfgang Josing στο ένθετο περιοδικό της Die Welt στο φύλλο της 16ης Μαΐου του 1980, οπότε και επαναλήφθηκε η ιδέα που είχε για πρώτη φορά εμφανισθεί τέσσερα χρόνια πριν, το 1976.
Πού είναι το λάθος; Το πολύ χοντρό λάθος, καλύτερα; Ότι η ελληνική τους ταυτότητα και προέλευση δεν αμφισβητείται κατά την κυρία Λαγκάρντ κι αυτό αποδεικνύεται από την ονομασία τους: οι Ολυμπιακοί πήραν το όνομά τους από... τον ´Ολυμπο, το βουνό των δώδεκα θεών! Εδώ αρχίζουν τα σλάλομ στις χιονισμένες βουνοπλαγιές, όχι του Άσπεν, του Ολύμπου! Εξοικειωμένη με τα όρη, η κυρία Λαγκάρντ δείχνει να αγνοεί στοιχεία γεωγραφίας (ότι υπάρχουν και πεδιάδες) αλλά και ιστορίας. Προφανώς δεν είχε ιδέα για τον τόπο τελέσεως των αγώνων που δεν ήταν άλλος από την κοιλάδα της Ολυμπίας, γι ' αυτό και ονομάστηκαν έτσι.
Αλλά και η κυρία Κίτι Μπουν, δεν πήγε πίσω...´Εσπευσε να συμφωνήσει με ένα μεγαλειώδες ναι! Α σαφώς και να επιστρέψουν οι αγώνες, είπε, στον τόπο τελέσεώς τους στην... Αθήνα! Δεύτερο χοντρό, ανταγωνιστικό του πρώτου, λάθος.
Είναι ν' απορεί κανείς πραγματικά για το έλλειμμα παιδείας που χωρίζει εκπροσώπους της ηγετικής τάξης των ημερών μας, με εκείνους μιας τριακονταετίας μόλις πριν εκπροσώπους του Τύπου, αλλά και ηγετικές προσωπικότητες της εποχής, όταν για πρώτη φορά το 1976 και, δεύτερη τον Μάιο του 1980, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν εκείνος που παρουσίαζε στη διεθνή σκηνή την πρόταση μόνιμης τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων στη Χώρα μας.
Είχαν προηγηθεί τα γεγονότα της Ολυμπιάδας του Μονάχου (1972) από Παλαιστίνιους τρομοκράτες του «Μαύρου Σεπτέμβρη» που οδήγησαν στον θάνατο 9 Ισραηλινών αθλητών, ενώ παραμονές των Ολυμπιακών της Μόσχας (1980) η εισβολή σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν (Δεκέμβριος 1979) και το μαζικό μποϊκοτάζ χωρών του δυτικού αλλά και του ισλαμικού κόσμου (28 μουσουλμανικά κράτη δήλωσαν αποχή) έδειχναν πως η ανθρωπότητα δεν είχε ακόμα συνέλθει και οι φόβοι επανάληψης παρόμοιων τρομοκρατικών ενεργειών αναζωπυρώνονταν.
Σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, που το διεθνές κλίμα υποδείκνυε όχι μόνο την καταλληλότητα αλλά και το χρήσιμο του εγχειρήματος, ήταν που εκδηλώθηκε η ελληνική πρωτοβουλία προκαλώντας θετικές αντιδράσεις σε όλες τις ηπείρους - χαρακτηριστικά αναφέρεται εδώ ότι υπέρμαχος της ελληνικής προτάσεως εμφανίσθηκε εξαρχής ο πρόεδρος του Ανωτάτου Συμβουλίου Αθλητισμού της Αφρικής, Νιγηριανός Abraam Oradia που εκπροσωπούσε ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο στην αρμόδια Επιτροπή του ΟΗΕ.
Μόνη εξαίρεση μερίδα του δυτικογερμανικού Τύπου που έθετε δύο ζητήματα ταυτόχρονα: ποιος θα αναλάμβανε τα έξοδα κατασκευής των αθλητικών εγκαταστάσεων και τι θα γινόταν αν έμεναν ανεκμετάλλευτες στο μεσοδιάστημα των αγώνων;
Επιφυλάξεις διατυπώνονταν όμως και για το μέγα ζητούμενο, την ασφάλεια αθλητών και κοινού.
Αν στο τρίτο, την ασφάλεια, έπεσαν τελείως έξω οι Γερμανοί δημοσιογράφοι, ποιος μπορεί να τους ψέξει για τα δύο πρώτα;
Η πραγματικότητα πικρή, αναμφίβολα, όπως διαπιστώνεται εκ των υστέρων.
Επιφυλακτική ήταν η στάση και του ολλανδικού εβδομαδιαίου περιοδικού "Elseviers Magazine" που έθετε ένα διαφορετικό μεν, αλλά πολύ επίκαιρο μέχρι τις μέρες μας αποτρεπτικό παράγοντα: την κοινότητα των Ελλήνων αρχαιολόγων!
