Πέρα από την αβεβαιότητα που προκαλεί η εξέλιξη της πανδημίας, οι περιφερειακές εντάσεις που σιγοκαίουν από την Ανατολική Μεσόγειο και τον Περσικό Κόλπο έως τον Ινδικό Ωκεανό και τη Νότια Σινική Θάλασσα σκιαγραφούν έναν αβέβαιο κόσμο στην Ανατολή.
Το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, η οικονομική και πολιτική κρίση στην Τουρκία, η κατακερματισμένη Μέση Ανατολή, η διαρκής κρίση στο Αφγανιστάν, το ζήτημα του Κασμίρ και η ένταση στη Νότια Ασία, η άνοδος του νέου κινεζικού εθνικισμού και ο ανταγωνισμός στον Ινδο-Ειρηνικό είναι ορισμένα από τα μεγάλα ζητήματα που θα απασχολήσουν την Ανατολή και τον κόσμο κατά τη διάρκεια του 2022.
Το Ιράν στο επίκεντρο
Το Ιράν βρίσκεται στο κέντρο των περιφερειακών εξελίξεων καθώς οι δύσκολες διαπραγματεύσεις του ισλαμικού καθεστώτος με τις ΗΠΑ για το πυρηνικό του πρόγραμμα εξελίσσονται σε διπλωματική διελκυστίνδα.
Οι αποφάσεις της Τεχεράνης και η αμερικανική στάση θα καθορίσουν, σε μεγάλο βαθμό, την ένταση της ταλάντευσης των γεωπολιτικών νημάτων που επηρεάζουν τις περιφερειακές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή.
Τέσσερις δεκαετίες μετά την ίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας, το Ιράν διανύει μια αβέβαιη περίοδο. Το καθεστώς της Τεχεράνης βρίσκεται υπό πίεση, τόσο από το εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό.
Η Δύση και ορισμένα κράτη της μεσανατολικής περιφέρειας, όπως το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία, πιέζουν για το πάγωμα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.
Στο εσωτερικό, η ιρανική κοινωνία διαμαρτύρεται πλέον ανοιχτά για την οικονομική πολιτική του καθεστώτος, αμφισβητώντας παράλληλα το σύνολο του θεοκρατικού πλέγματος εξουσίας.
Όμως το ισλαμικό καθεστώς έχει ήδη αρχίσει να προσαρμόζεται σε αυτήν τη διπλή πίεση. Οι προεδρικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου, όπου επικράτησε ο συντηρητικός Ιμπραχίμ Ραϊσί, ήταν η αρχή της πολιτικής και ιδεολογικής θωράκισης του καθεστώτος απέναντι στην αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια.
Παράλληλα, η εκλογή ενός προέδρου που βρίσκεται κοντά στον Ανώτατο Ηγέτη Αλί Χαμενεΐ, όπως και η εδραιωμένη πολιτική θέση των Φρουρών της Επανάστασης, συγκροτούν ένα πλέγμα ισχύος που έχει προσδιορίσει σαφείς στόχους για την ιρανική εξωτερική πολιτική. Τη διατήρηση της ιρανικής επιρροής στην αραβική ενδοχώρα, την ενίσχυση των δεσμών με τη Ρωσία και την Κίνα και την αποτροπή των αμερικανικών πιέσεων.
Αυτοί οι στόχοι του ισλαμικού καθεστώτος, που ενώνονται κάτω από έναν σιιτικό ιρανικό εθνικισμό και εκφράζονται από την περιφερειακή δράση των Φρουρών, το εξελιγμένο πυραυλικό οπλοστάσιο της Τεχεράνης και το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, καθιστούν τις δύσκολες συνομιλίες με τη Δύση ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα στην ευρύτερη περιοχή.
Το αβέβαιο μέλλον της Τουρκίας
Η Τουρκία διανύει μια εξίσου αβέβαιη περίοδο. Το προεδρικό σύστημα που απέκτησε από το 2018 επέκτεινε την πολιτική ισχύ του Ρ.Τ. Ερντογάν, όμως ταυτόχρονα αποδυνάμωσε την ήδη εξασθενημένη τουρκική δημοκρατία.
