2021: Αναζητώντας πυλώνες σταθερότητας

Ο κόσμος μετά την πανδημία. Οι νέοι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί. Η Ε.Ε.και το Brexit. Η νέα πραγματικότητα για τις ΗΠΑ. Ελληνοτουρκικά και το τέλος της αθωότητας.
Mary Wandler via Getty Images

Αναμφισβήτητα ο πλανήτης το 2020 στιγματίστηκε από την πανδημία του Covid 19. Kατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, νόσησαν περισσότεροι από 85 εκατομμύρια συνάνθρωποί μας, χάνοντας τη ζωή τους 1,8 εκατομμύρια εξ αυτών. Η εξέλιξη της πανδημίας επηρέασε όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου, αναδεικνύοντας τον εν λόγω λοιμό ως τον πιο επιδραστικό παράγοντα στην πολιτική και την οικονομία την χρονιά που πέρασε. Η έναρξη μαζικών εμβολιασμών θα ανακόψει τη δυναμική εξάπλωση της νόσου, δημιουργώντας προσδοκίες υπέρβασης της υγειονομικής κρίσης και σταδιακή επαναφορά σε συνθήκες υγειονομικής ασφάλειας. Βέβαια, ας μην λησμονούμε ότι ο περιορισμός εξάπλωσης του Covid 19 δεν θα σηματοδοτήσει την υγειονομική διασφάλιση για ένα σημαντικό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού, το οποίο πλήττεται από διάφορες ασθένειες, που για τα ανεπτυγμένα κράτη δεν συνιστούν εδώ και πολλές δεκαετίες εστίες κινδύνου για τη δημόσια υγεία.

“Αν το νέο έτος ο Covid 19 συνδιαμορφώσει, σαφώς σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι πέρυσι, τα τεκταινόμενα σε πλανητικό επίπεδο θα εξαρτηθεί από το εύρος και την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού.”

Αναμφίβολα, η ραγδαία εξέλιξη της πανδημίας δρομολόγησε διαδικασίες ενεργότερης συνεργασίας μεταξύ κρατών και των αρμοδίων διεθνών οργανισμών (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας). Σε καμία όμως περίπτωση δεν επιβεβαιώθηκαν οι πρόωρες αιτιάσεις συμφώνα με τις οποίες, η υγειονομική κρίση θα αποτελούσε επαρκή συνθήκη υπέρβασης της κρατοκεντρικής συγκρότησης και λειτουργίας του διεθνούς συστήματος. Ο τρόπος που τα κράτη ενήργησαν, τόσο ως προς την εξασφάλιση των απαραίτητων υγειονομικών υλικών -στο πρώτο κύμα έξαρσης της πανδημίας-, όσο και μετέπειτα -κατά τη διάρκεια της έρευνας, παραγωγής και διανομής των εμβολίων-, αποτύπωσε μία κατάσταση διαχείρισης της κρίσης, η οποία δεν δικαιολογεί τη χρήση του όρου: διεθνής κοινότητα.

“Η δύσκολη οικονομική κατάσταση στην παρούσα συγκυρία δεν συνιστά ενδημικό αλλά εξωγενή παράγοντα, απότοκο της υγειονομικής κρίσης, γεγονός που προκαλεί σχετική αισιοδοξία για την ταχύτερη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας”

Αν το νέο έτος ο Covid 19 συνδιαμορφώσει, σαφώς σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι πέρυσι, τα τεκταινόμενα σε πλανητικό επίπεδο θα εξαρτηθεί από το εύρος και την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού. Εφ’ όσον εξελιχθούν ομαλά οι υγειονομικές συνθήκες, η διαχείριση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας θα αποτελέσουν το κυριότερο μέλημα κρατών και των λοιπών οικονομικών δρώντων. Η δύσκολη οικονομική κατάσταση στην παρούσα συγκυρία δεν συνιστά ενδημικό αλλά εξωγενή παράγοντα, απότοκο της υγειονομικής κρίσης, γεγονός που προκαλεί σχετική αισιοδοξία για την ταχύτερη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Οι αποφάσεις των μεγαλύτερων Κεντρικών Τραπεζών να αυξήσουν τη νομισματική ρευστότητα, αποτελούν επιλογές που θα βοηθήσουν στο επίπονο εγχείρημα της οικονομικής ανάταξης.

