2023: Ανασφαλής ειρήνη, υποβαθμισμένη πολιτική

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Τουρκία ως γεωπολιτική πρόκληση, τα διλήμματα της Ελλάδας, η υπονόμευση της πολιτικής και της Δημοκρατίας απαιτούν αλλαγή πλεύσης.
Ουκρανία Το πυροβολικό στοχεύει ρωσικές θέσεις κάτι που θα συνεχιστεί για αρκετούς μήνες ακόμη.
Ουκρανία Το πυροβολικό στοχεύει ρωσικές θέσεις κάτι που θα συνεχιστεί για αρκετούς μήνες ακόμη.
via Associated Press

Περιοριζόμενοι στο συμβατικό ορίζοντα ενός έτους, του έτους που έφυγε, κερδίζουμε τη δυνατότητα μιας ευχερέστερης αποτίμησης γεγονότων και στιγμών αλλά χάνουμε την ουσιαστικής σημασίας διαδοχή συνέχειας και ασυνέχειας, δράσης και αντίδρασης, τάσεων και ρευμάτων, των στοιχείων εκείνων που δεν προσαρμόζονται στις σχηματικές χρονικές οριοθετήσεις με τις οποίες τείνουμε να συμμορφωνόμαστε στην αλλαγή του έτους.

Το 2022, όπως ήταν αναμενόμενο, άφησε πίσω του τόσο ζητήματα που ενώ δεν προέκυψαν εκ του μηδενός αναδείχθηκαν σε νέα, σαφώς εντονότερη μορφή όσο και εξελίξεις που αποτελούσαν ήδη από πριν αντικείμενο προβληματισμού.

Στα πρώτα ξεχωρίζει καταρχήν η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Παρότι οι επεκτατικές προθέσεις του Κρεμλίνου ως προς την Ουκρανία και οι κόκκινες γραμμές του ως προς τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ είχαν διαφανεί από το 2003-2004 με αφορμή τις πολιτικές αλλαγές στη Γεωργία και την Ουκρανία, η μαζική, παραδοσιακή πολεμική μέθοδος της εισβολής της 24ης Φεβρουαρίου δεν μπορούσε να προβλεφθεί επακριβώς τέσσερα χρόνια μετά την προσάρτηση της Κριμαίας που επετεύχθη με μεικτές, στοχευμένες και εν μέρει υβριδικές μεθόδους.

Πάντως το πιθανότερο σενάριο είναι ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί ακόμη επί μήνες. Μια αμφιλεγόμενη ειρήνη που δεν θα ικανοποιεί κανέναν από τους δυο εμπολέμους είναι σε κάθε περίπτωση προτιμότερη από μια γενικότερη ανάφλεξη. Όμως οι συγκρούσεις διαφόρων τύπων και μορφών μεταξύ των διαδόχων κρατών της ΕΣΣΔ δεν πρόκειται να σταματήσουν για πολλά ακόμη χρόνια.

Η ειρήνη σε κίνδυνο

Anadolu Agency via Getty Images

Σε κάθε περίπτωση, το βραβείο αφελούς και επικίνδυνα παραπλανητικής «ανάλυσης» για το έτος που έφυγε ανήκει, επάξια, στην προσέγγιση που επιμένει ότι η καταδίκη της ρωσικής εισβολής συνεπάγεται την απόκρουση και των άλλων αναθεωρητικών εγχειρημάτων. Μια προσέγγιση που σχεδόν ηγεμόνευσε τόσο στα έντυπα όσο και στα ηλεκτρονικά μέσα. Στην πραγματικότητα, από τις 24 Φεβρουαρίου, όταν η Ρωσία εισέβαλλε στην Ουκρανία, κάθε σοβαρή εκτίμηση της εξελισσόμενης διεθνούς κρίσης από την ελληνική σκοπιά, με τα συγκεκριμένα δεδομένα της υπαρκτής και άμεσης τουρκικής απειλής, όφειλε να επισημαίνει τρεις βασικές παραμέτρους.

