Το 2007, όταν η κατάρρευση της Lehman Brothers στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμαινε την απαρχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση μιας περιόδου διαδοχικών κρίσεων για την Ευρώπη.
Το 2010 Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη τέθηκαν αντιμέτωπες με μία πρωτόγνωρη συστημικού χαρακτήρα κρίση. Δέκα χρόνια μετά, μία υγειονομικού χαρακτήρα παγκόσμια κρίση προκαλεί εκ νέου συστημικούς κλυδωνισμούς στην ΕΕ των 27 -πλέον-, με το ερώτημα να είναι: Ποια διδάγματα από την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, για τη διαχείριση της υφιστάμενης και την επόμενη ημέρα της, έχει λάβει η Ευρώπη;
Τα λάθη του 2010 και οι διαφορές του 2020
Οι δύο κρισιακές συνθήκες παρουσιάζουν ομοιότητες, αλλά και σημαντικές διαφορές τόσο ως προς τη φύση και τον αντίκτυπό τους όσο και προς την αντίδραση της Ευρώπης για την αντιμετώπισή τους.
Και οι δύο αποτελούν συστημικές κρίσεις στο επίπεδο της ευρωπαϊκής οικονομίας, ωστόσο η διαφορά είναι ότι η κρίση του ευρώ ήταν ασύμμετρη (αφού έπληξε περισσότερα κάποιες χώρες δημοσιονομικά ή τραπεζικά), ενώ η κρίση της πανδημίας συμμετρική (αφορά όλο τον πλανήτη σε παράλληλο χρόνο).
Την άνοιξη 2010, με την προσφυγή της Ελλάδας στο μηχανισμό διάσωσης ΕΕ-Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τερματίστηκε μία περίοδος ευφορίας, η οποία δεν είχε αναδείξει τα δομικά κενά και τις περιφερειακές ανισότητες της νομισματικής ένωσης (Βορράς–Νότος).
Η Ευρωζώνη βρέθηκε, τότε, ενώπιον μίας πρωτόγνωρης κατάστασης, με μία μικρή σε μέγεθος οικονομία να απειλεί το σύνολο της Ένωσης, εξαιτίας των φόβων μετάδοσης και σε άλλες χώρες, αλλά κυρίως της μεγάλης έκθεσης των τραπεζών της Γαλλίας και της Γερμανίας σε ελληνικό χρέος, όπως παραδέχθηκαν επίσημα τόσο το ΔΝΤ (η -τότε- Γενική Διευθύντρια του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ τον Ιούλιο του 2016) όσο και πρόσφατα ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Γη της Επαγγελίας».
Ταυτόχρονα, η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας υπό τον Ζαν-Κλοντ Τρισέ ήταν εξαιρετικά αργή, για την ακρίβεια αδρανής. Κομβικής σημασίας, τελικά, για τη διάσωση του ευρώ αποδείχθηκε δύο χρόνια μετά, τον Ιούλιο του 2012, το περίφημο «Whatever it takes» («Ό,τι χρειαστεί» για να σωθεί το ευρώ) του Μάριο Ντράγκι τον Ιούλιο του 2012 με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (Quantitative Easing ή απλά QE), που προέβλεπε αγορά κρατικών και εταιρικών ομολόγων για τέσσερα χρόνια (Μάρτιος 2015 ως και το 2018) συνολικού ύψους 2,6 τρισ. ευρώ.
Το 2020, αρκετά άλλαξαν στις αντιδράσεις της Ευρώπης -παρά το ότι ο ESM δεν μετεξελίχθηκε σε έναν μηχανισμό αντιμετώπισης κρίσεων (ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο)- αφού εμπειρότερη πλέον η ΕΕ εφάρμοσε μερικά από τα διδάγματα της πρόσφατης υπαρξιακής κρίσης της νομισματικής Ένωσης.
