Την περίοδο 1989/1993, το μεταπολιτευτικό σύστημα έμοιαζε έτοιμο να καταρρεύσει αποκαλύπτοντας τις εγγενείς αδυναμίες ενός μοντέλου το οποίο είχε περάσει, με αστρονομική ταχύτητα, από το «αποταμιευτικό» πρότυπο της δεκαετίας του 1960/1970 στο καταναλωτικό των αρχών της δεκαετίας του 1990, και από το συλλογικό σύστημα αξιών της δεκαετίας του 1960 στο ατομικιστικό, διεφθαρμένο και ηδονοθηρικό του 1992.
Η κρίση στο πολιτικό πεδίο ανεδείχθη με το σκάνδαλο Κοσκωτά που απείλησε την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου με τις συγκυβερνήσεις του 1989 και την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (Απρίλιος 1990-Οκτώβριος 1993), θέτοντας επί τάπητος το ίδιο το κρατικιστικό μοντέλο της μεταπολίτευσης που είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Το 1989, το δημοσιονομικό έλλειμμα είχε φθάσει το 14%, ανάλογο με εκείνο του 2009.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ήδη για το ουσιαστικό τέλος της μεταπολίτευσης (1989/1993) εάν το δίπολο Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ δεν συνέχιζε να κυριαρχεί μέχρι τις εκλογές του 2009. Η παρουσία των ίδιων ανθρώπων, των ίδιων συμβόλων, της ίδιας φρασεολογίας απέκρυπτε τη βαθύτατη μετάλλαξη πολιτικών επιλογών και ιδεεολογίας.
Στην ανάδυση αυτής της νέας αποϊδεολογικοποιημένης εποχής, θα συμβάλουν καθοριστικά η αποσύνθεση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου το 1989-91, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η φυγή της Κίνας προς τον «σοσιαλιστικό υπερκαπιταλισμό».
Στη Δύση θα αναδυθεί ένα νέο οικονομικό μοντέλο, εκείνο της μονοπολικής «παγκοσμιοποίησης», με τη «εξαγωγή» της βιομηχανικής παραγωγής και την εισαγωγή φθηνών καταναλωτικών προϊόντων και μεταναστών, ενώ οι χώρες του «Κέντρου» θα επενδύουν στην υψηλή τεχνολογία και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Θα εγκαταλειφθεί το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, στο οποίο η ενίσχυση της παραγωγής και της παραγωγικότητας επέτρεπε την ταυτόχρονη άνοδο του εισοδήματος τόσο των εργατικών τάξεων όσο και των εργοδοτών. Και ενώ, κατά την περίοδο 1945-1975, οι κοινωνικές ανισότητες διαρκώς περιορίζονταν, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 θα διευρύνονται αδιάκοπα[1].
Οι παλιές αντιθέσεις Αριστεράς-Δεξιάς εξαντλούνται και οι εθνικές, γεωπολιτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις συνιστούν πλέον τον προνομιακό χώρο ανάδυσης των αντιθέσεων, από το Ιράκ μέχρι τους Δίδυμους πύργους, από τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία μέχρι την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν.
Ως προς την κρίση του κρατισμού, ενδεικτική υπήρξε η πορεία των ιδιωτικοποιήσεων που εγκαινιάστηκαν το 1991 με την πώληση της Τράπεζας Πειραιώς από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, και θα συνεχιστούν σε διευρυμένη κλίμακα τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και από τη ΝΔ: Η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ θα ολοκληρωθεί από το 1996 μέχρι το 2007 (5,4 δις ευρώ) ενώ θα ακολουθήσουν δεκάδες άλλες, όπως του ΟΠΑΠ, της ΔΕΗ, της ΕΤΒΑ, της Εθνικής Τράπεζας, των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, των ΕΛΤΑ, του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου…
Παρά ταύτα, μετά την ένταξη στην Ε.Ε και στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα δεν θα ακολουθήσει μια στρατηγική επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας, ώστε να μπορεί να ανταγωνιστεί την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Αντίθετα, τα ευρωπαϊκά προγράμματα καταβροχθίστηκαν από τους επιτήδειους, η δε εισροή ανειδίκευτου, φτηνού εργατικού δυναμικού συνέβαλε στην περαιτέρω υποβάθμιση του τεχνολογικού επιπέδου της παραγωγής.