Πρώτον, εάν ο πόλεμος αποδεικνυόταν δύσκολο να κερδηθεί εύκολα και γρήγορα όπως λανθασμένα υπολόγιζε το Κρεμλίνο, η εξέλιξη θα συνεπαγόταν σύγκρουση διαρκείας και μεγάλη φθορά για όλους τους εμπλεκόμενους. Η αυξανόμενη υποστήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία σήμαινε ότι το Κίεβο σταδιακά θα αύξανε αντίστοιχα τις προσδοκίες του ενώ, από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη ενός ισχυρού ρωσικού πυρηνικού οπλοστασίου με στρατηγικά αλλά και τακτικά πυρηνικά όπλα έδινε τη δυνατότητα στον Πούτιν να σχεδιάζει πέραν των σχετικά περιορισμένων δυνατοτήτων των συμβατικών του δυνάμεων.

Δεύτερον, οι κυρώσεις θα έπρεπε να έχουν αποτελέσματα πλήττοντας την Ρωσία, όχι την Ευρώπη. Αλλά η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας και, σταδιακά, της Δυτικής Ευρώπης από την Ρωσία πάει πολύ πίσω, με τις αρχές της να βρίσκονται μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο, τη δεκαετία του 1970, ενώ η έλλειψη προετοιμασίας για μια πιθανή ρήξη – ακόμη και μετά τις κρίσεις στη Γεωργία το 2008 και την Κριμαία το 2014 – σήμαινε ότι η ΕΕ δεν μπορούσε ανώδυνα να ακολουθήσει την ατλαντική υπερδύναμη στο δρόμο των συνολικών κυρώσεων. Και όμως η Ευρώπη ακολούθησε, αλλά με τρόπο επώδυνο. Ενώ γενικότερα, η επιστημονική βιβλιογραφία για τις κυρώσεις σε αυταρχικά καθεστώτα (όπως η Ρωσία του Πούτιν) δείχνει ότι οι επιπτώσεις συχνά οδηγούν σε (α) εντατικοποίηση της καταπίεσης στο εσωτερικό και (β) περιχαράκωση μιας ομάδας που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο απολαμβάνει ειδική προστασία απέναντι στις επιπτώσεις των κυρώσεων.

Τρίτον, θα έπρεπε να είναι εξαρχής κατανοητό ότι η Τουρκία θα έβλεπε ένα παράθυρο ευκαιρίας στον πόλεμο. Όσο διαρκεί ο πόλεμος, τόσο η Τουρκία θεωρεί ότι είναι αναβαθμισμένη γεωπολιτικά και, κατά συνέπεια, επιχειρεί να αποκομίσει οφέλη. Δυστυχώς, όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά σε άρθρα και συνεντεύξεις τους περασμένους μήνες, δυο αφελείς εμμονές δημιούργησαν σύγχυση μετά την 24η Φεβρουαρίου.

“Εχουμε εισέλθει σε μια περίοδο στην οποία συζητήσεις για έναν περιορισμένο πυρηνικό πόλεμο έχουν αρχίσει σταδιακά να αντιμετωπίζονται ως ένα μεταξύ πολλών περισσότερο ή λιγότερο πιθανών σεναρίων.”

Η πρώτη είναι η παιδαριώδης αντίληψη ότι η «τιμωρία» της ρωσικής εισβολής συνεπάγεται την απόκρουση και των άλλων αναθεωρητικών εγχειρημάτων. Ανάξιο σοβαρού αντιλόγου διότι, πρώτον, προϋποθέτει συναίνεση μεταξύ των κρίσιμων δρώντων ως προς το τι πράγματι συνιστά, κάθε φορά, αναθεωρητισμό και, δεύτερον, στον πλανήτη τα κλισέ περισσεύουν όπως και τα προσχήματα: οι αναθεωρητικοί δρώντες είναι πολλοί, οι διεθνείς αντιδράσεις λίγες και συγκεκριμένες.