Έγραφε ο συντάκτης του άρθρου: «Όλη η Ελλάδα πάλλεται για την τέλεση των Ολυμπιάδων μονίμως στη χώρα, αλλά συγχρόνως αρχίζει ένα είδος Πελοποννησιακού Πολέμου μεταξύ εκείνων που θέλουν να αναλάβουν την κατασκευή των έργων και των αρχαιολόγων. Η έφορος αρχαιοτήτων της αρχαίας Ολυμπίας παρατήρησε ότι εκείνοι που είναι υπέρ της εγκαταστάσεως των Αγώνων στην Ολυμπία θα καταστρέψουν το ωραίο τοπίο με μπουλντόζες και εκσκαφείς. Πόσο κρίμα σήμερα ειδικά που, με την παρακμή των Αγώνων λόγω των Ολυμπιακών της Μόσχας, η Αρχαία Ολυμπία έχει καταστεί επίκαιρη και η ανακαίνιση της Ολυμπίας όπως στην εποχή του Νέρωνα θα παραμείνει ένα όνειρο εξαιτίας των αντιρρήσεων των αρχαιολόγων που είναι τα αφεντικά στην Ολυμπία...».
Προσθέτοντας δε ένα ακόμα ιστορικό επιχείρημα υπέρ της ελληνικής ταυτότητας και του χαρακτήρα των Αγώνων, «άσχετα εάν η ελληνική αυτοκρατορία είχε εξαπλωθεί από τη Σικελία και τη Μικρά Ασία μέχρι την Αίγυπτο και τη Β. Αφρική», ο ίδιος αρθρογράφος σημείωνε με πικρία ότι ακόμα και στην πρόταση για ανακατασκευή της Αρχαίας Ολυμπίας σε ικανή απόσταση από τη σημερινή τοποθεσία «οι Έλληνες αρχαιολόγοι προτίμησαν να σιωπούν». Αντί να δουν πως η ουσία δεν έγκειται στην Αρχαία Ολυμπία ως μουσείο, αλλ' ότι οι Αγώνες πρέπει να επανέλθουν οριστικά στην Ελλάδα και δη στην Πελοπόννησο και ότι ο Καραμανλής είχε όλο το δίκιο του κόσμου όταν έγραφε την επιστολή του στον πρόεδρο της ΔΟΕ κ. Κιλλάνιν σε επιστολή του στις 2 Φεβρουαρίου 1980, εκείνοι παρέμειναν παγεροί.
Άδικο είχε;
Αλλά και για τα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής Ολλανδός δημοσιογράφος, μετά την επίσκεψή του στο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας, έχοντας βιώσει την «εκθαμβωτική ομορφιά του Ολυμπιακού τοπίου που με την ελκυστικότητά του είχε τραβήξει την προσοχή των Ελλήνων από το 800 π.Χ.», σημείωνε πως «οι Ολυμπιακοί ιερείς της ΔΟΕ», αναφερόμενος ειδικά στον Ιρλανδό προεδρεύοντα Κιλλάνιν, «βρίσκονται μετά από 100 έτη Ολυμπιακών Αγώνων σε ιδεολογική πτώχευση, κυρίως λόγω αδυναμίας του Κουμπερταίν να δώσει μια καθαρή ερμηνεία για το τι πραγματικά ήταν η αρχαία Ολυμπία».
Η ιδέα Καραμανλή βρήκε σύμμαχο τον Πρόεδρο Κάρτερ, το σύνολο του αμερικανικού Τύπου, τον ιταλικό και γαλλικό Τύπο που μάλιστα προέβλεπε τη χρηματοδότηση των έργων από την τότε ΕΟΚ, ακόμα και τη νεολαία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, του αυτού που ηγείται σήμερα η κυρία Μέρκελ. Μάλιστα τρεις κάτοικοι της πόλης Landshut, κοντά στο Μόναχο δήλωσαν έτοιμοι να πεζοπορήσουν μέχρι την Ολυμπία διασχίζοντας 2.200 χλμ. προκειμένου να φτάσουν στην Ολυμπία στις 19 Ιουλίου 1980, ημέρα έναρξης των Ολυμπιακών της Μόσχας, υπογραμμίζοντας την προσήλωσή τους στο Ολυμπιακό Ιδεώδες και την ανάγκη επιστροφής των Αγώνων στη γενέθλια γη τους.
Στη σκέψη όλων κυριάρχησε η άποψη ότι θα έμπαινε ένα τέλος «στον γιγαντισμό των Αγώνων και την καιροσκοπική αυτοπροβολή του εκάστοτε διοργανωτή τους» αφήνοντας τους Ολυμπιακούς μακρυά από πολιτικές μηχανορραφίες και χρηματισμούς αρμοδίων.
Είναι λυπηρό να διαπιστώνει κανείς ότι λαμπρές προτάσεις και ευκαιρίες δεν έλειψαν για τη χώρα μας. Πιο λυπηρό όμως είναι ότι δεν έφταιγαν μόνο οι ξένοι για το γεγονός ότι δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.
Όσο για τις κυρίες Λαγκάρντ και Μπουν, λυπηρή διαπίστωση παραμένει ότι όχι μόνο δεν γνωρίζουν γράμματα, αλλά και... ιδέες δεν έχουν! Δικές τους, εννοώ.