Για την χρόνια που μας έρχεται το μεγάλο στοίχημα αφορά στο πεδίο της ιδεολογίας. Θα μπορέσει να υπάρξει μια υπέρβαση της σημερινής δυστοκίας; Ολοένα και περισσότερα καίρια ερωτήματα συσσωρεύονται, ενώ κανένα κόμμα, ούτε τα ευρύτερα πολιτικά ρεύματα, δεν διαθέτουν πειστικές απαντήσεις.
Πρώτα απ’όλα: τι σημαίνει ”απαντήσεις”; Υπάρχει η αποσταθεροποίηση στην Ανατολική Ευρώπη και την Μέση Ανατολή. Η Ρωσία και η Ουκρανία, το Ισραήλ και η Παλαιστίνη, η Συρία και η ισχυροποίηση της Τουρκίας. Υπάρχουν τα προβλήματα που ταλανίζουν την Δύση και πιο συγκεκριμένα για εμάς, την Ευρώπη: αδυναμία επαναπατρισμού των εφοδιαστικών αλυσίδων, δημογραφική υποχώρηση και πολυπολιτισμικό αδιέξοδο. Η εσωτερική κρίση νοήματος και πολιτισμού, που ανακεφαλαιώνεται στην αποδόμηση που επιχειρεί το woke κίνημα. Ακόμα, το δραματικό άνοιγμα της ψαλίδας των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς ό,τι κερδήθηκε μέσα στον 20ο αιώνα υπό την επίδραση των εξισωτικών ιδεολογιών έχει πια χαθεί, και επανέρχονται τα μεγάλα χάσματα και οι σκληροί διαχωρισμοί.
Υπάρχει η συστημική εξάντληση, τέλος. Το γεγονός ότι το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης και του καπιταλισμού της δεν είναι βιώσιμο σε συνθήκες πολυκρίσης, σφοδρών γεωπολιτικών ανταγωνισμών και με την κλιματική αλλαγή να επιταχύνεται. Ή οι υπαρξιακές προκλήσεις που θέτουν οι υψηλές τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη και ο ψηφιακός κόσμος στον άνθρωπο και τις κοινωνίες του.
″Απαντήσεις” σε όλα αυτά, δεν σημαίνει πολιτικές που θα λύσουν αύριο τα ζητήματα, από έναν έναν ηγέτη, ή ένα κόμμα. Δεν είναι ούτε ζήτημα μιας τεχνοκρατίας που θα προκρίνει τις κατάλληλες εργαλειοθήκες. Η έκθεση Ντράγκι, για παράδειγμα, έφερε στην επιφάνεια τις μεγάλες οικονομικές αδυναμίες της Ευρώπης, που κινδυνεύει σε ορισμένα χρόνια να καταστεί ”δεύτερος κόσμος”.
Οι αλλαγές που απαιτούνται, εντούτοις, για να μην φτάσει σε αυτό το επίπεδο είναι μεγάλης κλίμακας. Ανάγονται στο τι φυσιογνωμία θα έχει ο πολυπολικός κόσμος του αύριο, τι θέση θα έχει η Ευρώπη μέσα σε αυτόν, ποιο θα είναι το μέλλον της Ελλάδας. Προϋποθέτουν, την μετακίνηση τεκτονικών πλακών μέσα στις κοινωνίες. Και μια τέτοια πρόκληση απαιτεί πολιτικές δυνάμεις ικανές να κινητοποιήσουν πλατιές κοινωνικές συμμαχίες ―το είδος της πολιτικής που εκφυλίστηκε μέσα στον 20ο αιώνα επειδή το οικειοποιήθηκαν οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες, ή πιο πρόσφατα, επειδή έγινε αντικείμενο μιας δημαγωγικής εκμετάλλευσης τύπου ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
″Απαντήσεις”, λοιπόν, σημαίνει ένα πλαίσιο αξιών, ιδεών, πολιτικής ηθικής, που θα ξαναδώσει πίσω στην πολιτική το χαμένο της νόημα, και άρα θα επιτρέψει εκ νέου στον κόσμο να ταυτιστεί με ένα σχέδιο δράσης, και να συμμετάσχει.
Το λαϊκιστικό δεξιό ρεύμα που βρίσκεται σήμερα σε άνοδο, ο Τραμπ, το ΑfD, ή η Λεπέν ψηφίζεται περισσότερο αρνητικά. Στο πλαίσιο ενός πολέμου φθοράς και όχι μιας αντιπαράθεσης που έχει τον χαρακτήρα της οικοδόμησης.
Στην Ελλάδα ήδη οι περισσότερες δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν μια νέα διάταξη πολιτικών συσχετισμών αναμεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Έχουμε μια ΝΔ που κινδυνεύει να καταστεί μεσαία δύναμη (πέριξ του 30%), και έναν ωκεανό ρευστοποίησης στην αντιπολίτευση. Όπου η μοναδική ανατροπή που μπορεί να συντελεστεί είναι εσωτερική, αφορά πχ την υποκατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ από το ΠΑΣΟΚ, ένα διαφορετικού τύπου ξαναμοίρασμα της τράπουλας μεταξύ μικρών κομμάτων, και όχι κάποια διεύρυνση της πολιτικής επιρροής τους σε νέα ακροατήρια.