Η δεύτερη, εξίσου αφελής εμμονή επίσης οδηγεί σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Διότι στην πραγματικότητα, η Τουρκία είναι επικίνδυνη όταν είναι ισχυρή ή/και όταν διαπιστώνει την ύπαρξη ευκαιριών, όχι όταν «στριμώχνεται». Τα φληναφήματα περί «στριμώγματος», «εκνευρισμού» και τα σχετικά έχουν πλημμυρίσει τον δημόσιο λόγο αλλά δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός εξέφρασε καταρχήν τη νέα αυτοπεποίθηση του τουρκικού κατεστημένου στα χρόνια της τουρκικής οικονομικής ανόδου και γεωπολιτικού επαναπροσδιορισμού, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ανεξαρτήτως εσωτερικών εκλογικών και άλλων προσδιορισμών.

Από την άλλη πλευρά, τίποτε δεν αποτυπώνει με εναργέστερο τρόπο την παράνοια που φαίνεται να επικρατεί στο Κρεμλίνο από τις πρόσφατες «προβλέψεις» για το 2023 που διατυπώθηκαν με φιλοπαίγμονα, είναι η αλήθεια, διάθεση από τον πρώην πρόεδρο, πρώην πρωθυπουργό, και νυν αντιπρόεδρο του συμβουλίου ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Dmitry Medvedev. Οι «προβλέψεις» είναι σουρεαλιστικές στο σύνολό τους, ξεχωρίζουν όμως ανάμεσά τους ο κατακερματισμός και διαμοιρασμός της Ουκρανίας, η διάλυση της ΕΕ, η ανάδυση ενός Τέταρτου Ράϊχ και στον ορίζοντα ο πόλεμος μεταξύ της Γαλλίας και του Τέταρτου Ράιχ.

Το πρόβλημα είναι ότι, μεταξύ αστείου και σοβαρού, έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο στην οποία συζητήσεις για έναν περιορισμένο πυρηνικό πόλεμο έχουν αρχίσει σταδιακά να αντιμετωπίζονται ως ένα μεταξύ πολλών περισσότερο ή λιγότερο πιθανών σεναρίων.

Η Τουρκία ως γεωπολιτική πρόκληση του 2023

Anadolu Agency via Getty Images

Στην πρώτη κατηγορία εντάσσεται όμως και η πρόκληση που συνιστά η Τουρκία. Εν μέρει λόγω της επιτάχυνσης της απομάκρυνσής της από τη Δύση, εν μέρει λόγω του ρόλου που επιχειρεί να διαδραματίσει από τον Καύκασο μέχρι την Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο.

Ειδικότερα η προσπάθεια ηγεμόνευσης στην Ανατολική Μεσόγειο απειλεί τη σταθερότητα στην περιοχή αλλά και την λειτουργία του ΝΑΤΟ. Διότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η πρόκληση θα ενταθεί και θα ενταθεί ραγδαία το 2023. Αποτελεί χαρακτηριστικό της επιπολαιότητας της ελληνικής πολιτικής συζήτησης το γεγονός ότι πολλοί αμφιβάλλουν ακόμη για την κεντρική σημασία αυτής της μεγάλης πρόκλησης.

“Όσο δυσκολεύεται ο Πούτιν στην Ουκρανία, τόσο αυξάνει η σημασία του Ερντογάν στο πλαίσιο της «ανταγωνιστικής συμπληρωματικότητας»... ένας πόλεμος στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ θα ήταν μέγιστο δώρο του Ερντογάν στον Πούτιν.”

Είναι καταρχήν απαραίτητο να γίνει κατανοητό με ακριβή τρόπο το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσονται οι σύνθετες σχέσεις Δύσης – Τουρκίας – Ελλάδας και διαγράφονται τα σενάρια για την Ανατολική Μεσόγειο. ’Όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά σε άρθρα και συνεντεύξεις μου, δεν υφίσταται Ψυχρός Πόλεμος αλλά ένα αναδυόμενο πολυκεντρικό σύστημα το οποίο μάλιστα είναι δυνητικά πιο επικίνδυνο, εάν δεν αξιοποιηθούν οι θετικές του διαστάσεις ήδη στην παρούσα, δύσκολη μεταβατική περίοδο.