Αποσιωπημένη αλλά καθοριστική, υπήρξε ως προς αυτό η είσοδος των μεταναστών, που θα προμηθεύουν φτηνά εργατικά χέρια στην αγροτική παραγωγή, την οικοδομή, τη βιομηχανία, τις προσωπικές υπηρεσίες και οι οποίοι ξεπερνούσαν το ένα εκατομμύριο το 2001[2]. Οι Έλληνες μικρομεσαίοι εγκαταλείπουν τις χειρωνακτικές εργασίες για να στραφούν προς μια συχνά παρασιτική δραστηριότητα.
Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η φούσκα του χρηματιστηρίου, κατά την οποία χάθηκαν τρισεκατομμύρια δραχμές. Στο εξής οι μικρομεσαίων θα πρέπει να δανείζονται για να αποκτήσουν σπίτι και τα στεγαστικά δάνεια, που το 1995 αντιπροσώπευαν μόλις το 10% των επενδύσεων στην κατοικία, θα φθάσουν στο 69% το 2007. Και επρόκειτο για μαζικό φαινόμενο καθώς οι κωδικοί συμμετοχής στο Χρηματιστήριο είχαν φτάσει στο αστρονομικό ύψος των 1.814.000, τον Σεπτέμβριο του 1997, ενώ το 2021 είχαν απομείνει ενεργοί μόνο 30.000.
Η ελληνική οικονομία θα μεταβληθεί σε οικονομία «υπηρεσιών». (Το 2008, το ναυτιλιακό συνάλλαγμα ανερχόταν σε 18 δις ευρώ, το τουριστικό έφθανε τα 17 δις και οι εξαγωγές μόλις τα 16 δις – το ένα τέταρτο των εισαγωγών). Ωστόσο, το ίδιο έτος, η Ελλάδα θα καμαρώνει ότι είχε μεταβληθεί σε πλούσια χώρα, διαθέτοντας το 94% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ε.Ε. των 27, ενώ η Πραγματική Ατομική Κατανάλωση(ΠΑΚ) αντιστοιχούσε στο… 104% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ο τουρκικός επεκτατισμός
Παράλληλα, θα εγκαταλειφθεί η πολιτική της αντιμετώπισης της Τουρκίας στο Αιγαίο και η οικονομική και στρατιωτική (ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας-Κύπρου), στήριξη της Κύπρου. [Το πατριωτικό πνεύμα της μεταπολίτευσης είχε υποχρεώσει την κυβέρνηση Καραμανλή να εγκαταλείψει, πρόσκαιρα, το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ – ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου καλούσε σε αντιπαράθεση με τον τουρκικό επεκτατισμό («βυθίσατε το Χόρα» το 1976) και προώθησε έναν ευρύτατο επανεξοπλισμό της χώρας.]
Πλέον, τόσο κατά την διακυβέρνηση Παπανδρέου (1993-1996), όταν η Τουρκία θα διατυπώσει το 1995 το casus belli σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών υδάτων της Ελλάδας, και προπαντός κατά την πρωθυπουργία Σημίτη (1996-2004), η ελληνική πολιτική θα προσανατολιστεί στον εξευμενισμό της τουρκικής επιθετικότητας.
Μετά την υποχώρηση των Ιμίων (Ιανουάριος 1996), που εγκαινίασε το γκριζάρισμα του Αιγαίου, η Ελλάδα θα αναγνωρίσει στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, το 1997, τα «νόμιμα και ζωτικά» συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο· θα άρει το βέτο για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, με στόχο την ευρωπαϊκή «εξημέρωση» του τουρκικού θηρίου· τέλος, θα δεχτεί ακόμα και την ουσιαστική παραχώρηση της Κύπρου στην Τουρκία, με την προώθηση του Σχεδίου Ανάν – η οποία θα αποφευχθεί in extremis από την αντίδραση του προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου και των Ελλήνων της Κύπρου. Πολιτική που θα ακολουθείται ουσιαστικά μέχρι το 2019, κατ’ εξοχήν από τον Γιώργο Παπανδρέου και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (Συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν στην Άγκυρα).