Stringer via Getty Images

Η διεθνής οικονομική τάξη αναζητά την επιστροφή σε καταστάση οικονομικής σταθερότητας, προσπαθώντας να διαχειριστεί τις επιπτώσεις της πανδημίας, υπό συνθήκες όμως οικονομικού ανταγωνισμού και αναδιανομής του παγκόσμιου πλούτου. Η πλέον ρηξικέλευθη και μερικώς αντισυμβατική θέση διατυπώθηκε από τον νομπελίστα οικονομολόγο Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο οποίος υποστήριξε την αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης του παγκοσμίου χρέους. Η συγκεκριμένη πρόταση, πέραν του εργαλειακού χαρακτήρα δημοσιονομικής ελάφρυνσης των κρατών, ενέχει και την προτροπή αυστηροποίησης του κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας των αγορών, αντιστρέφοντας τις επιλογές απορρύθμισής τους, οι οποίες δρομολογήθηκαν από τη δεκαετία του ’80.

“Οδεύουμε επομένως προς ένα λιγότερο δυτικοκεντρικό διεθνές σύστημα, ως προς την κατανομή της ισχύος, γεγονός που σταδιακά θα επηρεάσει και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της διεθνούς τάξης, ήτοι το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή οργάνωση.”

Αναμφισβήτητα και στην τωρινή περίσταση η οικονομική συνιστώσα της διεθνούς τάξης είναι πολλή σημαντική, όχι όμως σημαντικότερη από τις διεθνοπολιτικές πτυχές της. Παρά το γεγονός ότι τα κράτη που συγκροτούν τον λεγόμενο δυτικό κόσμο συναποτελούν τον ισχυρότερο οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό πόλο, το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο, οδεύοντας προς μία λιγότερο δυτικοκεντρική έκφανσή του. Τους τρεις προηγούμενους αιώνες το διεθνές σύστημα συνυφάνθηκε αιτιωδώς με την οικονομική, τεχνολογική και πολιτική κυριαρχία του δυτικού κόσμου. Αρχικά ως ευρωγενές και ευρωκεντρικό, κατόπιν από τον 20ο και έως σήμερα ως δυτικοκεντρικό, έχοντας ως βασικό άξονα αναφοράς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμη και οι σοσιαλιστικές αντιλογίες του προηγούμενου αιώνα, συνιστούσαν ενδονεωτερικές αποκλίσεις που αποκόπηκαν από το ιστορικό γίγνεσθαι, τρεις δεκαετίες πριν. Το τρέχον έτος εντάσσεται σ’ αυτή την ιστορική διαδικασία, χρονικά μακρόσυρτη αλλά μάλλον και ανεπίστρεπτη. Οδεύουμε επομένως προς ένα λιγότερο δυτικοκεντρικό διεθνές σύστημα, ως προς την κατανομή της ισχύος, γεγονός που σταδιακά θα επηρεάσει και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της διεθνούς τάξης, ήτοι το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή οργάνωση. Υπό αυτές τις τάσεις, η υπάρχουσα ετερογένεια της διεθνούς κοινότητας θα ενταθεί, εξέλιξη που θα ενισχύσει τα κρατοκεντρικά χαρακτηριστικά της διεθνούς τάξης. Εν γένει, όσοι συσχέτιζαν ερμηνευτικά αλλά μονοσήμαντα την πλανητική κυριαρχία των κρατών της Δύσης τους δύο προηγούμενους αιώνες, με τις συγκρούσεις και τον πόλεμο στο διεθνές σύστημα, μάλλον θα απογοητευθούν από τη μεταδυτικοκεντρική του μετεξέλιξη. Ένα λιγότερο δυτικότροπο διεθνές σύστημα, ως προς την κατανομή ισχύος και την κατευθυντήρια ιδέα συγκρότησης της διεθνούς τάξης, δεν σημαίνει ότι θα είναι και λιγότερο συγκρουσιακόׄ ίσως να συμβεί το αντίθετο.