Το σκηνικό θυμίζει αρκετά την Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η αναφορά έχει επισκιαστεί από την άνοδο του Χίτλερ, και κανείς δεν θυμάται του τι συνέβη πρίν από αυτήν. Αρχικώς, υπήρχε η πρωτοκαθεδρία της σοσιαλδημοκρατίας. Στο τέλος όμως όλα τα κόμματα του κατεστημένου καταβλήθηκαν από την φθορά και κυβερνούσαν όλα μαζί, πλην των ναζιστών και των κομμουνιστών που αντιμάχονταν εν γένει το δημοκρατικό πλαίσιο, συχνά μέσα από κοινές απεργίες που οργάνωναν παρ όλο που είχαν πόλεμο και μεταξύ τους.
Αφήνοντας λοιπόν έξω από την εξίσωση τον Χίτλερ και τους ναζί, αυτήν την αίσθηση αδυναμίας αναδεικνύει το πολιτικό τοπίο σήμερα.
Το 30%-20%-10%-5%-4%-3%-3%, που εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις είναι σκηνικό κατακερματισμού και καθίζησης. Δείχνει από την μία την πολιτική εξάντληση και εκφυλισμό της κεντροαριστεράς, από την άλλη την αδυναμία της κεντροδεξιάς να συγκροτήσει μονοπολισμό. Κι αυτό διότι το σχέδιο της ΝΔ να πορευτεί με ένα προφίλ που δίνει έμφαση στη διαχείριση και χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο ιδεολογίας μια τριγωνοποίηση μεταξύ του μεταρρυθμιστικού κέντρου, της δεξιάς βάσης, και των υπερφιλελεύθερων δικαιωματιστικών κύκλων, δεν μπορεί να περπατήσει άλλο. Αποδείχθηκε πολύ κατώτερο των προσδοκιών του 40%-41% που την ψήφισε στις προηγούμενες εκλογές απευθύνοντας αιτήματα εθνικής, οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής ανασυγκρότησης που υπό αυτό το προφίλ δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Γι αυτό και κινδυνεύει εν τέλει να φυλλορροήσει κι αυτή, όπως συνέβη με το αντίστοιχο εγχείρημα του Μακρόν στην Γαλλία.
Απαιτείται επομένως ανανέωση, η οποία πρώτα απ′ όλα θα είναι ιδεολογική. Θα αφορά ευρύτερα των κομματικών ακροατήρια και θα ίπταται πάνω από τις ούτως ή άλλως πια ισχνές διαχωριστικές γραμμές των πολιτικών παρατάξεων.
Και θα έχει να κάνει με την θέση μας απέναντι στα ιστορικά ζητήματα που σφραγίζουν το χαρακτήρα της εποχής μας: πως τοποθετούμαστε στην παρακμή της Ευρώπης, στο μη βιώσιμο πια της παγκοσμιοποίησης, στην άνοδο των Ευρασιατικών ολοκληρωτισμών που τείνουν να εσωτερικευτούν και στην Δύση, στις προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης, ή στις κλιματικές ανατροπές;
Το να υπερασπίζεται κάνεις το status quo σήμερα δεν αρκεί, γιατί αυτό κονιορτοποιείται μπροστά στα μάτια μας. Χρειάζεται επομένως να οικοδομηθεί ένα καινούργιο. Άλλες δυνάμεις έχουν κατανοήσει επαρκώς τον χαρακτήρα αυτής της συγκυρίας και έχουν ήδη κινηθεί προς την κατεύθυνση να οικοδομήσουν έναν νέο.
Η Ρωσία γι΄αυτό διεξάγει έναν πόλεμο στην ανατολική Ευρώπη. Και η Τουρκία γι′ αυτό επεμβαίνει ανοιχτά στη Λιβύη και τη Συρία ώστε να αναδειχθεί σε ρυθμιστή. Σε ένα άλλο επίπεδο, η πολιτική υπερδραστηριότητα του Έλον Μάσκ, που είναι ταυτοχρόνως ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, ιδιοκτήτης ενός από τα πιο επιδραστικά Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και βαρόνος της υψηλής τεχνολογίας, αποτελεί προάγγελο ενός μάλλον νεοφεουδαρχικού μέλλοντος που μπορεί να προκύψει.
Το συμπέρασμα είναι ότι αν αφήσουμε ελεύθερο το πεδίο, και απλά θρηνούμε για την χαμένη κανονικότητα, το αποτέλεσμα δεν θα μας αρέσει καθόλου. Απαιτείται επομένως μια μεγάλη κινητοποίηση, και για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις υπέρ της η πρόκληση για το 2025 είναι ιδεολογική.