Για τη δράση των Καρπάθιων πατριωτών, των ανθρώπων που αγωνίστηκαν μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ κι έπειτα του ΕΛΑΣ, κατά των δυνάμεων του άξονα στον 2ου Παγκόσμιο Πόλεμο, γνωρίζουμε ελάχιστα.
Παλαιότερα, ήμουν ακόμη παιδί, έψαχνα πληροφορίες και σχεδόν κάθε φορά που ρωτούσα για αυτούς τους αντιστασιακούς και τους ηρωισμούς τους, εισέπραττα την ίδια απάντηση:
- Μα δεν είχαμε Καρπάθιους κομμουνιστές! Οι Καρπάθιοι ανέκαθεν ήταν κεντρώοι, δημοκράτες, δεν είχαν σχέση με αυτή την ιδεολογία.
Κι όμως, η αλήθεια είναι διαφορετική. Υπήρξαν Καρπάθιοι που πίστεψαν και δέθηκαν με την κόκκινη κοσμοθεωρία! Αντιστάθηκαν, πολέμησαν μέσα από τις γραμμές του ενόπλου τμήματος του ΕΑΜ, ως στρατιώτες του ΕΛΑΣ τους κατακτητές. Σε αυτό τον αγώνα αρκετοί από αυτούς αφιέρωσαν τη ζωή τους.
Όμως βλέπεις δεν ήταν νικητές κι έτσι μετά τον εμφύλιο, ακολούθησε το κυνηγητό, ήρθε ο ανελέητος διωγμός και τα μαρτύρια. Η λήθη έμοιαζε μονόδρομος για τη δράση και τον σπουδαίο αγώνα τους.
Αν και ο κατάλογος με τα ονόματα παραμένει ανοιχτός, αξίζει να αναφέρουμε ορισμένους απ’ αυτούς τους αγωνιστές:
Νικόλαος Πετρίδης
Νικόλαος Κατωγυρίτης (σκοτώθηκε στις 6.12.1944)
Μανώλης Κατωγυρίτης
Μανώλης Σταματίου (σκοτώθηκε 6.12.1944)
Μιχάλης Χρυσαφίνης
Μηνάς Αβδελής
Κώστας Δήμαρχος
Νικόλαος Σκούλος
Νίκος Σταματιάδης
Μαριγούλα Μαστρολέων-Ζέρβα
Ένας απ΄αυτούς και ο Νικόλαος Πετρίδης, ο μηχανικός που άφησε σπουδαία ιστορία
Γεννήθηκε στο Απέρι της Καρπάθου, στις 30 Μαρτίου 1916, γονείς του ήταν ο Γιώργος και η Πηνελόπη. Σύμφωνα με δικό του χαρακτηρισμό, ήταν μια οικογένεια ευκατάστατη, που μάλιστα είχαν και ιδιόκτητο εκκλησάκι, την Αγία Άννα, στη περιοχή Πίνι, του χωριού Βωλάδα.
Ο πατέρας του, ο Γιώργος Πετρίδης, ήταν μετανάστης και είχε δημιουργήσει ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στο μακρινό Σουδάν. Όμως πέθανε στα ξαφνικά κι ο Νίκος ταξίδεψε στην Αφρική και ανέλαβε να τακτοποιήσει τα περιουσιακά θέματα της οικογένειας.
Ήταν μια μεγάλη φαμίλια, εκτός από το Νίκος υπήρχαν ακόμη πέντε παιδιά, οι Ηλίας, Μαριγούλα, Ευδοξία, Σεβαστή και η Ρηνούλα. Εκείνος τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στο Απέρι, συνέχισε το γυμνάσιο στη Ρόδο και από εκεί ταξίδεψε στην Αθήνα, όπου σπούδασε μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στον κλάδο οδοποιίας.
Το 1938 ολοκλήρωσε τις σπουδές και αμέσως έπιασε δουλειά στη βιομηχανική Εταιρία οδοποιίας. Τον προσέλαβε ο διευθυντής της εταιρίας Ζαΐμης, οικονομολόγος που υπήρξε και βουλευτής, λέγοντας του ότι προτιμά τους Δωδεκανήσιους, επειδή «είναι αθώοι και καλοί άνθρωποι, δεν έχουν σχέση με κομμουνισμούς και τέτοιες ιδεολογίες»!