Με το ξέσπασμα της κρίσης της πανδημίας οι κινήσεις της ΕΚΤ, αυτή τη φορά, με την Κριστίν Λαγκάρντ στο τιμόνι της, ήταν άμεσες, με τη Φρανκφούρτη να ενεργοποιεί στις 18 Μαρτίου 2020 πρόγραμμα αγοράς (κρατικών και ιδιωτικών) ομολόγων ύψους 750 δισ. ευρώ, στο οποίο συμπεριέλαβε και την Ελλάδα.
Ακόμη μία θετική κίνηση για την αντιμετώπιση των αυξημένων αναγκών εξαιτίας της πανδημικής ύφεσης ήταν, επί της αρχής, η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (Next Generation EU).
Στις 10 Δεκεμβρίου 2020 οι 27 της ΕΕ κατέληξαν στην ιστορική συμφωνία για πακέτο 750 δισ. στο πλαίσιο του Ταμείου (390 δισ. με τη μορφή επιχορηγήσεων στα κράτη-μέλη και 360 με τη μορφή δανείων, κατόπιν σκληρής κόντρας Βορρά-Νότου για την αναλογία).
Η διαφορά του NGEU σε σχέση με τα Ταμεία της προηγούμενης κρίσης είναι ότι προσφέρει και επιχορηγήσεις στα κράτη-μέλη και όχι μόνο δάνεια.
Το Ταμείο και το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (2021-2027), που «κλείδωσε» την ίδια ημέρα, φιλοδοξούν να επουλώσουν τις πληγές που θα αφήσει στα κράτη-μέλη της ΕΕ η νέα κρίση και ταυτόχρονα να απαντήσουν στις υφιστάμενες προκλήσεις της εποχής, πέρα από την πανδημία (Κλιματική Αλλαγή, 4η Βιομηχανική Επανάσταση, κ.ά.).
Μία άλλη διαφορά της διαχείρισης της υφιστάμενης κρίσης αφορά στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ.
Ο καθολικός χαρακτήρας και η συμμετρικότητα της κρίσης που έφερε ο κορονοϊός οδήγησε και σε συμμετρικές λύσεις, με «πάγωμα» των δημοσιονομικών κανόνων (αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, αλλά και ευελιξία προς τις κρατικές ενισχύσεις για τη στήριξη των εθνικών οικονομικών).
Αντίθετα, το 2010 ακολουθήθηκε άλλη οδός, αυτή της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής και της τιμωρητικής λιτότητας προς τις «απείθαρχες» χώρες. Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος βρέθηκαν αντιμέτωπες με ακραία και ακαριαία πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής που επιβλήθηκε από τη μνημονιακή, νεοφιλελεύθερη συνταγή που επέβαλαν ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ -με την έντονη παρότρυνση εκ μέρους του Βερολίνου και του τότε Γερμανού ΥΠΟΙΚ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε- παρά το ότι η «συνταγή» αυτή βασίστηκε, πέρα από ιδεοληψίες, σε λανθασμένες προβλέψεις και εσφαλμένους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές (όπως παραδέχθηκε αργότερα το ίδιο το ΔΝΤ), κάνοντας το δημοσιονομικό μείγμα ακόμη πιο επώδυνο.
Ταμείο Ανάπτυξης, «κορονοχρέη» και Σύμφωνο Σταθερότητας
Ωστόσο, προκλήσεις για το παρόν αλλά και για την επόμενη ημέρα της κρίσης Covid-19 παραμένουν και σχετίζονται άμεσα με τη χάραξη της μελλοντικής πορείας της Ευρώπης.
