Ογδόντα δύο χρόνια πέρασαν από την ηρωική επέτειο του ΟΧΙ στο ιταμό τελεσίγραφο του αλαζονικού Ιταλού εισβολέα. Πέντε μήνες μετά, ένα άλλο μεγαλοπρεπές και ακόμη πιο δύσκολο ΟΧΙ ορθώθηκε απέναντι στη ναζιστική πολεμική μηχανή, μια από τις πλέον πανίσχυρες και φονικές που γνώρισε η παγκόσμια ιστορία.
Σήμερα, ογδόντα δύο χρόνια μετά, τιμούμε –όσοι τουλάχιστον αντιλαμβάνονται τη σημασία του γεγονότος ή απλώς το γνωρίζουν (ιδίως η νεολαία μας) και δεν το συγχέουν με Τούρκους ή εξωγήινους (!)– όλους εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους, έμειναν ανάπηροι ή διέθεσαν τα νιάτα τους για την ελευθερία, την αξιοπρέπεια και την τιμή της Ελλάδος.
Αντιλαμβανόμαστε όμως, ακόμη και στις μέρες μας, το τι διακυβεύθηκε εκείνο το χάραμα της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν απερρίφθη το ιταλικό τελεσίγραφο υποταγής του πρεσβευτή Γκράτσι; Είμαστε σε θέση, ως λαός και πολιτικό σύστημα, ν’ αντλήσουμε τα κατάλληλα συμπεράσματα για το σήμερα και να τα συσχετίσουμε με την νέα απειλή που αντιπροσωπεύει η νεοθωμανική Τουρκία του Ερντογάν;
Οι στρατιωτικοί συσχετισμοί
Μια απλή ματιά στην πολιτικοστρατιωτική κατάσταση της Ευρώπης τον Οκτώβριο του 1940 και στον διαμορφούμενο συσχετισμό δυνάμεων που θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει η χώρα σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής με την Ιταλία –και εν γένει με τον Άξονα– θα ήταν αρκετή για να θεωρηθεί διπλωματική «τρέλα» η απόρριψη του τελεσιγράφου. το ΌΧΙ της Ελλάδας φαινόταν εντελώς καταστροφική γεωπολιτική επιλογή, ιδίως με τα κριτήρια που θέτουν σήμερα οι οπαδοί του κατευνασμού και της υποχωρητικότητας.
Η Ιταλία το 1940 ήταν μια περίπου μεσαία υπερδύναμη με πανίσχυρο ναυτικό.
Για όσους προβάλλουν το ναυτικό του Ερντογάν ως περίπου φόβητρο, αξίζει ενδεικτικά να σημειώσουμε ότι η αναλογία υποβρυχίων με την Ιταλία ήταν εκείνη την εποχή 119:6 (!) –ενώ η σημερινή αντίστοιχη σχέση με την Τουρκία είναι 11:12.
Διέθετε ακόμη έμπειρους πιλότους με πολεμική δράση στην Ισπανία, τη Λιβύη και την Αιθιοπία και πληθώρα σύγχρονων αεροσκαφών. Στον στρατό ξηράς παρέτασσε μεγάλους αριθμούς σε προσωπικό, άφθονο υλικό σε πυροβολικό, όλμους, οχήματα και τεθωρακισμένα. αυτά βεβαίως ήταν αμελητέα σε αριθμούς και ποιότητα συγκρινόμενα με τα αντίστοιχα γερμανικά, ωστόσο αποτελούσαν σοβαρή παράμετρο στην επικείμενη αναμέτρηση με το ανύπαρκτο ελληνικό αρματικό δυναμικό.
Εξάλλου ο Μουσολίνι κυβερνούσε μια χώρα 6πλάσια σε πληθυσμό, με κτήσεις στην Αφρική, πολλαπλάσιες εφεδρείες, απεριόριστες δυνατότητες αναπλήρωσης απωλειών, ανεφοδιασμού, μεταφορών, παραγωγής πολεμικού υλικού, και εγγύτητα με τα ελληνικά σύνορα (Αδριατική-Ιόνιο, Αλβανία, Δωδεκάνησα). Επιπλέον, η ιταλική ηγεσία –πολιτική και στρατιωτική– χαρακτηριζόταν από αλαζονεία, αίσθημα υπεροχής και ασυγκράτητη φιλοδοξία, επιδιώκοντας την αναβίωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τη Βόρειο Αφρική.
Η διπλωματική μοναξιά των χωρών που πολεμούσαν τον άξονα
Επί της ουσίας, τον Οκτώβριο του 1940 η Ελλάδα αποτελούσε τον μόνο αντίπαλο στο χερσαίο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων, σε μια εποχή που όλη η ήπειρος ήταν σύμμαχος ή κατεχόμενη από τις δυνάμεις του Άξονα.
Κατά σειρά δέκα χώρες, Αυστρία, Τσεχοσλοβακία, Αλβανία, Πολωνία, Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Γαλλία είχαν ήδη καταληφθεί μεταξύ 1938-1940, ορισμένες μάλιστα σχεδόν αμαχητί.
Πλειάδα χωρών ήταν πλέον στο πλευρό της Γερμανίας και της Ιταλίας: Φινλανδία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, ενώ φιλογερμανικά ήταν τα καθεστώτα σε Ισπανία και Πορτογαλία.