Λίγο πριν από τον πόλεμο ο μεγάλος αδελφός του Νίκου, ο καπετάνιος του Εμπορικού Ναυτικού Ηλίας Πετρίδης, πέθανε από φυματίωση. Για τον Νίκο δεν ήταν μόνο ο αγαπημένος αδελφός, ήταν ο μέντορας, μέσα από τα βιβλία του, την εμπειρία από τα ταξίδια στον κόσμο, κυρίως από τον χαρακτήρα του, πρωτο-γνώρισε την κομμουνιστική κοσμοθεωρία, που ο ίδιος πίστεψε και υπηρέτησε με αυταπάρνηση μέχρι το τέλος.
Ήταν ενταγμένος στην αριστερά, αλλά το έκρυβε, όπως οι περισσότεροι σύντροφοι του, γιατί από το 1936 και τη δικτατορία του Μεταξά το κυνηγητό των κομμουνιστών ήταν ανελέητο.
Στο ξεκίνημα του πολέμου του ’40 ο Νίκος Πετρίδης παρουσιάστηκε εθελοντής στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων. Ώθηση στην απόφαση συμμετοχής των κομμουνιστών έδωσε ο γραμματέας του ΚΚΕ.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης, με μια ανοιχτή επιστολή, καλούσε όλους τους συντρόφους του να βγουν μπροστά και να αγωνιστούν για την πατρίδα. Το κάλεσμα του είχε τεράστια απήχηση και μπορεί να συζητήθηκε και αρκετές φορές να επικρίθηκε, ειδικά για κάποιες επιμέρους φράσεις, όμως η ουσία του και το αποτέλεσμα δεν αλλάζουν.
Η πρώτη ανοιχτή επιστολή του Νίκου Ζαχαριάδη «Προς το λαό της Ελλάδας Ο φασισμός του Μουσσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι έλληνες παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ. Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δόσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ′ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό. Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας. Αθήνα 31 του Οκτώβρη 1940 Νίκος Ζαχαριάδης Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ».
Με αυτόν τον τρόπο έληξε και ο φόβος των διώξεων. Συνολικά υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 311 Καρπάθιοι (πρόσφατες έρευνες αυξάνουν τον αριθμό) ντύθηκαν το χακί και βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του πολέμου με το ηρωικό Σύνταγμα Δωδεκανησίων. Κάποιοι από αυτούς στη συνέχεια πέρασαν στο ΕΑΜ (ιδρύθηκε στις 27.9.1941).
Από τότε και μέχρι την κατάρρευση του μετώπου, ο Νίκος έχτιζε οχυρά στα βουνά της Αλβανίας και έφτασε μέχρι τον βαθμό του Ταγματάρχη.
Κατά την υποχώρηση, σε μια μάχη με Γερμανούς, τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι και για λίγους μήνες έχασε την όραση του. Αυστραλοί στρατιώτες περιέθαλψαν τον Νίκο Πετρίδη και τον μετέφεραν σε Αθηναϊκό νοσοκομείο. Ο ίδιος περιέγραψε το χρονικό, του τραυματισμού και της τύφλωσης του, στον δημοσιογράφο Φίλιππο Παπαδόπουλο για το περιοδικό «Σαν τα πουλιά. Ομολογίες Ελλήνων Ουγγαρίας»:
«Ήμουν σε κακή κατάσταση. Το κεφάλι μου ήταν πρησμένο, δεν έβλεπα. Μετά από μερικούς μήνες και έπειτα από αρκετές χειρουργικές παρεμβάσεις, όταν η πληγή καθαρίστηκε πλήρως από τα θραύσματα, θεραπεύτηκα. Ο γιατρός μου ήταν ευτυχής, μας είπε ότι έζησα από θαύμα. Σε κείνο το σημείο του κρανίου δεν έχω κόκκαλο, αλλά αυτό δεν με ενοχλεί. Επισκέφθηκα τα νοσοκομεία, είδα τραυματισμένους στρατιώτες στο κεφάλι και τα μάτια. Τους έδειχνα την ουλή στο μέτωπό μου, και τους ενθάρρυνα να παλέψουν. Εν τω μεταξύ, οι Γερμανοί κατέλαβαν όλη την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της Αθήνας».