Άλλωστε, μετά το 1990, οι άρχουσες ελίτ θα επιδοθούν σε μία συστηματική κατεδάφιση της εγχώριας παράδοσης, εμπόδιο, όπως πίστευαν, στην ταχύτερη ενσωμάτωση σε μία φαντασιακή και φανταστική ενοποιημένη Ευρώπη.
Και θα πετύχουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Διότι και μεγεθύνθηκε τρομακτικά η ανισορροπία μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και συρρικνώθηκε το πραγματικό αποτύπωμα της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου αντιμετωπιζόταν απλώς ως ένας αναξιοπρεπής και νεόπλουτος ζητιάνος.
Από πρώτη άποψη, μοιάζει με ιδεολογικό και πολιτικό παράδοξο: πώς οι πλέον εκδυτικισμένοι των Ελλήνων,–που θεωρούσαν ως πρωτεύουσά τους τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι και αντιμετωπόζουν συμπλεγματικά την ελληνικότητά τους, κατακεραυνώνοντας τη «σκοταδιστική» ορθοδοξία–, να υποστηρίζουν τη συμβίωση με τον ισλαμισμό; Πώς ήταν δυνατό να επικροτούν την μαζική είσοδο μη ενσωματώσιμων μεταναστών από το Αφγανιστάν και να συναινούν στην υποταγή τους σε μια όλο και πιο ισλαμοποιημένη νεο-οθωμανική Τουρκία;
Πρόκειται όμως για φαινομενικό παράδοξο. Διότι το βασικό μέλημα ήταν η αποδυνάμωση με κάθε μέσο του έθνους-κράτους ώστε να μπορεί η Ελλάδα να ενταχθεί απρόσκοπτα στις νέες, φανταστικές στην πραγματικότητα, παγκοσμιοποιητικές δομές. Και αν το τίμημα ενός τέτοιου ηροστράτειου επιτεύγματος θα ήταν η μειωμένη κυριαρχία, η παράδοση ενός μέρους του Αιγαίου στην Τουρκία, καθώς και η οριστική απομάκρυνση της Κύπρου από την Ελλάδα, οι ελληνικές ελίτ ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν το σχετικό ρίσκο. Άλλωστε θα αποσιωπούν συστηματικά ζητήματα όπως το δημογραφικό, το μεταναστευτικό, την παραγωγική αποδυνάμωση της χώρας. Μια παρασιτικού χαρακτήρα ένταξη στην Ευρώπη προϋπέθετε και την υποταγή στα κελεύσματα του νεο-οθωμανισμού που επέστρεφε.
Συναφώς, η δεκαετία του 2000, παράλληλα με το απόγειο του καταναλωτισμού, αποτέλεσε και τον μήνα του μέλιτος των ελληνικών ελίτ με την οθωμανική Τουρκία, τόσο ώστε ορισμένοι να επαναφέρουν ακόμα και τη φενάκη μιας ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας. ως τη μοναδική διέξοδο για την άρση μιας μακραίωνης ιστορικής αντιπαλότητας.
Από τον αντιιμπεριαλισμό στον μηδενισμό
Οι γενιές που ενηλικιώθηκαν στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας συνέδεαν εν πολλοίς το έθνος με τη χουντική εθνοκαπηλία· έμαθαν να βλέπουν τη γλωσσική διαχρονία μέσα από τη γλώσσα του Γεωργίου Παπαδόπουλου· να απεχθάνονται τον στρατό μέσα από την οδυνηρή εμπειρία της επιστράτευσης του 1974· να αντιμετωπίζουν τη σχέση ελληνισμού-χριστιανισμού μέσα από τις ευσεβιστικές οργανώσεις του Παττακού. Τέλος, στην κυπριακή τραγωδία θα δουν μόνο το πραξικόπημα του Ιωαννίδη.
