
Η ένταξη Επανάσταση του 1821, παρόλο που είχε ως κυρίαρχες τάσεις την ελευθερία και την πίστη σύμφωνα με τα δεδομένα κατηγοριοποίηση της εποχής εκείνης, αυτό καταγράφεται άλλωστε στα κείμενα των περισσότερων πρωταγωνιστών της, υπήρξε ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο.
Υπήρχαν Χριστιανοί προεστοί όπως ο Σίσινης στα ορεινά της Πελοποννήσου, που πήραν ξεκάθαρα το μέρος των οθωμανών, και υπήρξαν μουσουλμάνοι που παρακινημένοι από τις ιδέες της πρώτης εποχής του Βοναπάρτη (πράκτορες του οποίου αναφέρονται στην Πελοπόννησο στα προεπαναστατικά χρόνια) που πολέμησαν στο πλευρό των ελλήνων για λόγους κοινωνικής συνείδησης.
«Η τυραννία, και τα απάνθρωπα των ομοθρήσκων μου Μουσλημάνων, και τα μεγάλα δίκαια του δεινοπαθούντος ελληνικού λαού, όστις βεβαρυμένος από την πολυχρόνιον δουλείαν απεφάσισε το 1821 έτος το χριστιανικόν, να αποτινάξη τον ζυγόν, επειδή με εκίνησαν εις οίκτον και συμπάθειαν απεφάσισα και εγώ να συναποθάνω με τους έλληνας» έγραψε ο Μ. Γκέκας, σε αίτηση αναγνώρισής του του προς τη Βουλή, στις 5/10/1287, ο οποίος μάλιστα υπογράφει και επόμενο κείμενο ως «ο πολίτης μουστάφας γγέκας» (ορθογραφία δική του).
Ενώ η ίδια αίσθηση πολιτειότητας, πρώϊμης συνείδησης άλλου τύπου, αναφαίνεται και στην επιστολή του Μεχμέτ Δερβίση προς τον κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια, στις 4/2/1828: «Εξοχώτατε! /../η πείρα με απέδειξε πρόθυμον εις το να συμπάσχω, και να συνδυστυχώ μετά των ελευθέρων Ελληνων, προτιμήσας την ελευθέραν ζωήν μάλλον, ή την μετ’ ευκλείας υπόζυγον μετά των ομοφύλων μου διαγωγήν. αξιόπιστον επί τούτω μάρτυρα έχω τας μεταξύ του επταετούς διαστήματος εις το ελληνικόν έθνος πράξεις μου, λογιζόμενος και καθ’ εμαυτόν, τας κατά την των ευαισθήτων ελλήνων προς εμέ υπόληψιν έλλην γνήσιος, χωρίς να υπονοώμαι οθωμανός και πράγματι, και ονόματι. επί των προλαβουσών Διοικήσεων είχον την τιμήν του διερμηνεύειν τα οθωμανικά συμπίπτοντα διάφορα γράμματα, αναγγέλων τα διατρέχοντα μεταξύ των εχθρών του ελληνικού έθνους. τούτο μετηρχόμην ουχί ως προδίδων το ομογενές μου, αλλ’ ως ζηλωτής υπέρμαχος της ελευθερίας εξ υπαρχής».
Ενώ ο Μπαϊράμης Λιάπης γράφει στον Ι. Καποδίστρια: «Είμαι Τούρκος την θρησκείαν, το γένος Αλβανός, αλλά πολίτης Έλλην, (διότι ηγωνίσθην εις όλον το διάστημα του Ελληνικού υπέρ ελευθερίας αγώνος· και ηγωνίσθην όχι κατ’ ανάγκην, αλλά κατά προαίρεσιν μισών την τυραννίαν, και λαβών συμπάθειαν δια την τυραννουμένην ανθρωπότητα) έτυχον δε πολλάκις πολλάς περιστάσεις, καθ’ ας ηδυνάμην να απολαύσω και πλούτη και δόξας, αλλά τας κατεφρόνησα μόνον και μόνον δια την φιλελευθερίαν μου, και δια να μη βλάψω τους υπέρ ελευθερίας αγωνιζομένους έλληνας· […], οίτινες δυστυχούμεν, διότι δεν ηγαπήσαμεν την Οθωμανικήν τυραννίαν, των ομοθρήσκων μας, και αγωνιζόμεθα με τους Έλληνας υπέρ ελευθερίας».