ΗΠΑ - Κίνα το δίπολο του μέλλοντος

Εντός αυτού του πλαισίου, θα εξελιχθούν και οι Σινοαμερικανικές σχέσεις με χρονικό ορίζοντα τα μέσα του 21ου αιώνα. Διαφαίνεται πως, στο δίπολο Κίνα – Ηνωμένες Πολιτείες, τα στοιχεία του ανταγωνισμού τουλάχιστον ισοσκελίζουν αυτά τις συνεργασίας, με ροπή στο άμεσο μέλλον τα πρώτα να υπερισχύσουν έναντι των δευτέρων. Το εν λόγω διμερές σχήμα, θα κινείται τις επόμενες δεκαετίες ως προς τα ανακύπτοντα διεθνοπολιτικά ζητήματα, μεταξύ των τάσεων για ηγεμονική ρύθμιση και ανταγωνισμό. Στην παρούσα συγκυρία, το μεν Πεκίνο αποφεύγει τον άμεσο ανταγωνισμό, και είναι απρόθυμο για αμοιβαίες ρυθμίσεις. Η δε Ουάσιγκτον επιθυμεί μια συμφωνία, όσο ακόμη υπερισχύει σε όλους τους τομείς. Ο νεοεκλεγείς Αμερικανός Πρόεδρος θα ακολουθήσει την επόμενη τετραετία μια συμβατικότερη εξωτερική πολιτική, σε σχέση με τον προκάτοχό του. Σταδιακά, θα γίνεται ολοένα και πιο κατανοητό πως οι αμερικανικές δυνατότητες επιβολής στην Κίνα θα φθίνουν. Επομένως, η ηγεμονική διευθέτηση θα προϋποθέτει, μία αμοιβαίως αποδεκτή αμερικανική υποβάθμιση και κινεζική αναβάθμιση, γεγονός που την καθιστά, ως πιθανή προοπτική, δυσεπίτευκτη.

ΗΠΑ - Ε.Ε.: Η αποκαστάσταση και η περίπτωση της Βρετανίας

NurPhoto via Getty Images

Στο πεδίο των ευρωαμερικανικών σχέσεων η εκλογή Joe Biden θα επιφέρει σημαντική αποκατάσταση των ευρωατλαντικών σχέσεων, γεγονός θετικό για την διεθνή και περιφερειακή σταθερότητα. Η νέα αμερικανική προεδρία θα βελτιώσει τις σχέσεις μεταξύ των δύο ακτών του Ατλαντικού, δεν θα άρει όμως τις στρατηγικές αποκλίσεις και τον οικονομικό ανταγωνισμό, παρά την πολλή σημαντική οικονομική αλληλεξάρτηση.

“Η οριστικοποίηση του Brexit, αναπροσαρμόζει τους ενδοευρωπαϊκούς και ευρωατλαντικούς συσχετισμούς. Η μια εκ των τριών κορυφών του στρατηγικού τρίγωνου στον ευρωπαϊκό χώρο βρίσκεται εκτός της ΕΕ, επ’ ουδενί όμως εκτός Ευρώπης, γεγονός που θα αυξήσει τις στρατηγικές αποκλίσεις στον ευρωατλαντικό χώρο.”

Επίσης, στο τέλος του 2020, η συμφωνία του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνιστά τη θετική εξέλιξη ενός αρνητικού γεγονότος, δηλαδή της προγενέστερης απόφασης εξόδου από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Είναι κυρίαρχη η άποψη πολλών, ότι η απόφαση του βρεταννικού λαού – στο δημοψηφισματικό ερώτημα που μάλλον προσδιόρισαν οι βρεταννικές ελίτ- για το Brexit ήταν αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών αποφάσεων των συστημικών έναντι των λαϊκίστικων δυνάμεων και της φαντασιακής αναζήτησης του εκλιπόντος αυτοκρατορικού μεγαλείου.

“Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συμφωνία δεν υπάρχει καμία αναφορά για συνεργασία στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.”

Εκτός από τα προαναφερθέντα ελατήρια της απόφασης, χρήσιμο θα είναι να εξεταστεί, ως τέτοιο, και η αυτεπίγνωση της βρεταννικής αδυναμίας, η οποία οδήγησε σε αυστηρότερη προσμέτρηση του εθνικού της συμφέροντος, θέτοντας στην κρίση του λαού την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Προφανώς, η έξοδος θα επιφέρει βραχυπρόθεσμο κόστος, αλλά πιθανολογείται ότι η αποδέσμευση από το ευρωπαϊκό πλαίσιο θα δημιουργήσει μεσοπρόθεσμα καλύτερες προοπτικές για το Ηνωμένο Βασίλειο. Η οριστικοποίηση του Brexit, αναπροσαρμόζει τους ενδοευρωπαϊκούς και ευρωατλαντικούς συσχετισμούς. Η μια εκ των τριών κορυφών του στρατηγικού τρίγωνου στον ευρωπαϊκό χώρο βρίσκεται εκτός της ΕΕ, επ’ ουδενί όμως εκτός Ευρώπης, γεγονός που θα αυξήσει τις στρατηγικές αποκλίσεις στον ευρωατλαντικό χώρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συμφωνία δεν υπάρχει καμία αναφορά για συνεργασία στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.