Η μετατόπιση, τα τελευταία τρία χρόνια, της εσωτερικής ισορροπίας του τουρκικού πολιτικού συστήματος από την εθνοσυνέλευση και το υπουργικό συμβούλιο προς τον νέο και ενισχυμένο προεδρικό θεσμό είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του τουρκικού κοινοβουλευτισμού και του δημοκρατικού ρόλου των πολιτικών κομμάτων. Ειδικά το ΑΚΡ έχει μετασχηματιστεί σε έναν μηχανισμό διατήρησης και διασφάλισης της πολιτικής κυριαρχίας του Ρ.Τ. Ερντογάν.
Παράλληλα, μετά το 2013 και κυρίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ο Ρ.Τ. Ερντογάν έχει συρρικνώσει το δημοκρατικό πεδίο της Τουρκίας. Οδήγησε σε ανάφλεξη το κουρδικό ζήτημα, έθεσε υπό τον έλεγχό του τη δημόσια διοίκηση και το δικαστικό σώμα, συμμάχησε με το εθνικιστικό ΜΗΡ και άσκησε ασφυκτική πίεση στο φιλοκουρδικό HDP.
Εντούτοις, ο Τούρκος πρόεδρος βρίσκεται πια αντιμέτωπος με την πιο δύσκολη περίοδο της πολιτικής κυριαρχίας του και η έξοδος από αυτόν τον πολιτικό λαβύρινθο δεν θα είναι εύκολη. Για πρώτη φορά το ΑΚΡ βρίσκεται δεύτερο στις δημοσκοπήσεις, η τουρκική λίρα έχει χάσει μεγάλο μέρος της αξίας της, ο πληθωρισμός έχει εκτοξευθεί και η τουρκική κοινωνία βρίσκεται ξανά, μετά από δύο δεκαετίες, εν μέσω μιας σφοδρής οικονομικής και κατ’ επέκταση πολιτικής κρίσης.
Η κατακερματισμένη Μέση Ανατολή
Στην αραβική ενδοχώρα -τη γεωγραφική ζώνη που εκτείνεται από τον Λίβανο έως το Ιράκ και η οποία τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει βυθιστεί στη δίνη εξωτερικών στρατιωτικών επεμβάσεων, εμφυλίων πολέμων και ισλαμιστικής έξαρσης- οι κυβερνήσεις παραμένουν αδύναμες και ευάλωτες και η πολιτική και στρατιωτική ισχύς έχει μετατοπιστεί από το κράτος σε παρακρατικές δυνάμεις που στηρίζονταν από τις διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες.
Στο κέντρο αυτής της περιοχής, η Συρία, εξαντλημένη μετά από δέκα χρόνια πολέμου, συνεχίζει να αποτελεί εστία νέων μελλοντικών συρράξεων. Κυρίως ανάμεσα σε περιφερειακές δυνάμεις, όπως το Ιράν και το Ισραήλ, των οποίων οι αντίθετες οπτικές αντικατοπτρίζονται στα συριακά εδάφη, αλλά και στην Τουρκία και τους Κούρδους, των οποίων η σύγκρουση έχει επεκταθεί στη βόρεια Συρία.
Δυτικά και ανατολικά από τη Συρία, ο Λίβανος και το Ιράκ, οι δύο ασθενείς και ευάλωτες δημοκρατίες της περιοχής, μετεωρίζονται βίαια από τη διαρκή διαπάλη των αδύναμων κυβερνήσεων και των πανίσχυρων παρακρατικών οργανώσεων, ενώ η πολιτική ζωή βρίσκεται υπό τη βαριά σκιά της ιρανικής επιρροής.
Μέσα σε αυτήν την κατακερματισμένη ζώνη, όπου κυριαρχούν η κρατική και η παρακρατική βία, οι τρομοκρατικές επιθέσεις, οι σεχταριστικές συγκρούσεις, η εκτεταμένη διαφθορά και η οικονομική εξαθλίωση, η αναβίωση νέων μορφών του μιλιταριστικού Ισλάμ μοιάζει να είναι ζήτημα χρόνου. Αυτό εξάλλου υποδεικνύουν οι πρόσφατες νέες επιθέσεις των λίγων πυρήνων του Ισλαμικού Κράτους που είχαν απομείνει στη Συρία και το Ιράκ. Παράλληλα, οι προϋποθέσεις για την έκρηξη νέων κοινωνικών εξεγέρσεων διευρύνονται.