Όμως, ήδη από τις αρχές του σωτήριου έτους 1821 και κατά την Μυστική Συνάντηση του Παπαφλέσσα με Πρόκριτους και Αρχιερείς στη Βοστίτσα (Αίγιο, 26-30 Ιανουαρίου 1821) διαπιστώθηκε πλήρης διάσταση απόψεων ανάμεσα στον ενθουσιώδη Απόστολο της Φιλικής και τους διστακτικούς Προκρίτους και Αρχιερείς. Σε αυτή τη συνάντηση ειπώθηκαν τα παράκάτω:
Σωτήρης Χαραλάμπης, (προεστός):
«...Μα εμείς εδώ, αφού ξεκάνουμε τους Τούρκους, τι θ′ απογίνουμε; Ποιον θα έχουμε ανώτερο; Ο ραγιάς, άμα πάρει άρματα, δεν θα μας ακούει πια. Και τότε θα πέσουμε στα χέρια εκείνων που δεν μπορούν να κρατήσουν πιρούνι να φάνε»
Παπαφλέσσας: «Για ακούτε δω, η Επανάσταση είτε το θέτε, είτε όχι θα γίνει! Πάρτε το απόφαση. Αν εσείς γυρεύετε να την εμποδίσετε, εγώ πήρα προσταγή από την Αρχή να ξεσηκώσω τον κοσμάκη και να την κάνω. Και τότε όποιον βρουν ξαρμάτωτο οι Τούρκοι ας τον κόψουν!»
Η αναφορά του απόντα και φυτευτού Παλαιών Πατρών Γερμανού (και εν αντιθέσει η λήθη στο πρόσωπο του Καρατζά, του αληθινού μάρτυρα της πατρίδας από την Πάτρα) είναι χαρακτηριστική και φέρνει στο νου εκείνη την φράση του Μαρορραχίτη «ποιαν καταισχύνην αγνωμοσύνης η πατρίς»:«Όθεν οι μεν Πελοποννήσιοι έμειναν εν αμηχανία περί του πρακτέου, βλέποντες το παράκαιρον και ανέτοιμον· ο δε Δικαίος, άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος, περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του Έθνους, δια να πλουτίση εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωνεν, ότι είναι τα πάντα έτοιμα.»
Μέσα στις πολλές ωμότητες του Οθωμανικού στρατού και τούρκων, που απαντήθηκαν επίσης με ωμότητες εκ μέρους των Ελλήνων συμβαίνει δυστυχώς σε κάθε πόλεμο, υπήρχουν καταγραφές και για ωμότητες Οθωμανών ενατίον Τούρκων και Ελλήνων εναντίον Ελλήνων: «Ο Ζαχαριάς… ο Γιαννιάς, οι Πετιμεζαίοι… οι Κολοκοτρωναίοι πάντοτε ελήστευον, ήρπαζον, αβασάνιζον τους αδυνάτους και αόπλους χριστιανούς… Είναι μωρία να πιστεύει τις, ότι οι τοιούτοι είχον ποτέ αίσθημα ελευθερίας!» γράφει ο Κανέλλος Δεληγιάννης. (τ. 1, σελ. 34-3) που ξόδεψε την οικογενειακή περιουσία και κήρυξε την επανάσταση στα Λαγγάδια της Αρκαδίας στις 23 Μάρτη του 1821.
Σίγουρα είναι πολύ δύσκολο να ξέρουμε σήμερα τι και γιατί γράφτηκε κάτι, πολλές ωμότητές που περιγράφονται από τους περιηγητές εναντίον των Ελλήνων και των Ελληνίδων, λέγεται πως έχουν το στοιχείο της υπερβολής για να παρακινήσουν τους φιλέλληνες της Ευρώπης, ενώ αλλού λέγεται πως καμιά κόλλα χαρτί δεν κατάφερε να περιγράψει το εύρος και την βαρβαρότητα που υπέστην οι υπόδουλοι.