Πρώτο φλέγον ζήτημα αποτελούν τα επόμενα και ουσιαστικά βήματα του Ταμείου Ανάκαμψης και πιο συγκεκριμένα, τόσο ο χρόνος εκταμίευσης χρημάτων για τις ευρωπαϊκές οικονομίες όσο και το περιεχόμενο των μεταρρυθμιστικών σχεδίων των κρατών-μελών, τα οποία πρέπει να καταθέσουν στην Κομισιόν ως τις 30 Απριλίου 2021, με το οποίο και θα «ξεκλειδώσουν» τους πόρους.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής πλέον Β. Σόιμπλε εξέφρασε την ανησυχία του για την καθυστέρηση της προώθησης των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν υπάρχει πραγματική πρόοδος, υπάρχει έλλειψη αποτελεσματικότητας στην εκτέλεση των μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων στα κράτη-μέλη» δίνοντας έμφαση στους τομείς στους οποίους θα πρέπει να επενδυθούν οι πόροι.
Με νωπές τις μνήμες από τη σκληρή γραμμή του πρώην Γερμανού ΥΠΟΙΚ κατά την κρίση της Ευρωζώνης, το ζήτημα της φύσης και της κατεύθυνσης των μεταρρυθμίσεων είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διαμορφώνοντας ένα αμείλικτο δίλημμα.
Οι μεταρρυθμίσεις που θα προωθηθούν θα διέπονται από τις αρχές της δίκαιης μετάβασης, ψηφιακής και κλιματικής, θα συντελέσουν στην άμβλυνση των ανισοτήτων και θα συμβάλουν στην ανθεκτικότητα των κοινωνιών και των οικονομιών έναντι μελλοντικών πολλαπλών κρίσεων ή θα φέρουν σε όλη την Ευρώπη, κυριολεκτικά, μία νέα «μνημονιακού τύπου» πραγματικότητα, με επιβαλλόμενες πολιτικές νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης, με τις χώρες και τις επιχειρήσεις χρεωμένες σε μια νέα κατάσταση «ομηρείας»;
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση είναι το ζήτημα του χρέους που θα αφήσει πίσω της η ύφεση αλλά και οι δαπάνες στις οποίες προχώρησαν τα κράτη-μέλη εξαιτίας της πανδημίας.
Τα χρέη αυτά, εξάλλου, θα αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα στις προσπάθειες ανάκαμψης των χωρών.
Το δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη ανέρχεται ήδη στο 94% -στην Ελλάδα έφτασε ήδη στο 199,9%, στην Ιταλία σκαρφάλωσε στο 154,2%, στη Γαλλία το 116,5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τη Eurostat.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ σε συνέντευξή της στη γαλλική εφημερίδα Journal du Dimanche απέρριψε το ενδεχόμενο διαγραφής χρέους που διακρατά η Τράπεζα, εξαιτίας της πανδημίας, λίγα 24ωρα μετά τη σχετική έκκληση 100 οικονομολόγων -μεταξύ των οποίων και ο Τομά Πικετί.
Οι οικονομολόγοι με δημοσίευσή τους σε ευρωπαϊκά ΜΜΕ και έντυπα τόνισαν ότι «οι πολίτες ανακαλύπτουν, κάποιοι με τρόμο, πως σχεδόν το 25% του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους το διακρατά Κεντρική Τράπεζά τους», συμπληρώνοντας ότι αυτά τα ποσά, ύψους 2,5 τρισ. ευρώ θα μπορούσαν να διαγραφούν, αφού το ενδεχόμενο αυτό «δεν απαγορεύεται ρητά από τις ευρωπαϊκές συνθήκες».
Η Κριστίν Λαγκάρντ, αφού παραδέχθηκε ότι όλες οι χώρες της Ευρωζώνης θα βγουν από αυτή την κρίση με αυξημένα επίπεδα χρέους ξεκαθάρισε ότι το ενδεχόμενο διαγραφής είναι «αδιανόητο», αφού αυτό θα αποτελούσε «παραβίαση της συνθήκης της ΕΕ, η οποία απαγορεύει αυστηρά τη νομισματική χρηματοδότηση κρατών», συμπληρώνοντας:
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα μπορέσουν να το αποπληρώσουν. Τα χρέη είναι διαχειρίσιμα μακροπρόθεσμα. Οι επενδύσεις σε τομείς καθοριστικούς για το μέλλον θα οδηγήσουν σε ισχυρότερη ανάπτυξη».