Την ίδια στιγμή, γύρω από αυτήν τη ζώνη, οι περιφερειακές δυνάμεις που τα τελευταία δέκα χρόνια ενεπλάκησαν σε έναν σφοδρό ανταγωνισμό για τον έλεγχό της και που ευθύνονται, κατά βάση, για την κλιμάκωση των εμφυλίων συγκρούσεων, δηλαδή η Τουρκία, το Ιράν και οι αραβικές μοναρχίες του Κόλπου, βρίσκονται σε μια διαδικασία μερικής συνεννόησης, κι αυτή όμως με αβέβαιη κατάληξη.
Παρά τις αντίθετες οπτικές τους σε επιμέρους ζητήματα, αυτά τα κράτη αντιλαμβάνονται πως μετά τις αραβικές εξεγέρσεις η ευρύτερη περιοχή έχει εισέλθει σε μια νέα περίοδο κοινωνικών μετατοπίσεων που, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να απειλήσουν την ασφάλεια των καθεστώτων τους. Εξάλλου, πρόκειται για συντηρητικά καθεστώτα που επιδιώκουν τη θωράκισή τους απέναντι σε εσωτερικές και εξωτερικές ιδεολογικοπολιτικές απειλές.
Οι διαρκείς κρίσεις της Νότιας Ασίας
Πιο ανατολικά, η περιοχή της Νότιας Ασίας δέχεται νέους έντονους κραδασμούς από δύο βαθιές και μακροχρόνιες κρίσεις. Τη διαρκή εσωτερική κρίση του Αφγανιστάν και το μόνιμο αγκάθι του Κασμίρ στις σχέσεις Πακιστάν-Ινδίας.
Το Αφγανιστάν, εκ νέου υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν, μοιάζει να διανύει έναν ακόμη, τέταρτο κατά σειρά, κύκλο έξαρσης της διαρκούς κρίσης στην οποία βρίσκεται από το μακρινό 1979.
Ο πρώτος κύκλος ήταν τη δεκαετία του 1980 μετά τη σοβιετική εισβολή, ο δεύτερος τη δεκαετία του 1990 μετά την πρώτη κατάληψη της χώρας από τους Ταλιμπάν, ο τρίτος την εικοσαετία μετά το 2001 και τον αμερικανικό πόλεμο εναντίον των Ταλιμπάν και της Αλ Κάιντα. Η νέα κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν, μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων τον περασμένο Σεπτέμβριο, αναδεικνύει τη λανθασμένη πολιτική των ΗΠΑ στη Νότια Ασία και βυθίζει το Αφγανιστάν σε μεγαλύτερη αβεβαιότητα. Ταυτοχρόνως, η αφγανική κοινωνία δοκιμάζεται από μια βαθιά επισιτιστική κρίση, αποτέλεσμα των διεθνών κυρώσεων και της ανεπάρκειας του νέου καθεστώτος.
Η άλλη ιστορική κρίση της Νότιας Ασίας, το ζήτημα του Κασμίρ, βρίσκεται επίσης σε περίοδο ανάφλεξης.
Η νέα πολιτική του Ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι, με αιχμή τον ινδουιστικό εθνικισμό, έχει διευρύνει το ρήγμα στο Κασμίρ.
Μετά την επανεκλογή του κυβερνώντος BJP το 2019 και την ενίσχυση της πολιτικής ιδεολογίας του, o πρωθυπουργός Μόντι άλλαξε το αυτόνομο status quo της περιοχής του Κασμίρ που βρίσκεται υπό τον ινδικό έλεγχο και η οποία αποτελείται από μουσουλμανική πλειονότητα.