Το ίδιο ανοιχτό σε συζήτηση θέμα, σε μία χώρα που θα ήθελε να τιμήσει την ιστορία της, θα ήταν να ερευνήσει και αυτά που λεν έλληνες για άλλους Έλληνες που ανήκαν στο περιβάλλον ηρώων. Όπως σε κάθε αναμπουμπούλα και σε κάθε εμφύλιο (και η Επανάσταση του 1821 γνώρισε 2 από δαύτους) δίπλα στους ιδεολόγους που αναζητούν ιδανικά (ελευθερία, πίστη και πολιτειότητα εκείνη την εποχή) υπήρχαν κι αυτοί που ντύθηκαν την ιδεολογία για ιδία συμφέροντα, διαπράττοντας ωμότητες. Αλλά, σε αντίθεση με την ιδεολογική χρήση της υπερπροβολής και της κατασκευής αρκετών από αυτών στο αντάρτικο του 1940, το επίσημο κρατικό ιστορικό αφήγημα αποσιώπησε πολλές πλευρές και μαρτυρίες του 1821-1828.
Όπως και αγνόησε αληθινούς ήρωες και ηρωίδες (αυτές κι αν ξεχάστηκαν…άλλο, τεράστιο κεφάλαιο) αντικαθιστώντας τους με άλλους που «προσήλθαν» στο περιβάλλον τους. Δεν είναι μόνο η φυλάκιση του ίδιου του Κολοκοτρώνη. Είναι κι ο Καρατζάς (Αναγνωστόπουλος), αυτός που σηκώνει το λάβαρο της Επανάστασης -με Ιερέα τον Ήλιο που είχε στη σημαία, όχι τον Μητροπολίτη- στο Πατρινό Κάστρο στης 21 Μάρτη, αναγκάζοντας τους παραδουνάβιους «να βιασθούν επιτέλους» εις βάρος κοτζαμπάσηδων, και υποστηριγμένος από έναν από τους έντιμους Προεστούς, τον Παπαδιαμαντόπουλο. «Με τους Τούρκους κλεισμένους στο κάστρο, η Πάτρα είναι η πρώτη πόλη που ελευθερώνεται και, στην ουσία, ξεκινάει τον μεγάλο αγώνα της Επανάστασης.»
Τρεις μέρες κράτησε η χαρά. Στις 24 Μάρτη θα μπουν καμαρωτοί στην πόλη ο Π.Π. Γερμανός, ο Λόντος, ο Χαραλάμπης και άλλοι κοτζαμπάσηδες. Σχημάτισαν μόνοι τους το «Αχαϊκόν Διευθυντήριον», πήραν στα χέρια τους την εξουσία και παραμέρισαν τον Καρατζά, τον Ανδριτσόπουλο, τον Παπαδιαμαντόπουλο και τους άλλους πρωτεργάτες της επανάστασης» γράφει ο Σπ. Αλεξίου.
Ο Παπαδιαμαντόπουλος είναι ίσως το ύψιστο αντι-παράδειγμα των Προεστών και των αυλοκολάκων και η νέα μετεπαναστατική τάξη των αεριτζήδων ιδιοκτητών του κράτους που το λυμαίνονται από τότε τον εκδικήθηκε ως ‘εσωτερικό τους προδότη’ σβήνοντας το όνομά του. Ο κατά τον Κωστή Παπαγιώργη από τους τιμιότερους αγωνιστές, ξόδεψε την κολοσσιαία περιουσία του για να στηρίξει τον αγώνα των υπόδουλων ενώ χαρακτηριστικό του ήθους είναι το τέλος που επέλεξε για τον εαυτό του: Μπήκε αυτοβούλως στο Μεσολλόγι και ενώ βρισκόταν στην Ζάκυνθο για να βρει προμήθειες να σιτίσει τον κόσμο (ανθρώπους και ζώα καθώς ήταν ιδιαίτερα φιλόζωος) επέστρεψε στην καταδικασμένη πόλη πεθαίνοντας στην μεγάλη Έξοδο δίπλα σε ήρωες που αρνήθηκε να καταγράψει η επίσημη ιστορία. Όπως κι αυτόν. Τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά: η άμυνα παρέλυσε και λίγες μέρες αργότερα, στις 3 Απρίλη, ο Γιουσούφ Πασάς πέρασε από το Ρίο και κατέλαβε την Πάτρα που την παρέδωσε στη σφαγή. Η πρώτη ελληνική πόλη που απελευθερώθηκε έπεσε εκ των έσω και παρέδωσε τον λαό της στον θάνατο.