Ολόκληρη η μεταπολιτευτική περίοδος σφραγίστηκε ιδεολογικά από έναν ισχυρό αντιεθνικισμό, ο οποίος αρχικώς διατηρούσε ακόμα κάποια στοιχεία πατριωτισμού: στο φαντασιακό της αριστερής νεολαίας, θα κυριαρχεί ο Άρης Βελουχιώτης· το ΠΑΣΟΚ θα χαρακτηρίζεται συχνά «εθνικιστικό» κόμμα· ενώ ακόμα και η μήτρα του εθνομηδενισμού των διανοουμένων, το ΚΚΕ Εσωτερικού, θα φέρει και την ελληνική σημαία στο έμβλημα του κόμματος. Δηλαδή, η περίοδος 1974-1989 θα χαρακτηρίζεται από την ιδεολογία ενός «αντιιμπεριαλιστικού και αντιεθνικιστικού πατριωτισμού» (sic) Έσχατη απόδειξη συνιστά η κοινή θέση των πολιτικών κομμάτων στο Μακεδονικό, στις αρχές της δεκαετίας του 1990: «Ούτε Μακεδονία ούτε τα παράγωγά της».
Όμως, στη νέα ιστορική περίοδο, ο μεταπολιτευτικός αντιεθνικισμός θα μετασχηματιστεί σε εθνομηδενισμό, δηλαδή σε απόρριψη της εθνικής ταυτότητας. Κομβικό ρόλο σε αυτή την μετατόπιση θα διαδραματίσουν οι διανοούμενοι της Αριστεράς οι οποίοι, ενώ εδιώκοντο σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο, μετά το 1974, θα «καταλάβουν» τους θεσμούς της «κοινωνίας των πολιτών» αλλά και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους: Τύπος, πανεπιστήμια, εκπαίδευση κ.λπ.
Με τη συμβολή του πακτωλού των χρημάτων που διοχετεύεται μέσα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, και την παρασιτική διόγκωση του ΑΕΠ, θα διαμορφωθεί ένα ευρύτατο στρώμα διανοουμένων, το οποίο θα έχει ως σημείο αναφοράς –και χρηματοδότησης– όχι πλέον το ελληνικό έθνος-κράτος αλλά το ευρωπαϊκό μετα-έθνος/κράτος.
Στα πλαίσια ενός καταθλιπτικού εγωτισμού, οι μεν αμοραλιστές «φιλελεύθεροι» θα αποσυνθέτουν εν τοις πράγμασι, στην οικονομία και την κοινωνία, τις συλλογικές ταυτότητες των Ελλήνων, η δε Αριστερά θα αναλάβει το ιδεολογικό ήμισυ του έργου, εξαλείφοντας κάθε έννοια συλλογικού υποκειμένου, εθνικού ή κοινωνικού.
Αποκορύφωμα αυτής της μηδενιστικής λογικής υπήρξε και ο Δεκέμβρης του 2008, ένα «κίνημα» χωρίς στόχο, που μετασχημάτισε τον διάχυτο ατομικισμό της νεολαίας σε πολιτικό μηδενισμό.
Το τέλος μιας ιστορικής εποχής
Όταν λοιπόν ήρθε η παγκόσμια κρίση, η Ελλάδα βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη. Άλλωστε, η αποδόμηση του μοντέλου επιδεινώθηκε δραματικά και από τον τρόπο που διαχειρίστηκε την κρίση ένα ανάξιο πολιτικό προσωπικό (βλέπε ΓΑΠ και Σύριζα) αλλά και από την αναλγησία των Ευρωπαίων εταίρων (Σόιμπλε).
Τελικώς, κατά την περίοδο 2009-2017, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα σημείωσε πτώση κατά 33,7%, ο ενεργός πληθυσμός μειώθηκε κατά 20% και ο αριθμός των δημοσίων υπάλληλων μειώθηκε κατά 30-35% (από 1.050.000 περίπου σε 700.000). Εκατοντάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις έκλεισαν και μεγάλο μέρος του ελληνικού πλούτου μεταφέρθηκε σε ξένα χέρια: τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, οι τράπεζες, τα μεγάλά ξενοδοχεία, κ.λπ.
