Καθώς η ελληνική κοινωνία και οικονομία δείχνουν σταδιακά να ξεπερνούν την πολύπλευρη δεκαετή κρίση ο βάσιμος φόβος μιας σύγκρουσης με την Τουρκία απασχολεί όλο και περισσότερο την κοινή γνώμη. Ενδεικτική και πρόσφατη δημοσκόπηση που καταδεικνύει ότι η ανησυχία για ένα θερμό ελληνοτουρκικό επεισόδιο διακατέχει σημαντικό μέρος του πληθυσμού και αποτελεί τη βασικότερη πηγή προβληματισμού καθώς εισερχόμεθα στο νέο έτος. Απολύτως λογική η ανησυχία καθώς η τουρκική προκλητικότητα δείχνει καθημερινά να ενισχύεται σε αέρα και θάλασσα ενώ προβάλλονται συνεχώς νέες ανυπόστατες διεκδικήσεις που καθιστούν μάλλον ανέφικτη οποιαδήποτε καλοπροαίρετη προσπάθεια εξεύρεσης αμοιβαίας αποδεκτής λύσεως.
Λόγω της στρατιωτικής μου (πρώην) ιδιότητος έρχομαι συχνά, σε ιδιωτικές και δημόσιες εκδηλώσεις και συνομιλίες, αντιμέτωπος με το εύλογο ερώτημα της πιθανότητας ενός ελληνοτουρκικού θερμού επεισοδίου. Ανάλογες ανησυχίες, με αυξομειώσεις, διακατέχουν την ελληνική κοινή γνώμη εδώ και δεκαετίες, αρχής γενομένης από το 1955 οπότε και εκδηλώθηκε συγκροτημένα, η πρώτη τουρκική προσπάθεια ανατροπής των προβλέψεων της Συνθήκης της Λωζάννης. Έκτοτε οι δύο χώρες έφθασαν στα πρόθυρα του πολέμου αρκετές φορές με αρκετά θερμά επεισόδια -περισσότερα ή λιγότερα-να λαμβάνουν χώρα ενώ αρκετά άλλα να αποσοβούνται την τελευταία στιγμή. Λογικά, η πιθανότητα ενός θερμού επεισοδίου με την γείτονα χώρα θα έπρεπε μετά την παρέλευση μιας επεισοδιακής 65ετίας να αποτελεί αναπόσπαστη πραγματικότητα της ελληνικής καθημερινότητας. Αν μάλιστα είχαμε έγκαιρα συνειδητοποιήσει τις πραγματικές βάσεις και διαχρονικότητα του τουρκικού αναθεωρητισμού θα είχαμε μακρόχρονα λάβει τα κατάλληλα μέτρα υιοθετώντας και μια ανάλογη στρατηγική χωρίς να υφιστάμεθα πικρούς αιφνιδιασμούς και υιοθετώντας υπό πίεση μια συνεχή πολιτική αναδιπλώσεων και υποχωρήσεων.
Είναι όμως σήμερα, το έτος 2020, πιθανόν ένα θερμό ελληνοτουρκικό επεισόδιο; Δεδομένης της σχεδόν απόλυτης εξάρτησης από τις διαθέσεις και ενέργειες της Άγκυρας για την πραγμάτωση αυτού του γεγονότος, εκτιμώ ότι κύριο ερώτημα μας δεν πρέπει να άπτεται της πιθανότητας αλλά της ημετέρας επικράτησης σε ένα παρόμοιο συμβάν. Αναφερόμενος σε ημετέρα επικράτηση δεν εστιάζομαι μόνο σε μια στρατιωτική επιτυχία που προφανώς αποτελεί το βασικότερο στοιχείο της αναμέτρησης. Αναγκαία θεωρώ, την προς όφελος μας διπλωματική εκμετάλλευση του γεγονότος αλλά και την κατάλληλη επικοινωνιακή εκμετάλλευση του. Δηλαδή η τελική αξιολόγηση του θερμού συμβάντος θα εξαρτηθεί από το τρίπτυχο στρατιωτική επιτυχία, διπλωματική αξιοποίηση και στρατηγική επικοινωνία.