Το … «Αχαϊκόν Διευθυντήριον» έγινε, φυσικά, καπνός. Θα επέστρεφε για να δρέψει δάφνες στην αυλή και στα βιβλία μετά τη νίκη. Μετα το αίμα και τις σφαγές. Ο μόνος που κράτησε τη θέση του και κάλυψε τη φυγή των αμάχων ήταν ο Καρατζάς, ο μεγαλομάρτυρας του προδομένου 21, που ξεχάστηκε γιατί ως πολύ έντιμος κι απροσκύνητος είχε κακό Τέλος. Και αυτό το Τέλος δεν το διέταξαν Τούρκοι αλλά Αχαιοί Κοτζαμπάσηδες , «συνέλληνες», αφού στις 4 Σεπτέμβρη του 1821, στο μοναστήρι του Ομπλού, ο Τσαλαμηδάς – πρωτοπαλίκαρο των Κουμιανωταίων στους οποίους τον είχαν διαβάλλει – θα δολοφονήσει πισώπλατα τον Καρατζά (ο οποίος σύμφωνα με μια παράδοση τους έδειξε τα οπίσθια του την τελευταία στιγμή), και μόνο η μαρτυρία ξεχασμένων Δημοτικών μένει για να κάνει ρωγμές στην επίσημη Μνήμη...
«Τρεις περδικούλες κάθουνταν στης Κούκουρης τη ράχι
Η μια τηράει τα πέλαγα κι’ η άλλη κατά την Πάτρα
Κι’ η τρίτη η καλύτερη μοιρολογάει και λέει:
Θε μου ο Καρατζάς τί γίνηκε,αυτός ο καπετάνιος;
Μάϊδε στην Πάτρα φαίνεται μάϊδε στο Σαραβάλι
Μάς είπαν πως τον σκότωσαν μεσ’του Ομπλού την πόρταν».
Ο Παπαφλέσσας δεν αντιδρά στο έγκλημα στην Μονή Ομπλού. “Τρέχει”... Σε λίγα χρόνια θα είναι άλλωστε Υπουργός Εσωτερικών, σταρ της “καμαρίλας”. Μέσα του όμως, σ′ ένα άθικτο κομμάτι, είναι ο ίδιος Γρηγόριος Δικαίος που τα έβαζε με τους δυνατούς στα νιάτα του, και την κρίσιμη στιγμή λίγα χρόνια αργότερα, ενώ η Επανάσταση σβήνει από τον 1ο εμφύλιο, θα ξαναβρεί την σπορά που υπάρχει στις επιστολές των αρχών του 1821. Παραιτούμενος από το αξίωμα, κάτι διαχρονικά σπάνιο, θα κατέβει να μαρτυρήσει στο Μανιάκι.
Η φιγούρα του Παπαφλέσσα, φιγούρα ιδιαίτερη, εξωραΐστηκε και νομιμοποιήθηκε μεταπελευθερωτικά από ένα κράτος που ήθελε (όπως όλα τα κράτη) να κάνει ιδεολογική χρήση της ιστορίας, ταυτίζοντας μονοσήμαντα στην περίπτωση της Ελλάδας την Εκκλησία (πολυσχιδή στις τάσεις της αλλά με τα υψηλά κλιμάκια της σε συνεργεία με την Οθωμανική τάξη) με τον απελευθερωτικό Αγώνα.
Η Φιγούρα όμως του Παπά Αντάρτη, που θα επαναληφθεί λίγες δεκαετίες αργότερα στα Βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, (συχνά ξεχασμένη -αν και για διαφορετικούς λόγους- από όλες τις μεριές που όμως έχουν κοινό πως κρύβονται πίσω από ιδεολογήματα και δεν ακούν την φωνή της γης που πλάθει και τις γνήσιες ιδεολογίες) δεν έπαψε να στοιχειώνει το συλλογικό φαντασιακό μας... Υπενθυμίζοντας ότι αν η Μνήμη κάθε απελευθερωτικού Αγώνα είναι αμφιλεγόμενη, είναι γιατί είναι τόσο μα τόσο άβολη αλλά και τόσο ελπιδοφόρα...