Μόλις το τραύμα επουλώθηκε και η όραση του επανήλθε βρήκε επαφές, οργανώθηκε και αμέσως πέρασε στην αντίσταση. Έγινε γραμματέας στην 4η Ακτιδική Επιτροπή και μέλος της επιτροπής πόλης του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Κατά την επέμβαση των Άγγλων ήταν ήδη μαχητής του ΕΛΑΣ. Πολέμησε κυρίως στο βουνό Γράμμος, όπου οργάνωσε τις αμυντικές γραμμές, έχτισε οχυρά και τάφρους, επίσης δίδαξε τους συντρόφους του να κατασκευάζουν φυλάκια και αναχώματα, με ό,τι υλικά είχαν στη διάθεση τους, δηλαδή πέτρες, ξύλα και χώμα. Να πως περιγράφει ο ίδιος εκείνες τις μέρες (Περιοδικό «Σαν τα πουλιά. Ομολογίες Ελλήνων Ουγγαρίας, Φ. Παπαδόπουλος):
«Ήταν πολύ δύσκολο. Ένιωσα μια ανείπωτη πικρία. Θυμάμαι μια μαζική πείνα, τους σκελετωμένους ανθρώπου, τα πτώματα στους δρόμους, τους σωρούς των σκουπιδιών, τις διώξεις, τις καθημερινές συλλήψεις, τις εκτελέσεις των αγωνιστών, όλη τη θηριωδία των κατακτητών. Αλλά θυμάμαι τη θέληση των ανθρώπων να ζήσουν και να αγωνιστούν για τη λεφτεριά της πατρίδας. Αργότερα έζησα και την επέμβαση των Άγγλων και τα Δεκεμβριανά ως στέλεχος στον ΕΛΛΑΣ στην Αθήνα α αιματηρά γεγονότα τον Δεκέμβριο του 1944. Τα έζησα με όλη την αιμοβορία και τα κυνηγητά που ακολούθησαν για πολλά χρόνια … Κατάφερα να διαφύγω μαζί με τον Θεοδόση Φωκά και τον Λευτέρη Βουτσά, ύστερα από πολλές περιπέτειες καταφέραμε να αποφύγουμε τη σύλληψη φεύγοντας στην Ιταλία και από εκεί διαμέσου Γουγκοσλαβίας φτάσαμε στην τότε Ελεύθερη Ελλάδα και συνεχίσαμε τον αγώνα πίσω από τις γραμμές του ΔΣΕ».
Μετά το τέλος του εμφυλίου ο Νίκος βρέθηκε στο Μπουρέλι της Αλβανίας, μαζί με τους Θεοδόση Φωκά και τον Λευτέρη Βουτσά, κατασκεύαζαν στρατώνες για τους πρόσφυγες από την Ελλάδα. Εκεί συναντήθηκε και συνεργάστηκε με τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ. Με τον Γιάννη Ιωαννίδη, οργανωτικό γραμματέα του κόμματος την περίοδο της Κατοχής, επίσης με τους Δημήτρη Βλαντά, Νίκο Μπελογιάννη, Ανδρέα Μπαρζόκα και τον Πολύδωρο Δανιηλίδη. Μάλιστα για το χρόνο παράδοσης ενός έργου διαφώνησε με τον Βλαντά, όμως κατάφερε να τον πείσει, έτσι κερδίσει μια μέρα εργασίας για να ολοκληρώσει την κατασκευή μιας παράγκας.
Λίγο αργότερα χρεώθηκε τη δημιουργία ενός δρόμου, μήκους 48 χιλιομέτρων, που θα συνέδεε την Αλβανία με τη Γιουγκοσλαβία. Ήταν ένα πολύ δύσκολο έργο, ο Νίκος δούλευε μέρα και νύχτα κι από τότε οι Αλβανοί συνεργάτες του, αναγνωρίζοντας την επαγγελματική του αρτιότητα, το υψηλό φρόνημα και την ενσυναίσθηση, συνήθιζαν να τον φωνάζουν ο «Έλληνας μηχανικός», ένα όνομα που έμεινε να τον συνοδεύει σε όλη τη ζωή του.