Αναφορικά με την Τουρκία, βρισκόμαστε σε μια συγκυρία όπου συναντώνται χρονικά και αλληλοεπηρεάζονται δύο κρίσιμες τάσεις. Αφενός εξελίσσεται η αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας μεταξύ άλλων και με το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας που μας αφορά άμεσα. Αφετέρου, λόγω της οξύτατης ρωσο-ουκρανικής κρίσης, τίθενται για την Άγκυρα υπαρξιακά διλήμματα για τον ρόλο της μεταξύ Δύσης και Ανατολής.

Anadolu Agency via Getty Images

Η Άγκυρα είχε αναπτύξει με την Μόσχα μια σχέση την οποία είχα προ ετών ονομάσει «ανταγωνιστική συμπληρωματικότητα». Η εισβολή στην Ουκρανία, η ρωσική αποτυχία εύκολης έκβασης και η παγίωση συνθηκών ενός πολέμου διαρκείας φέρνει αυτή τη σχέση στα όριά της, όμως ο Ερντογάν προσπαθεί παράλληλα να αποκτήσει πιο σταθερές βάσεις και στους BRICS και στο πλαίσιο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάης.

Παρότι ένας πόλεμος φθοράς μπορεί να εξακολουθήσει για μήνες και χρόνια, η ουκρανική αντεπίθεση –με την καθοριστική δυτική υποστήριξη– οδηγεί σταδιακά το Κρεμλίνο σε επικίνδυνα διλήμματα. Ο Πούτιν μπορεί να δυσκολευτεί να επιβιώσει πολιτικά εάν χαθεί το Ντονμπάς, αλλά θα του είναι εντελώς αδύνατο να δεχτεί την αμφισβήτηση της παλαιότερης (2014) προσάρτησης της Κριμαίας.

“ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος ταυτόχρονα δίνει μεγάλες ευκαιρίες αναβάθμισης στην Τουρκία αλλά και μειώνει τις πιθανότητες για άμεση ανάφλεξη στα ελληνο-τουρκικά. Το σενάριο ανάφλεξης θα καταστεί πολύ ευκολότερο αν -μέσω αφόρητων προκλήσεων και κάθε είδους προβοκατόρικης ενέργειας- φανεί ότι η ελληνική πλευρά χτύπησε πρώτη.”

Με δυο λόγια, όσο δυσκολεύεται ο Πούτιν στην Ουκρανία, τόσο αυξάνει η σημασία του Ερντογάν στο πλαίσιο της «ανταγωνιστικής συμπληρωματικότητας» την οποία επισημαίνω επί χρόνια. Ως συνήθως, η Ρωσία επενδύει στις ρωγμές της ευρωατλαντικής συνεργασίας. Ειδικά όμως στη δύσκολη σημερινή συγκυρία, ένας πόλεμος στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ θα ήταν μέγιστο δώρο του Ερντογάν στον Πούτιν.

Προφανώς θα πρόκειται για μια δύσκολη όσο και κρίσιμη απόφαση για την Άγκυρα. Η λογική υπόθεση είναι -όπως εξηγούμε από το Φεβρουάριο- ότι ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος ταυτόχρονα δίνει μεγάλες ευκαιρίες αναβάθμισης στην Τουρκία αλλά και μειώνει τις πιθανότητες για άμεση ανάφλεξη στα ελληνο-τουρκικά. Το σενάριο ανάφλεξης θα καταστεί πολύ ευκολότερο αν -μέσω αφόρητων προκλήσεων και κάθε είδους προβοκατόρικης ενέργειας- φανεί ότι η ελληνική πλευρά χτύπησε πρώτη.

Η ψυχραιμία και η αυτοσυγκράτηση είναι σαφώς αναγκαία αλλά δυστυχώς όχι επαρκή στοιχεία για την αντιμετώπιση της μεγάλης πρόκλησης που συνιστά ο τουρκικός αναθεωρητισμός.