Θα πραγματοποιηθεί μια βίαιη προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία, μέχρι το 2012, θα ελπίζουν ακόμα σε μία θαυματουργή «επιστροφή» στις παλιές καλές μέρες. Όσο για τα κεφάλαια και τις καταθέσεις, θα διαφύγουν μαζικά στο εξωτερικό… μαζί με την πλειοψηφία των γόνων των ανώτερων μεσαίων και των αστικών στρωμάτων.
Στο πολιτικό πεδίο, την αδιέξοδη υπερδραστηριότητα των πρώτων χρόνων θα αντικαταστήσει η «ανάθεση» σε κάποια συχνά νεοπαγή πολιτικά σχήματα, και κατ’ εξοχήν στον «έτοιμο από καιρό» Αλέξη Τσίπρα. Μετά δε το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, στο «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο θα ακολουθήσει μια γενικευμένη κατάθλιψη και μια αναζωογόνηση της κεντροδεξιάς υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
[Μάλλον πρόκειται για ιστορικό νόμο. Οι ιστορικές περίοδοι κλείνουν αναδεικνύοντας τις δυνάμεις που εκπροσωπούν τις βαθύτερες τάσεις της. Τη μετεμφυλιακή περίοδο την ολοκλήρωσε η στρατιωτική Δικτατορία· η δε αριστερόστροφη μεταπολίτευση θα κλείσει με μία αριστερή κυβέρνηση. Καθώς το ΠΑΣΟΚ έφθασε στα όριά του, θα αναδειχθεί ως έσχατη κυβερνητική εκδοχή το αριστερό think tank της Μεταπολίτευσης.
Πράγματι στον τρίτο, ελάσσονα, πόλο του πολιτικού συστήματος, την Αριστερά, μετά το 1989, είχαν πραγματοποιηθεί οι απαραίτητες αλλαγές που θα του επιτρέψουν να διαδραματίσει ένα νέο ρόλο. Αρχικώς θα αναδειχθεί ο Συνασπισμός της Αριστεράς μέσα από την ώσμωση στελεχών του ΚΚΕ με το ΚΚΕ Εσωτερικού ο οποίος θα δώσει εν συνεχεία τη σκυτάλη στον ΣΥΡΙΖΑ,με τον Αλέκο Αλαβάνο,και τελικώς με τον νεαρό Αλέξη Τσίπρα.
Έχοντας γαλουχηθεί με την απομυθοποίηση της ιστορικής Αριστεράς και την έκπτωση των οραμάτων της Αντίστασης και του Πολυτεχνείου, ο νέος αρχηγός –και η ομάδα του– θα επιδείξουν την απαραίτητη ευστροφία και κυνισμό ώστε να υποκαταστήσουν, για μια δεκαετία τουλάχιστον (2010-2019), το ΠΑΣΟΚ που κατέρρεε. ]
Η ανάγκη για ένα νέο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο
Πάντως, μετά τη δραματική κατάρρευση του «εισαγωγικού» μοντέλου, η ψαλίδα μεταξύ εισαγωγών-εξαγωγών θα αρχίσει να κλείνει, εξ αιτίας της πτώσης των εισαγωγών αλλά και της παράλληλης ανόδου των ελληνικών εξαγωγών· έτσι, το 2019, οι εξαγωγές θα φθάσουν τα 33 δις € και οι εισαγωγές τα 55 δις. Ωστόσο θα διατηρηθεί η υπερβολική εξάρτηση από τον διεθνή τουρισμό: το 2019, οι «εξαγωγές» υπηρεσιών της Ελλάδας σε δολάρια (43.034 εκατομ.) θα ξεπερνούν τις εξαγωγές εμπορευμάτων (39.478 εκατομ.)!