Την άνοιξη του 1950, μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Πολωνία, βρέθηκε στην Ουγγαρία και τότε ανατέθηκε σε κείνον και στον φίλο του αρχιτέκτονα Θεοδόση Φωκά, η κατασκευή του χωριού Μπελογιάννης. Το χωριό αρχικά ονομάστηκε Görögfalva, δηλαδή Ελληνοχώρι, δύο χρόνια αργότερα μετονομάστηκε σε Μπελογιάννης (Beloiannisz στα ουγγρικά) προς τιμήν του κομμουνιστή αγωνιστή της αντίστασης Νίκου Μπελογιάννη, ο οποίος είχε εκτελεστεί την ημέρα των γενεθλίων του Νίκου Πετρίδη, χαράματα Κυριακής 30 Μαρτίου 1952.
Ξεκίνησαν το Μάιο και σχεδίαζαν να χτίσουν το χωριό σε 8, το πολύ σε 9 μήνες, είχαν στη διάθεση τους περίπου 1.000 οικοδόμους.
Στη μέση του κάμπου, εκεί όπου δεν υπήρχε απολύτως τίποτα, θα έφτιαχναν 418 κατοικίες, όπου θα έμεναν περισσότεροι από 1200 πρόσφυγες. Εκτός από τα σπίτια έπρεπε να κατασκευαστεί Δημαρχείο, υδραγωγείο, σταθμός ηλεκτρικής ενέργειας, σούπερ-μάρκετ, εστιατόριο, βιβλιοθήκη, σχολείο κ.α.
Στο χωριό δεν κατασκευάστηκε εκκλησία και ο Νίκος Πετρίδης απάντησε στο ερώτημα του Φίλιππου Παπαδόπουλου :
«Το βασικό ήταν να κάνουμε στέγη, να δημιουργήσουμε συνθήκες ζωής, στους ανθρώπους που χάσανε τα πάντα, την εστία τους, το σπίτι τους…Να δώσουμε αισιοδοξία, προοπτική ζωής στους ανυπεράσπιστους, που στην κυριολεξία ξεριζώθηκαν, μείνανε, θα έλεγα, τελείως άβουλοι στον κόσμο, κυριολεκτικά εκτεθειμένοι στα δεινά της φύσης, απροφύλακτοι, βαριά τραυματισμένοι, πονεμένοι, και όχι μόνον ψυχικά αλλά και σωματικά. Ευγνώμονας είμαι για τη βοήθεια που μας έδωσε τότε το ουγγρικό κράτος. Είμαι περήφανος που μπόρεσα να κάνω κάτι και χρησιμοποίησα σωστά αυτή τη βοήθεια. Την προσευχή του ο πιστός μπορεί να την κάνει παντού. Στο εαυτό του, στην ψυχή του ή και στο σπίτι του, αν το έχει. Αυτό δεν αναιρεί ότι είπα νωρίτερα για την εκκλησία, η οποία χτίστηκε σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, μου αρέσει πολύ, έχει τη θέση της εδώ. Εμπλουτίζει τον πολιτισμό μας, τη ζωή του χωριού μας. Είναι ένα πολύ ωραίο στολίδι του».
Ο χρόνος πίεζε αφόρητα, οι εργασίες είχαν προθεσμία μόνο οκτώ μήνες, μέσα σε αυτό το διάστημα στο χωριό Μπελογιάννης έπρεπε να ζωντανέψει, μετρούσαν 250 ημέρες για να βρίσκονται τα κτήρια στη θέση τους!
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1950, σε μια αποθήκη καπνού και στο εργοστάσιο στη γωνία της οδού Kőbányai και της λεωφόρου Hungária τοποθετήθηκαν προσωρινά περίπου 400 ελληνικές οικογένειες. Κάθε μια οικογένεια ζούσε σε 6 έως 12 τετραγωνικά μέτρα, σε ένα δωμάτιο και σχεδόν ανά 25 οικογένειες υπήρχε μια κοινή κουζίνα καθώς και τουαλέτες.