“Η Ελλάδα – κράτος, κυβέρνηση, κοινωνία – οφείλει να κινητοποιηθεί με τρόπο πολυεπίπεδο, στοχεύοντας όχι μόνο σε κυβερνήσεις αλλά και σε κοινωνικές ομάδες φιλικών χωρών, σε δίκτυα επαγγελματικά και οικονομικά, σε πεδία δημοσιότητας.”

Χρειάζεται επιπλέον συνεχής ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας, διαμόρφωση ενός ήρεμου αλλά πλήρως ενήμερου και αποφασιστικού εσωτερικού μετώπου και συνεχής προσπάθεια ενημέρωσης και άσκησης επιρροής σε φιλικές χώρες όχι μόνο σε κυβερνητικό αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας πολιτών.

Ευτυχώς γίνονται σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια, όμως θα πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι η αποτροπή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αντίληψη του απέναντι σε σχέση με το κόστος που θα έχει. Με άλλα λόγια, η επιτυχής αποτροπή (deterrence) είναι 80% πρόσληψη (perception) του απέναντι. Αυτή βασίζεται προφανώς και σε σκληρά στοιχεία (στοιχεία εξοπλισμών, ποιοτική αναβάθμιση, αριθμητική υπεροχή, ισορροπία δυνάμεων) αλλά εξαρτάται και από παράγοντες όπως η αποτίμηση της αποφασιστικότητάς μας, οι αναλύσεις για την εσωτερική πολιτική μας, η ερμηνεία της στρατηγικής κουλτούρας μας, κλπ.

Η Ελλάδα – κράτος, κυβέρνηση, κοινωνία – οφείλει να κινητοποιηθεί με τρόπο πολυεπίπεδο, στοχεύοντας όχι μόνο σε κυβερνήσεις αλλά και σε κοινωνικές ομάδες φιλικών χωρών, σε δίκτυα επαγγελματικά και οικονομικά, σε πεδία δημοσιότητας.

Όλα δείχνουν ότι, ανεξαρτήτως εσωτερικών πολιτικών και εκλογικών εξελίξεων, η Τουρκία σε γενικές γραμμές θα εξακολουθήσει να επιδιώκει το νέο της στρατηγικό όραμα: Μια επεκτατική χερσαία και θαλάσσια δύναμη εντός μιας ευρύτερης, ουδετεροποιημένης περιμέτρου.

Η υπονόμευση της πολιτικής

via Associated Press

Αλλά, όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει και η δεύτερη κατηγορία ζητημάτων και εξελίξεων, η οποία είναι και αυτή ιδιαίτερα πλούσια σε περιεχόμενο. Στη δεύτερη αυτή κατηγορία εντάσσεται ως ιδιαίτερα σημαντική η συνεχιζόμενη απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών.

Ακριβέστερα, η συνεχιζόμενη απαξίωση της πολιτικής κυρίως λόγω των πολιτικών. Οι πρόσφατες περιπέτειες της πολιτικής στη Βρετανία είναι από λογική αλλά και από ιστορική άποψη πραγματικά εντυπωσιακές. Σε άλλο επίπεδο, το σκάνδαλο διαφθοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποκαλύπτει και τα μεγάλα προβλήματα της πολιτικής στο επίπεδο της ΕΕ και των θεσμικών της πεδίων και δικτύων.

Με δύο λόγια, ανεπάρκεια και διαφθορά είναι το μοιραίο δίδυμο: οι δυο διακριτές αλλά τελικώς συνδεόμενες διαστάσεις που συγκλίνουν στην υπονόμευση και την ακύρωση της πολιτικής ως διαβουλευτικής διαδικασίας αναζήτησης και επίτευξης συλλογικών στόχων.