Ελληνοτουρκικά: Το τέλος της αθωότητας

ASSOCIATED PRESS

Στο νοτιοανατολικό τμήμα του ευρωατλαντικού χώρου η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση συνιστά πλέον σημαντικό πρόβλημα περιφερειακής σταθερότητας. Η ελληνική εξωτερική πολιτική βίωσε στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων «το τέλος της αθωότητας», ως την δυσαρμονία μεταξύ πραγματικών αναγκαιοτητών, μη επαληθεύσιμων επιθυμιών και πρακτικών επιλογών. Πέραν του τουρκικού αναθεωρητισμού, ο οποίος κατά το προηγούμενο έτος έγινε αντιληπτός ακόμη και για τους πλέον αιθεροβάμονες παρατηρητές των διμερών σχέσεων, η Αθήνα οφείλει να διαχειριστεί στο ευρωπαϊκό πεδίο τις σαφείς αποκλίσεις επί των ελληνοτουρκικών με τον γερμανικό, κι όχι μόνον, παράγοντα. Εγχώρια κατά το τελευταίο πεντάμηνο είχαμε την ακόλουθη αλληλουχία γεγονότων, η επιτυχής επιχειρησιακή διαχείριση του Αυγούστου, ακολουθήθηκε από την αμφίσημη φθινοπωρινή στάση αναζήτησης διπλωματικής διεξόδου, και την χειμερινή μελαγχολία των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

“Οι αποφάσεις ενίσχυσης των στρατιωτικών ικανοτήτων της Ελλάδας, υποδηλώνει την συλλογική συγκατάνευση ότι δίχως επαρκείς στρατιωτικές ικανότητες αποτροπής, με τη γειτονική χώρα δεν δύνασαι να συζητήσεις ούτε για τη γαστρονομική πατρότητα του μπακλαβά, πόσο μάλλον για ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών.”

Στις επερχόμενες διερευνητικές επαφές, ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα, απλώς θα εξακριβώσουμε το εύρος των τουρκικών αξιώσεων και την ταυτόχρονη εταιρική προτροπή αξιολόγησής τους. Το κρίσιμο (θα) είναι να συνειδητοποιήσουμε το πραγματικό μέγεθος του τουρκικού προβλήματος και να γνωστοποιήσουμε σε εταίρους, συμμάχους και μη τί είμαστε διατεθειμένοι να πράξουμε έναντι της Τουρκίας, όταν η γειτονική χώρα επανέλθει επί του πεδίου. Οι αποφάσεις ενίσχυσης των στρατιωτικών ικανοτήτων της Ελλάδας, υποδηλώνει την συλλογική συγκατάνευση ότι δίχως επαρκείς στρατιωτικές ικανότητες αποτροπής, με τη γειτονική χώρα δεν δύνασαι να συζητήσεις ούτε για τη γαστρονομική πατρότητα του μπακλαβά, πόσο μάλλον για ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών.

«Ας προσέξουν οι ύπατοι, για να μην κινδυνεύσει η δημοκρατία»

 Peace Monument on Capitol Hill in Washington. (AP Photo/Jacquelyn Martin)
Peace Monument on Capitol Hill in Washington. (AP Photo/Jacquelyn Martin)
ASSOCIATED PRESS

Η ολοκλήρωση του παρόντος κειμένου συνέπεσε χρονικά με τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου στην Ουάσιγκτον, κάνοντας πιο επίκαιρο τον τίτλο του. Ενώ μεταψυχροπολεμικά οι Ηνωμένες Πολιτείες πρωτοστάτησαν στην εξάπλωση της δημοκρατίας στο διεθνές σύστημα, στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο δημιουργήθηκαν σταδιακά οι συνθήκες εκλογής ενός πολιτικού σαν τον Donald Trump και διαμορφώθηκε η πεποίθηση σε μερίδα των αμερικανών πολιτών πως νομιμοποιούνται να παρέμβουν κατά το δοκούν και με βίαιο τρόπο στην θεσμική διαδικασία εναλλαγής στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας. Η εισβολή υποστηρικτών του απερχόμενου Αμερικανού Προέδρου στο Καπιτώλιο, αναμφισβήτητα αναζωπυρώνει τη συζήτηση σχετικά με την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, στο εσωτερικό μάλιστα του ισχυρότερου κράτους εφαρμογής της. Γίνεται πλέον αντιληπτό ότι οι θεσμοί είναι αναγκαίοι όχι πάντα ικανοί πυλώνες λειτουργίας και προάσπισης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι θεσμοί και η λειτουργία τους, βάσει των συνταγματικών επιταγών σχετίζονται σε σημαντικό βαθμό και όσους τους στελεχώνουν. Δυστυχώς, οι πολιτικές -κι όχι μόνο ελίτ- των Ηνωμένων Πολιτειών θεώρησαν πως οι θεσμοί σχεδόν μηχανιστικά θα διασφαλίζουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Η δημοκρατία όμως αποτελεί, κατά τον Αριστοτέλη, “κοινόν άθλημα” και η ανατροφοδότηση της από την κοινωνία αποτελεί ουσιαστικότατο χαρακτηριστικό για την εύρυθμη λειτουργία της.