Στον αγροτικό τομέα και τη μεταποίηση, θα υπάρξουν κάποιες θετικές εξελίξεις εξ αιτίας της κρίσης του «εισαγωγικού μοντέλου». Το τεράστιο έλλειμμα του πρωτογενούς τομέα το 2008 θα μεταβληθεί, έστω και οριακά, σε πλεόνασμα μέχρι το 2020. ενώ στη μεταποίηση, κατά την περίοδο 2013-2019, οι ελληνικές εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αυξάνονταν ετησίως κατά 6,7%, ενώ οι εισαγωγές παρέμεναν μικρότερες από εκείνες του 2008.
Αυτός ο δειλός, αλλά πραγματικός, μετασχηματισμός της δομής της οικονομίας στη διάρκεια των μνημονίων επιταχύνθηκε άλλωστε κατά την περίοδο της πανδημίας της περιόδου 2020-2021..
Εντούτοις αυτές οι πρώτες θετικές αλλαγές δεν μπορούν να επιφέρουν μια οριστική ανατροπή του παρασιτικού μοντέλου εάν δεν εδραιωθούν και δεν συνοδευτούν από ένα ριζικό μετασχηματισμό του οικονομικού και κοινωνικού προτύπου.
Και οπωσδήποτε η ενίσχυση των τομέων της αμυντικής βιομηχανίας, των ναυπηγείων και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα μπορούσε να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στην τεχνολογική αναβάθμιση του συνόλου της οικονομίας, όπως έκανε το Ισραήλ και η… Τουρκία.
Αποφασιστική σημασία θα μπορούσε να προσλάβει ο μετασχηματισμός του τουρισμού προς την κατεύθυνση μιας πολιτισμικής «βιομηχανίας». Και όχι μόνο προς την κατεύθυνση της αύξησης της επισκεψιμότητας των μουσείων. Έχω αναφερθεί συχνά στην ανάγκη ενός κέντρου αριστοτελικών σπουδών στα Στάγειρα ή πλατωνικών σπουδών στην Ακαδημία Πλάτωνος, μιας Ιατρικής Ακαδημίας στην Κω, μιας Ορθόδοξης Ακαδημίας στη Θεσσαλονίκη, ενός διεθνούς Πανεπιστημίου ελληνικών σπουδών κ.λπ. κ.λπ. Άραγε δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν κάποια πολιτιστικά «χωριά» στην Ολυμπία, την Κνωσσό, τον Μυστρά ή τη Βεργίνα, τα οποία, χρησιμοποιώντας και τις νέες τεχνολογίες, θα εισήγαν εκατομμύρια επισκεπτών στον κόσμο του ελληνικού πολιτισμού;
Καθώς το μοντέλο της παρασιτικής ενσωμάτωσης στη διεθνή οικονομία αποδείχτηκε μη βιώσιμο θα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα μοντέλο ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης με εξωστρεφή χαρακτήρα, με παράλληλη ενίσχυση του κρατικού προγραμματισμού και της κατευθυντικότητας. Έχει άραγε τις δυνάμεις να το πράξει η ελληνική κοινωνία και διαθέτει τις πολιτικές και πνευματικές ελίτ που απαιτούνται; Δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο.
Αντικατάσταση των Ελλήνων αλλά επιβίωση της «Ελλάδας»;
Αποφασιστικής σημασίας για το οποιοδήποτε μέλλον του ελληνικού έθνους συνιστά το δημογραφικό ζήτημα. Με την κατάρρευση των γεννήσεων (οι θάνατοι το 2019 ξεπέρασαν κατά 40 σχεδόν χιλιάδες τις γεννήσεις), η οποιαδήποτε ανάταξη απειλείται δραματικά από τη δημογραφική συρρίκνωση.