Ένα εξίσου κρίσιμο, τρίτο, ζήτημα είναι τι μέλλει γενέσθαι με τους δημοσιονομικούς κανόνες, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου για άρση του «παγώματός» τους.
Ήδη εκφράζονται αιτήματα για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης το οποίο, υπενθυμίζεται ότι προβλέπει κρατικό έλλειμμα 3% και χρέος στο 60% του ΑΕΠ. Ο Γάλλος Υπουργός Οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ ήδη άνοιξε τη σχετική συζήτηση σε ένα άτυπο «ντιμπέιτ» με τον Β. Σόιμπλε, με την Κομισιόν να ετοιμάζεται να αυξήσει το όριο του χρέους στο 100%, τουλάχιστον μέχρι το 2022.
Η ιστορία που θα είχε γραφτεί διαφορετικά και τα διδάγματα για το παρόν και το μέλλον
Μπορεί η κρίση της πανδημίας να είναι μία κρίση συμμετρικού χαρακτήρα, οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της όμως στην επόμενη φάση θα είναι βαθιές και ασύμμετρες.
Η Ευρώπη οφείλει να διδαχθεί από τα λάθη και τις αστοχίες (συνειδητές ή μη) κατά τη διαχείριση της κρίσης του 2010 και να αντιμετωπίσει την υφιστάμενη κρίση με όρους αλληλεγγύης ως το τέλος, σε μια εποχή που ακόμη και το ΔΝΤ καλεί για διατήρηση ή και τόνωση των δημόσιων δαπανών και των μέτρων στήριξης των οικονομιών σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία (βλ. το τελευταίο Fiscal Monitor).
Η ιστορία της νομισματικής ένωσης ίσως είχε γραφτεί πολύ διαφορετικά εάν κατά το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα είχε επιλεγεί η αλληλεγγύη και όχι η τιμωρία, που οδήγησε στη μετάδοση του προβλήματος στον ευρωπαϊκό Νότο.
Εάν, για παράδειγμα, είχε προβλεφθεί εξαρχής η ελάφρυνση του χρέους, με την περίπτωση της Ελλάδας να είναι η πλέον χαρακτηριστική ή η περίφημη έκδοση ευρωομολόγων με κοινή εγγύηση των ευρωπαϊκών χρεών.
Οι εκκλήσεις για μία πανευρωπαϊκή ρύθμιση χρεών που δεν εισακούστηκε καν ως επιλογή το 2015 -όταν μία τουλάχιστον εκλεγμένη ηγεσία κράτους-μέλους τις έθεσε στο τραπέζι- επιστρέφουν ενισχυμένες από την ίδια την οικονομική πραγματικότητα που κληροδοτεί η ύφεση της πανδημίας.
Το πρόσφατο άνοιγμα της σχετικής συζήτησης από τον Διευθυντή της Καγκελαρίας Χέλγκε Μπράουν που πρότεινε να τροποποιηθεί η συνταγματική κατοχύρωση για το «φρένο» του δημόσιου χρέους έσπασε ήδη ένα «ταμπού» στη Γερμανία.
Όπως αποδεικνύει η κρίση που βιώνουμε, «κλειδί» αποτελεί η πολιτική βούληση· οι ανελαστικές Συνθήκες της ΕΕ και οι δημοσιονομικοί κανόνες που δεν μπορούν να τροποποιηθούν αποτελούν πρόσχημα και δικαιολογία.
Οι ιστορικές κρίσεις, απαιτούν και ιστορικές αποφάσεις και η Ευρώπη έχει ανάγκη από τις αποφάσεις αυτές, που θα διορθώσουν τα σημαντικά λάθη του πρόσφατου παρελθόντος της.
Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 36ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