Η Γιουγκοσλαβία προσανατολιζόταν να ταχθεί με τον Άξονα και η κραταιά ΕΣΣΔ είχε ήδη υπογράψει σύμφωνο μη επίθεσης με τη ναζιστική Γερμανία (σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ στις 23 Αυγούστου 1939).
Στον Ειρηνικό η Ιαπωνία ήταν ενεργό μέλος του Άξονα επιτυγχάνοντας συνεχείς νίκες στην Κίνα, ενώ στις ΗΠΑ γινόταν όλο και πιο ισχυρή η τάση της ουδετερότητας απέναντι στον ευρωπαϊκό πόλεμο.
Τον Μάιο του 1940, η ταχεία και εκκωφαντική κατάρρευση της πανίσχυρης μέχρι τότε Γαλλίας είχε σοκάρει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και είχε αφήσει μοναδικό πλέον ενεργό αντίπαλο του Άξονα τη Βρετανία του Τσόρτσιλ.
Η Ιταλία, διαβλέποντας λανθασμένα τη νικηφόρα για τον Άξονα λήξη της ευρωπαϊκής αναμέτρησης, εισήλθε σ’ αυτήν κηρύσσοντας τον πόλεμο στο Λονδίνο σε όλα τα μέτωπα (Μεσόγειος, Αίγυπτος, Μάλτα, Ανατολική Αφρική).
Η μάχη της Αγγλίας (Ιούλιος-Οκτώβριος 1940) ήταν ακόμη σε εξέλιξη όταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στη μικρή Ελλάδα.
Στην υπεραισιοδοξία για εύκολη και ταχεία νίκη, την υποτίμηση των στρατιωτικών δυνατοτήτων του αντιπάλου αλλά και της διάθεσης του ελληνικού λαού και της ηγεσίας του να αντισταθούν, μπορεί να αποδοθεί η χαρακτηριστική αμέλεια που επεδείχθη από το ιταλικό επιτελείο στον κρίσιμο τομέα της συγκέντρωσης δυνάμεων. στους ίδιους λόγους αποδίδεται η σωρεία εγκληματικών λαθών καθώς και ο υπερφίαλος τρόπος με τον οποίο σχεδιάστηκαν και διεξήχθησαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ήπειρο και την Πίνδο κατά την πρώτη φάση της επίθεσης.
Ακόμη και στη γερμανική εισβολή της 6ης Απριλίου 1941, μπροστά σ’ έναν αντίπαλο με πολλαπλάσια ισχύ που έτρεμε όλη η Ευρώπη, η ελληνική αντίσταση στα Οχυρά και την Κρήτη έγινε αντικείμενο θαυμασμού απ’ όλον τον ελεύθερο κόσμο και έδωσε κουράγιο στους κατακτημένους λαούς, που στέναζαν κάτω από την μπότα του αήττητου Άξονα. μέχρι τότε οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους προήλαυναν ακάθεκτοι σε όλα τα μέτωπα.
Ευτυχώς, οι πρόγονοί μας δεν ήταν… κατευναστές
Ογδόντα δύο χρόνια μετά το Έπος του 1940-41 και διακόσια από την Εθνική Παλιγγενεσία του 1821, αλλά και 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή είναι επιβεβλημένο συνολικά το πολιτικό σύστημα, αλλά και το ελληνικό έθνος σε Ελλάδα και Κύπρο να διδαχθούν από εκείνες τις μέρες και να πιστέψουν στην αναγκαιότητα της αντίστασης στη νεοθωμανική επιβουλή.
H αντίσταση είναι πλέον όρος εθνικής επιβίωσης. Πολλώ δε μάλλον όταν απέναντί μας δεν βρίσκεται η πανίσχυρη Ιταλία του Μουσολίνι, αλλά μια δύναμη μεσαίου μεγέθους, υπερφιλόδοξη κι αυτή, με διάθεση υπερεπέκτασης, το ίδιο επιθετική, που προσπαθεί να αναβιώσει μια νεκρή Οθωμανική Αυτοκρατορία, με έναν ηγέτη αμετροεπή που φαντασιώνεται τη Βιέννη και την Ανδαλουσία (!) αλλά σαφέστατα τρωτή και ασφαλώς αντιμετωπίσιμη.
Στο χέρι μας είναι να φανούμε αντάξιοι των προγόνων μας υπό καλύτερες συνθήκες και με απείρως περισσότερες πιθανότητες για νικηφόρα επικράτηση στο ενδεχόμενο μιας γενικευμένης σύγκρουσης από τον Έβρο μέχρι την Αμμόχωστο.
Τα φοβικά σύνδρομα και η «επένδυση» στη λογική του κατευνασμού του «θηρίου» για να κερδηθεί χρόνος μόνο σε οδυνηρή ήττα, ταπείνωση και εδαφική συρρίκνωση μπορούν να οδηγήσουν. Ευτυχώς οι πρόγονοί μας πριν ογδόντα χρόνια, αντιμέτωποι με καταφανώς πολλαπλάσιους και ισχυρότερους αντιπάλους, δεν σκέφτηκαν έτσι…
***
*Ο Χρόνης Βάρσος είναι φιλόλογος και ιστορικός ερευνητής
Πρώτη δημοσίευση στο Αρδην