Από τις πρώτες μέρες ο Νίκος Πετρίδης διαπίστωσε ότι τόσο τα ουγγρικά εργαλεία, που ήταν εξελιγμένα αλλά άγνωστα για τους Έλληνες μαστόρους, όπως και οι δυνατότητες του προσωπικού, έκαναν την προσπάθεια να μοιάζει αν όχι αδύνατη, τουλάχιστον υπεράνθρωπη. Ανάμεσα στις δυσκολίες και η έλλειψη νερού.
Οι οικοδόμοι, όπως και ο μηχανικός Νικόλας, έμεναν στο κλειστό εργοστάσιο ζάχαρης Ercsi Sugar Factory, κάθε μέρα έκαναν τη διαδρομή με το τραίνο, με τα πρώτα σπίτια που κατασκευάστηκαν μετακόμισαν στο χωριό και η δουλειά έτρεχε όλο και πιο γρήγορα.
Εκτός από τους Έλληνες και τους Ούγγρους εργάτες πολλοί άνθρωποι, σπουδαστές, αλλά και εργαζόμενοι από άλλους χώρους, κυρίως τα Σαββατοκύριακα προσέφεραν εθελοντική εργασία για τη δημιουργία του χωριού! Η ουγγρική κυβέρνηση έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να βοηθήσει τους ξεριζωμένους Έλληνες.
Στο πεντάμηνο από το χτίσιμο, Φλεβάρης 1950, φάνηκαν αποτελέσματα και τότε ξεκίνησε η εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων του νέου χωριού.
Το σύνολο των Ελλήνων, των ξεριζωμένων πολιτικών προσφύγων που έφθασαν στην Ουγγαρία, υπολογίζεται σε 8.000, από αυτούς 4.500 αγωνιστές και 3.500 παιδιά.
Μετά την ολοκλήρωση των έργων στο χωριό Μπελλογιάνης και από το1952 έως τη συνταξιοδότηση του, ο Νίκος Πετρίδης, εργάστηκε στη επιχείρηση οδοποιίας της Βουδαπέστης. Εκτός από τους δεκάδες δρόμους και τα γήπεδα, ο Νίκος δούλεψε στην κατασκευή του μεγάλου Λαϊκού Σταδίου της Βουδαπέστης, ως διευθύνων μηχανικός, καθώς και στις γραμμές 2 και 3 του μετρό ( η Ουγγαρία έχει το δεύτερο παλαιότερο μετρό στην Ευρώπη με πρώτη την Μεγάλη Βρετανία).
Ο Καρπάθιος Νίκος Πετρίδης άφησε βαθύ χνάρι στην δεύτερη πατρίδα του! Του απενεμήθησαν διπλώματα, βραβεία και πολλές τιμητικές διακρίσεις, για το ήθος και την άριστη εργασία του, έμεινε στις συνειδήσεις συντρόφων, φίλων και συνεργατών με το όνομα Gorok Mernok δηλαδή ο «Έλληνας μηχανικός». Πέθανε το 2007 σε ηλικία 91 ετών.
Ο νόστος και η περιπέτεια της επιστροφής στην Κάρπαθο
Δε γνωρίζουμε των αριθμό των γραμμάτων που έστειλε ο Νίκος στην μητέρα του. Στο νησί έφτασαν μόνο δυο από τις επιστολές του, αρχικά το 1956 και τη δεύτερη φορά το 1961, περίπου έξι μήνες μετά την άνοδο στην εξουσία από τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Όμως ο τοπικός σταθμός της Αστυνομίας Καρπάθου και τις δυο φορές είχε αυστηρότατες εντολές, δεν επέτρεψε στην μητέρα του να απαντήσει. Αμέσως μόλις έφθαναν γράμματα, από την Ουγγαρία στην Κάρπαθο, καλούσαν τη μητέρα του στο τμήμα. Μάλιστα έστελναν χωροφύλακα να τη συνοδεύσει και εκεί της έδιναν μολύβι και χαρτί, της έλεγαν να απαντήσει, να γράψει μπροστά τους στο γιό της και «θα φρόντιζαν να στείλουν υπηρεσιακά» την απάντηση της. Εκείνη έγραφε δυο λόγια, σε ένα χαρτί, που όμως δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του γιού της. Κι μάνα, όπως κάθε μάνα, ήξερε την πικρή αλήθεια για τον Νίκο.