Αυτή η περιοχή ενσωματώθηκε διοικητικά στον ινδικό κράτος και το ζήτημα του Κασμίρ απέκτησε νέα ένταση, η οποία επεκτάθηκε στις ήδη δύσκολες σχέσεις του Πακιστάν με την Ινδία. Με επίκεντρο το Κασμίρ, αλλά και το Αφγανιστάν, το οποίο οι δύο πυρηνικές δυνάμεις βλέπουν ως στρατηγικό βάθος, στη Νότια Ασία αντιπαρατίθενται πλέον ο ισλαμικός εθνικισμός του Πακιστάν και ο ινδουιστικός εθνικισμός της Ινδίας.
Ταυτοχρόνως, η νέα έξαρση των θρησκευτικών ριζοσπαστισμών σε Ινδία και Πακιστάν έχει ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη κλιμάκωση επιθέσεων εναντίον θρησκευτικών μειονοτήτων στο εσωτερικό αυτών των χωρών, εναντίον της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ινδία και της σιιτικής μειονότητας στο σουνιτικό Πακιστάν.
Η άνοδος του νέου κινεζικού εθνικισμού
Δεν είναι όμως μόνο η αντιπαράθεση ανάμεσα στους εθνικισμούς του Πακιστάν και της Ινδίας που προκαλεί εστίες αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας. Ολόκληρη η περιοχή αισθάνεται πλέον τους γεωπολιτικούς κραδασμούς και την αβεβαιότητα που προκαλεί η άνοδος του νέου κινεζικού εθνικισμού.
Αυτός ο νέος εθνικισμός της Κίνας επικυρώθηκε, μόλις τον περασμένο Νοέμβριο, με το τρίτο ιστορικής σημασίας ψήφισμα του Κομμουνιστικού Κόμματος, με το οποίο η κινεζική πολιτική ελίτ ανέδειξε τον Σι Ζινπίνγκ εγγυητή του νέου οράματος της Κίνας για τη μετατροπή της σε παγκόσμια δύναμη. Το ψήφισμα –τα δύο προηγούμενα (το 1945 και το 1981) αφορούσαν τον ιδρυτή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας Μάο Τσετούνγκ και τον μεταρρυθμιστή Ντεν Σιαοπίνγκ- επαναπροσδιόρισε τη θέση του Σι Ζινπίνγκ στην ιδεολογικοπολιτική ιστορία της χώρας, ο οποίος δεν δεσμεύεται πλέον από το όριο των δύο θητειών και θα ανανεώσει την παραμονή στην εξουσία στο επόμενο συνέδριο του κόμματος, εντός του 2022.
Ο νέος εθνικισμός της Κίνας είναι πολυπρόσωπος και στρέφεται κυρίως προς τρεις γεωγραφικές κατευθύνσεις.
Ανατολικά προς την Ταϊβάν, την οποία η Κίνα επιδιώκει, σε βάθος χρόνου, να ενσωματώσει στη Λαϊκή Δημοκρατία, αλλά και προς το Χονγκ Κόνγκ, του οποίου οι δημοκρατικές δομές έχουν ήδη διαβρωθεί από το Πεκίνο.
Νότια προς την ανταγωνιστική Ινδία, αλλά κυρίως προς τη Νότια Σινική Θάλασσα, όπου το Πεκίνο, με την πολιτική των Εννέα Γραμμών διεκδικεί τον έλεγχο ολόκληρης της θαλάσσιας αυτής ζώνης, πιέζοντας ασφυκτικά κράτη όπως το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες.
Δυτικά, με τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού και τη χερσαία διαδρομή του προς την Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, καθώς και την παράλληλη θαλάσσια πορεία, προς τον Ινδικό Ωκεανό, το Κέρας της Αφρικής, την Ερυθρά Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η μετατόπιση του βάρους της εξωτερικής πολιτικής του Πεκίνου προς τη Νότια Σινική Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό, αλλά και η αντίδραση πολλών κρατών της Νότιας Ασίας και των ΗΠΑ απέναντι στις κινεζικές φιλοδοξίες, σε συνδυασμό με την κομβική γεωγραφική θέση και σημασία των θαλασσίων περασμάτων της Αραβικής και της Ερυθράς Θάλασσας, μετατρέπουν τον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό σε μια ενιαία θαλάσσια ζώνη όπου οι εξελίξεις αποκτούν μια έντονη αλληλεπίδραση, όπως άλλωστε και η αβεβαιότητα διαμέσου της ασιατικής ηπείρου.