Η αμερικανική κοινωνία μετεξελίχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, στην οικονομία, την παιδεία και τον πολιτισμό με τρόπο υπονομευτικό προς τα δημοκρατικά ιδεώδη. Πρόσφατα στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης αποφασίστηκε η αφαίρεση από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα κειμένων του Ομήρου και του Σαίξπηρ, στα πλαίσια της κυρίαρχης πολιτικής ορθότηταςׄ αν μη τι άλλο συζητήσιμος όρος. Ο εξοστρακισμός της κλασσικής παιδείας από το αμερικανικό, κι όχι μόνο, εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεί μέρος το εν λόγω μετασχηματισμού.

“Ο δυτικός κόσμος, ενώ εξακολουθεί να συνιστά τον ισχυρότερο συνασπισμό κρατών στο διεθνές σύστημα, φαίνεται να αναζητά εκ νέου τους άξονες αναφοράς του.”

Στο οικονομικό πεδίο, η ανατίμηση της οικονομίας έναντι της πολιτικής που αποτέλεσε κοινό τόπο στη Δύση τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, δεν άφησε ανεπηρέαστη την λειτουργία των θεσμών και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενισχύοντας τα κορπορατικά χαρακτηριστικά του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Ο έλεγχος των ομάδων συμφερόντων, όσον αφορά την επιρροή τους στη λειτουργιά της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, χρήζει μάλλον αυστηρότερης θεσμικής ρύθμισης. Πριν από 22 χρόνια, σε συνέντευξή του στο Βήμα ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι -διακεκριμένος ακαδημαϊκός και πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών- διαπιστώνοντας την αμερικανική υπεροχή και στον τομέα της κουλτούρας, παραδέχθηκε ότι: η αμερικανική κουλτούρα είναι φτηνή και χυδαία. Ενώ λοιπόν το παραγόμενο πολιτιστικό προϊόν έγινε εξαγώγιμο και αποτέλεσε βασικό πυλώνα της αμερικανικής ηγεμονίας, ήδη από τη δεκαετία του ’60, εντός της αμερικανικής κοινωνίας μάλλον απέτυχε να ασκήσει τον επιθυμητό διαπαιδαγωγικό της ρόλο.

Στο λυκαυγές του νέου έτους, το ισχυρότερο κράτος της Δύσης βρέθηκε αντιμέτωπο με θεσμική εκτροπή, που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί. Παρατηρώντας τα τεκταινόμενα και κυρίως αγωνιώντας για τα επιγενόμενα στην αμερικανική πρωτεύουσα θυμήθηκα τη λατινική φράση που σε στιγμές κρίσης αντηχούσε στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο: Caveant consules ne quid respublica capiat (ας προσέξουν οι ύπατοι, για να μην κινδυνεύσει η δημοκρατία).

Ο δυτικός κόσμος, ενώ εξακολουθεί να συνιστά τον ισχυρότερο συνασπισμό κρατών στο διεθνές σύστημα, φαίνεται να αναζητά εκ νέου τους άξονες αναφοράς του. Ίσως το πρώτο βήμα είναι να περιοριστούν οι αυτϋπονομευτικές πρακτικές και αυτομαστιγωτικές τάσεις που παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίες στον δυτικό κόσμο. Τα γεγονότα στις Ηνωμένες Πολιτείες και η υπολανθάνουσα κρίση στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, ενδεχομένως να αποτελέσουν το έναυσμα ώστε να διατυπωθεί ως συλλογικό αίτημα της Δύσης: να διαιωνιστεί ως τέτοια, δηλαδή στη βάση των ιδιοστατικών χαρακτηριστικών του δυτικού πολιτισμού.

|

Δημοφιλή