Η μητέρα του, μέχρι το θάνατο της, φρόντιζε να προσεύχεται, να βοηθά τους συνανθρώπους της και να κάνει αγαθοεργίες, που κανείς δεν γνώριζε, στο όνομα του χαμένου παιδιού της. Κι όταν μιλούσε για κείνον επαναλάμβανε τα ίδια λόγια:
- Αν είναι ζωντανός να τον έχει ο Θεός καλά. Αν πάλι έχει πεθάνει ναναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.
Ο ανιψιός του, γιός της αδελφής του Νίκου, της Ρηνούλας, ο Μιχάλης Πρωτόπαπας, ήταν η αιτία να ξανασμίξει με την οικογένεια του.
Πολλά χρόνια αργότερα, στην αρχή της μεταπολίτευσης, ο Μιχάλης, ήδη μετανάστης στην Αμερική, σκεφτόταν με θλίψη τον θείο, μα είχε ακούσει τόσα για αυτόν, όμως δε τον γνώριζε. Αποφάσισε και ταχυδρόμησε μια επιστολή, στην Ουγγαρία. Για παραλήπτη έγραψε τη διεύθυνση που ανέφεραν τα απαγορευμένα γράμματα του Νίκου.
Εκείνος αμέσως απάντησε και το επόμενο καλοκαίρι ταξίδεψε με την οικογένεια του, τη σύζυγο και το γιό του, για την αγαπημένη του Κάρπαθο. Η μητέρα του είχε πεθάνει, όμως ζούσαν οι αδελφές του Ευδοξία, Σεβαστή και Ρηνούλα, όπως και αρκετοί συγγενείς. Συνάντησε παλιούς συμμαθητές και φίλους, όλοι μαζί ένωσαν τα μικρά κομμάτια από την ιστορία της ζωής που έσπασε τόσο βίαια και απάλυναν τον διαρκή πόνο του ανελέητου διωγμού. Ρωτώ τον Ηλία Λογοθέτη, τι ήταν αυτό που έκανε εντύπωση, από την επίσκεψη της οικογένειας του Πετρίδη στο νησί κι εκείνος θυμάται την απίστευτη επικοινωνία, τη συνεργατικότητα. Ο Νίκος, η σύζυγος του και ο γιός τους Γιώργος, έκαναν μαζί όλες τις δουλειές σαν να ήταν ένας άνθρωπος!
Ο Νίκος Πετρίδης αντιμετώπισε σοβαρό θέμα με την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας (είχε αφαιρεθεί από τους πολιτικούς πρόσφυγες). Κάποιο μπέρδεμα στο επώνυμο, το σωστό ήταν Πετρίδης, αλλά κάποτε από λάθος γράφτηκε Πετρίτης κι αυτό δεν του επέτρεπε να ξανα-αποκτήσει την ταυτότητα του. ‘Όπως έλεγε συχνά του ανιψιού του, Μιχάλη Πρωτόπαπα:
«αν κάτι θέλω να πετύχω αυτό είναι να πεθάνω Έλληνας».
Το 2000, στα 50χρονα από την κατασκευή του χωριού Μπελογιάννης και των 5 χρόνων από το χτίσιμο της τοπικής εκκλησίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, επισκεπτόμενος στην περιοχή, αναγνώρισε τη συμβολή του Νίκου Πετρίδη στην οικοδόμηση του χωριού, του χάρισε μια εικόνα μαζί με την προσωπική του αφιέρωση.
Για το τέλος κράτησα τις σκέψεις του επίτιμου προέδρου της ελληνικής ομογένειας Ουγγαρίας, κ. Θεόδωρου Σκεύη. Γνώριζε καλά τον Νίκο και τον ξεχώριζε για την καλοσύνη, τον μεστό και ολοκληρωμένο λόγο του και την εργατικότητα του.
“Ο Νίκος Πετρίδης υπήρξε ένας γνήσιος αληθινός κομμουνιστής μέχρι τη τελευταία του ανάσα, παράλληλα ήταν ένα ανοιχτό μυαλό, που έβλεπε πάντα προς το μέλλον. Μπορώ να πω πως ήταν ένας σοφός άνθρωπος”.