Βέβαια και οι τρεις πτυχές θα έχουν επιπτώσεις και στην προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης της χώρας. Αναπόφευκτα η βαρύτητα του στρατιωτικού σκέλους δύναται να επισκιάσει τις άλλες δύο πτυχές και ενδεχόμενα να προδιαγράψει τις εν συνεχεία εξελίξεις. Παρά ταύτα δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο ότι οποιοδήποτε θερμό επεισόδιο, ανεξαρτήτως έκβασης, θα μας οδηγήσει αναγκαστικά σε διαπραγματεύσεις υπό δυσμενείς για εμάς όρους. Η αναγκαστική αποδοχή διαπραγματεύσεων, υπό απαράδεκτους όρους, θα προέλθει μόνο όταν και οι υπόλοιποι δύο όροι (διπλωματία, στρατηγική επικοινωνία) έχουν μεταστραφεί σε βάρος μας και ειδικά εάν η βούληση αντίστασης μας καταρρεύσει. Επιπλέον, πρέπει να γνωρίζουμε πως ούτε μια καθαρή στρατιωτική επικράτηση μας σε ενδεχόμενο επεισόδιο θα επιφέρει την ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητισμού. Απεναντίας ο αντίπαλος, λίαν συντόμως και κατάλληλα προετοιμασμένος, θα επανέλθει στην παραβατική συμπεριφορά και στις προκλήσεις. Ως εκ τούτου είναι μάταιο να διερωτώμεθα συνέχεια για την πιθανότητα πραγμάτωσης ενός γεγονότος (θερμού επεισοδίου) που η συντέλεση του εξαρτάται από τις προθέσεις ενός άλλου (Τουρκία) αλλά επιβάλλεται να το εντάξουμε στην καθημερινότητα μας.
Ευκταία βεβαίως η αποφυγή του που ενισχύεται με την πολύπλευρη οικοδόμηση όλων των συντελεστών ισχύος με πρωτεύουσα αλλά και πλέον πολυδάπανη αυτήν της αμυντικής. Κανένα άλλο έθνος, διαχρονικά και υπό παρόμοιες συνθήκες δεν βρήκε άλλη λειτουργική λύση -πλην της αξιόπιστης αποτροπής- στα προβλήματα υπεράσπισης της υπόστασης του και των κυριαρχικών του δικαιωμάτων.
Επειδή όπως προαναφέραμε η εκδήλωση ενός θερμού επεισοδίου δεν εξαρτάται από τις δικές μας προθέσεις αλλά ούτε και η έκβαση του είναι εγγυημένη, θεωρώ ότι ο αντίπαλος πρέπει από τώρα να γνωρίζει μετά βεβαιότητας τις βαρύτατες συνέπειες του. Αφενός πρέπει να κατανοήσει ότι το μέγεθος της κλιμάκωσης του επεισοδίου θα αποτελέσει δική μας κυρίως πρωτοβουλία με σοβαρότατες πιθανότητες μιας γενικευμένης σύρραξης που ενδεχόμενα να συμπαρασύρει σε ανάφλεξη όλη την περιοχή. Αφετέρου θα πρέπει να αντιληφθεί ότι -ακόμη και σε περίπτωση μεμονωμένου επεισοδίου- και πριν σιγήσουν τα όπλα, θα έχει πραγματοποιηθεί η αμετάκλητη ανακήρυξη χωρικής θάλασσας 12 ναυτικών μιλίων καθώς και μια ακόμη σειρά μέτρων που η αβελτηρία και ανησυχίες των ελληνικών κυβερνήσεων έχουν αδικαιολόγητα καθυστερήσει. Σε μια ανάλογη περίπτωση, η Άγκυρα θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι το παράνομο «casus belli», της ουδεμία πλέον αξία θα έχει καθώς οι πύλες της κολάσεως θα έχουν ήδη ανοίξει και η οποιαδήποτε εκεχειρία θα μας βρει υπό ευνοϊκότερους όρους διαπραγμάτευσης σε αυτόν τον τομέα.
Μια ανάλογη αξιόπιστη πολιτική συνδυασμού οικοδόμησης αμυντικής-αποτρεπτικής ικανότητας και ξεκάθαρης διακήρυξης της βούλησης και αποφασιστικότητας μας θα αποτελέσουν την καλύτερη ασπίδα προστασίας έναντι ενός θερμού επεισοδίου και όχι μόνο. Αποδοχή ανάλογης πολιτικής δυναμικής και μακροχρόνιας αντιμετώπισης του τουρκικού αναθεωρητισμού εμπεριέχει κόστος και ρίσκο τα οποία πρέπει να αποδεχθούμε ως κοινωνία. Αν πάλι θεωρούμε το κόστος υπερβολικό για τις δυνάμεις μας, έγκαιρα και πριν διαταραχθεί έτι περαιτέρω σε βάρος μας η ισορροπία ισχύος, θα πρέπει να επιδιώξουμε ένα γενικό συμβιβασμό με την Τουρκία. Απλά να γνωρίζουμε ότι η συνδιαχείριση που θα αποδεχθούμε σήμερα στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, αργά η γρήγορα, θα επεκταθεί όχι μόνο στο Λιβυκό πέλαγος αλλά θα φθάσει και στο Ιόνιο!