Η επιβράδυνση των ΗΠΑ και της Κίνας θα στοιχίσουν στην παγκόσμια οικονομία γύρω στη μισή ποσοστιαία μονάδα με το ρυθμό ανάπτυξης για το 2024, σύμφωνα με τελευταίες προβλέψεις της UBS, να κυμαίνεται γύρω στο 2,6%.
Πιο συγκεκριμένα στις ΗΠΑ η ανάπτυξη θα κινηθεί στο 1,1%, στην Κίνα στο 4,4%, στην Ιαπωνία 0,7% και στην Ευρωζώνη 0,6%. Η περιοριστική ωστόσο νομισματική πολιτική και τα υψηλά επιτόκια μειώνουν τη δυναμική της παγκόσμιας ανάπτυξης και με τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων να τελούν σε οριακό σημείο ,την δε αγορά εργασίας να είναι κλονισμένη. Όσον αφορά τώρα τη χώρα μας ο ίδιος οίκος για το 2024 οριοθετεί την ανάπτυξη στο 3% και τον πληθωρισμό στο 2,4%.
Από την άλλη, οι εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας μιλούν για οριακή αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης στο 2,5% το 2024 από το 2,4% που αναμένεται να διαμορφωθεί το 2023, ενώ αξιοσημείωτη θα είναι η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το 2024 σε σχέση με το4,10% που αναμένεται για το 2023 και το εκρηκτικό 9,3% το 2022.
Βασικοί πυλώνες της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας που συνθέτουν το μείγμα του ΑΕΠ θα είναι οι επενδύσεις, η κατανάλωση και ιδιαίτερα οι εξαγωγές που ταυτίζονται με τον εξωστρεφή προσανατολισμό και κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας. Στόχος είναι ή αύξηση εξαγωγών κατά 60% το 2027 προκειμένου να αντισταθμιστεί το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μεταξύ εξαγωγών-εισαγωγών. Η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση με προϊόντα υψηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, φιλικά προς το περιβάλλον, θα αποτελέσουν τους προπομπούς ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων τα οποία θα ξεχωρίζουν γιατί ακριβώς είναι ικανά να αναμετρηθούν με αντίστοιχα ανταγωνιστικά προϊόντα στις διεθνείς αγορές. Αυτό άλλωστε επί της ουσίας είναι και το στοίχημα της οικονομίας αλλά και της ίδιας της χώρας μας.
Επιπρόσθετα ωστόσο θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και τυχόν πιθανές απειλές όπως και να αναζητηθούν τρόποι και εξειδικευμένες στρατηγικές επιτυχούς διαχείρισης από πλευράς κυβέρνησης ,κάτι που θα επιτρέψει και την ασφαλή πορεία της οικονομίας στο μέλλον.
Πρώτον, η βιωσιμότητα μακροπρόθεσμα του δημόσιου χρέους καθώς μόλις τελειώσει το 2032 η χώρα μας θα επιβαρυνθεί ,λόγω παλαιότερης μνημονιακής υποχρέωσης τόκων δανείων του ΕFSF με 25 δις ευρώ ( 8% του ΑΕΠ) μετά την απόφαση παράτασης του Μαϊου 2018. Σημειωτέον ότι το όριο της βιωσιμότητας του χρέους με βάση το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι σε ποσοστό 15% του ΑΕΠ , αλλά επίσης να ληφθεί υπόψη ότι στην Ελλάδα η αναγκαιότητα τόσο για κοινωνικές δαπάνες όσο και για χρηματοδότηση επενδυτικών projects θεωρείται δεδομένη. F η αυξημένη λοιπόν αβεβαιότητα εκθέτει το δημόσιο στον κίνδυνο των επιτοκίων.H αυξημένη αβεβαιότητα εκθέτει το Δημόσιο στο κίνδυνο των επιτοκίων.
Δεύτερον, η αναντιστοιχία ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας επιφέρει καθυστερήσεις στην απομείωση της ανεργίας και επιδρά αρνητικά στην παραγωγικότητα και στους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας.
Τρίτον, η κατανάλωση που συνεχίζει να συμμετέχει με υψηλό ποσοστό στη σύνθεση του ΑΕΠ και ενισχύθηκε βεβαίως περαιτέρω από την αύξηση της απασχόλησης. Οι στρατηγικές ωστόσο κατευθύνσεις της οικονομίας μας για αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος στη χώρα είναι το μεγάλο ζητούμενο.
Τέταρτον, οι πληθωριστικές πιέσεις και προσδοκίες θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και η υιοθέτηση συνετής Στρατηγικής δημοσιονομικής διαχείρισης επιβάλλεται ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος εκτροπής λόγω αυξημένης ζήτησης.
Πέμπτον, η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα με βάση τον δείκτη IMD για το 2023 που απαιτεί πρόσθετες παρεμβάσεις στο νομικό πλαίσιο , το φορολογικό σύστημα , τη φοροδιαφυγή , τα προβλήματα γραφειοκρατίας, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της Εταιρική Διακυβέρνησης.