Ως μείζον αναδεικνύεται το γενικότερο θέμα της πολιτικής ηγεσίας. Με δυο λόγια, είναι προφανές ότι παντού στην Ευρώπη, με μόνη εξαίρεση την Γαλλία σε επίπεδο προεδρίας, έχουν αναδειχθεί πολιτικοί χωρίς αίσθηση ή ενδιαφέρον ή ικανότητες αντίληψης, επεξεργασίας και αντιμετώπισης των μεγάλων σημερινών προκλήσεων. Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα είναι ότι οι χρηματοδοτικές, επικοινωνιακές, πελατειακές, συγγενικές και ενδο-πολιτικές διαμεσολαβήσεις και εξαρτήσεις καταλήγουν συχνά στην ανάδειξη πολιτικών, ανεξαρτήτως φύλου και προσανατολισμού, που είτε είναι περιορισμένου βεληνεκούς και κλειστών οριζόντων είτε αποτελούν όργανα των συμφερόντων που τους χρηματοδότησαν και τους στήριξαν.

“Ενώ το δήθεν αποτελεσματικό αυταρχικό υπόδειγμα της Κίνας βρίσκεται ήδη σοβαρά εκτεθειμένο, ο κλειστός κύκλος εξουσίας του Κρεμλίνου παράγει πλέον μόνον προβλήματα και οδηγεί σε αδιέξοδα και οι απολυταρχίες του Κόλπου αδυνατούν να αποκρύψουν την ένδεια των μεταρρυθμιστικών τους σχεδίων, οι δημοκρατίες δυσκολεύονται να ανακάμψουν πολιτικά.”

Πώς αντιλαμβάνονται και πώς αντιμετωπίζουν οι φορείς και οι διεκδικητές της πολιτικής εξουσίας τις δύσκολες προκλήσεις της περιόδου στην οποία έχουμε εισέλθει;

Στον σημερινό, αργά και με δυσκολία αναδυόμενο πολυκεντρικό κόσμο, οι σχετικά ισχυροί περιφερειακοί δρώντες – όπως η Τουρκία – έχουν αναβαθμισμένο ρόλο, οι περιφερειακές συγκρούσεις είναι πιθανότερες και συχνότερες και κάποιες, τουλάχιστον, από τις συμμαχίες είναι εύπλαστες και εξαρτώμενες από τα επιμέρους ζητήματα που ανακύπτουν. Σε ένα τέτοιο κόσμο, οι πληροφορίες και η σωστή ανάλυσή τους μπορεί να είναι παράγοντες όχι απλά σημαντικοί αλλά κρίσιμοι για την επιβίωση.

Όμως οι πληροφορίες και η ανάλυση, οσοδήποτε κρίσιμους ρόλους και αν διαδραματίζουν, θα εξαρτηθούν τελικώς ως προς την επίδρασή τους από την πολιτική και τους πολιτικούς δρώντες. Η πολιτική βρίσκεται σε σταυροδρόμι σήμερα τόσο στην κατακερματισμένη Ευρώπη όσο και στις πολιτικά πολωμένες εσωτερικά ΗΠΑ.

Ενώ το δήθεν αποτελεσματικό αυταρχικό υπόδειγμα της Κίνας βρίσκεται ήδη σοβαρά εκτεθειμένο, ο κλειστός κύκλος εξουσίας του Κρεμλίνου παράγει πλέον μόνον προβλήματα και οδηγεί σε αδιέξοδα και οι απολυταρχίες του Κόλπου αδυνατούν να αποκρύψουν την ένδεια των μεταρρυθμιστικών τους σχεδίων, οι δημοκρατίες δυσκολεύονται να ανακάμψουν πολιτικά. Ειδικά στις ευρωπαϊκές κοινωνίες γίνεται πια αισθητή η εντεινόμενη πίεση. Την χρηματοπιστωτική κρίση διαδέχθηκε η πανδημία την οποία τώρα διαδέχονται η ενεργειακή κρίση και οι γενικότερες συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, με κίνδυνο να εισέλθουμε σε μια νέα εκδοχή στασιμοπληθωρισμού. Προφανώς θα υπάρξουν πολιτικές συνέπειες.

Στη σημερινή και την αυριανή εκρηκτική διεθνή συγκυρία, το έλλειμμα σοβαρών, ενημερωμένων, υπεύθυνων, δημοκρατικά και ταυτόχρονα αυτόφωτων πολιτικών ηγεσιών αποτελεί συνταγή καταστροφής.

Δημοφιλή