Στη δεκαετία του 1990, οι μεταναστευτικές εισροές πληθυσμών ενσωματώσιμων πολιτισμικά στην Ελλάδα απέκρυψαν προς στιγμήν το ήδη υπαρκτό δημογραφικό πρόβλημα. Όμως, στην μνημονιακή περίοδο επαναπατρίστηκε σημαντικός αριθμός μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη, επιδεινώθηκαν οι δείκτες γεννητικότητας, μετανάστευσαν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, ενώ οι μόνοι εισερχόμενοι μετανάστες αφορούν πληθυσμούς μη ενσωματώσιμους πολιτισμικά,
Και όμως, στην Ελλάδα και την Κύπρο, η οποία αντιμετωπίζει ανάλογο ζήτημα, ένα σημαντικό μέρος των ελληνικών ελίτ θα συνεχίσει να βλέπει τη λύση του δημογραφικού στη μετανάστευση, έστω και με τίμημα την εξάλειψη της ελληνικής ιδιοπροσωπίας – και παρά τον προφανή κίνδυνο της πολιτικής εκμετάλλευσης αυτών των μεταναστών από την Τουρκία. Από την Αριστερά ο Αντώνης Λιάκος, θα υποστηρίξει πως: «Η Ελλάδα έχει ανάγκη τουλάχιστον ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Για να αντιμετωπίσει την πληθυσμιακή κατάρρευση»[3]. Ο δε Στάθης Καλύβας από την Κεντροδεξιά μας διαβεβαιώνει πως: «Η Ελλάδα στο κοντινό μέλλον θα τραβήξει ανθρώπους τόσο από πλούσιες χώρες… όσο και από φτωχές … εμείς, οι σημερινοί Έλληνες, έχουμε την ιστορική αποστολή… να μεταδώσουμε κάποιες πολύ σημαντικές αξίες μας στους ανθρώπους που θα μας διαδεχθούν στον τόπο αυτό, είτε συνδεόμαστε γονιδιακά μαζί τους είτε όχι».[4]
Προφανώς, ανάλογη ιδεολογία χαρακτηρίζει όλες τις μεταμοντέρνες ελίτ της Δύσης, που επιθυμούν να εγκαταλείψουν τη στενοχωρία των εθνικών κρατών και ταυτοτήτων. Με μια «μικρή διαφορά». Ότι, εκεί, πρόκειται για χώρες που δεν απειλούνται, τουλάχιστον άμεσα, στην ίδια τους την ύπαρξη, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα. Γι’ αυτό και ο μεταμοντερνισμός των ελληνικών ελίτ καθίσταται πολύ πιο ακραίος και μετασχηματίζεται αναπόφευκτα σε εθνομηδενισμό.
*****
Τελικώς, η σημερινή Ελλάδα, υπερβαίνοντας το μετεμφυλιακό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που οδηγήθηκε σε καθολικό αδιέξοδο, θα χρειαζόταν να «επιστρέψει» στο πρότυπο που είχε αναδείξει η γενιά του ’30, και κατέστρεψε η Κατοχή και ο Εμφύλιος, εκείνο μιας θαρραλέας και καθόλου συμπλεγματικής συνάντησης με το παγκόσμιο και το ευρωπαϊκό, επιστρατεύοντας τις εσωτερικές δυνάμεις και την παράδοση του ελληνισμού. Παράγοντας επί τέλους αυτό που ονειρευόταν ο Γιώργος Σεφέρης μπροστά σε έναν πίνακα του Θεοτοκόπουλου, έναν «ελληνικό ελληνισμό», έστω και ως κύκνειο άσμα. Είναι πλέον εφικτό κάτι τέτοιο;
Εδώ, ο ιστορικός έχει τελειώσει το έργο του. Και η ιστορία δεν είναι πειραματική επιστήμη για να μπορούμε να συναγάγουμε άμεσα συμπεράσματα για το τι μέλλει γενέσθαι.
[1] Βλ. Thomas Piketty ,Το Κεφάλαιο τον 21 Αιώνα , Πόλις , Αθήνα 2014.
[2] Οι καταγεγραμμένοι στην Απογραφή του 2001 ήταν 796.713 άτομα, έναντι 167.276 στην Απογραφή του 1991, (ΕΛΣΤΑΤ) ενώ ο πραγματικός αριθμός τους υπολογιζόταν σε 25-30% μεγαλύτερος.
[3] Περιοδικό Lifo, 20 Φεβρουαρίου 2020.
[4] Στάθης Καλύβας, «Εθνική και δημογραφική συνέχεια», Καθημερινή, 3 Νοεμβρίου 2019.