Σε κάθε εταιρεία, όταν δημιουργείται κάτι καινούργιο, υπάρχει και ο σχετικός
σκεπτικισμός για την απήχηση που θα έχει. Πόσω μάλλον όταν τολμά μια εταιρεία σαν την Porsche, να φύγει από τη φόρμα της 911 και να πάρει… μπόι.
Πράγματι, με την Cayenne, ότι μόνο έδωσε όγκο στη γκάμα της, αλλά με ένα
ψηλότερο SUV αμάξωμα, ψήλωσε και σε πωλήσεις.
Ο Ferry Porsche το είχε προβλέψει ήδη από το 1989: «Αν κατασκευάσουμε ένα off-road μοντέλο, σύμφωνα με τα δικά μας standard ποιότητας και με το σήμα της
Porsche στο καπό, ο κόσμος θα το αγοράσει».
Η Porsche για να παραμείνει στην αγορά, έπρεπε να πάρει αποφάσεις. Μόνο με την 911 δεν υπήρχε βιωσιμότητα, έχοντας 23.060 πωλήσεις το 1992. Ετσι, με την Boxster που παρουσίασε το 1996, άρχισε να βγαίνει σταδιακά από την ύφεση και το τρίτο μοντέλο, η Cayenne, την έφερε στον δρόμο της επιτυχίας.
Το μεγαλεπήβολο εγχείρημα πραγματοποιήθηκε ως μέρος ενός κοινού προγράμματος με τη Volkswagen, που ονομάστηκε «Colorado», τον Ιούνιο του 1998: η Porsche Cayenne και το Volkswagen Touareg θα μοιράζονταν την ίδια πλατφόρμα, όμως κάθε κατασκευαστής θα χρησιμοποιούσε τους δικούς του κινητήρες και διαφορετικές ρυθμίσεις για το αυτοφερόμενο αμάξωμα.
Η Cayenne άρχισε να κατασκευάζεται σε μια νέα μονάδα παραγωγής στην Λειψία, τον Αύγουστο του 2002 και από το 2017 σε εργοστάσιο στην Μπρατισλάβα, προκειμένου η Porsche να αυξήσει τις δυνατότητες της γραμμής παραγωγής της Λειψίας για την παραγωγή των Panamera και της Macan.
Η πρώτη γενιά (Ε1) είχε όλα όσα θα περίμενε κανείς από μια Porsche: Eπιλογή
ανάμεσα σε δύο κινητήρες V8. Στην Cayenne S, ο νέος κινητήρας των 4.5 λτ είχε
απόδοση 340 ίππων (250KW) ενώ στην Cayenne Turbo από την ίδια χωρητικότητα κινητήρα, η απόδοση ανέβαινε θεαματικά στους 450 ίππους.
Η τελική ταχύτητα έφθανε τα 242 και 266 χλμ./ώρα, ενώ το Porsche Traction
Management (PTM) διαμοίραζε κατά βάση τη δύναμη σε πίσω και εμπρός άξονα σε ποσοστό 62:38. Για εκτός δρόμου, οι οδηγοί των Cayenne μπορούσαν να βασίζονται «στο κοντό» διαφορικό, ώστε να βελτιώνουν την έλξη σε δύσκολες συνθήκες, ενώ το full locking κεντρικό διαφορικό εξασφάλιζε ότι δεν θα υπάρχει άσκοπο σπινάρισμα ακόμη και αν οι τροχοί έχαναν την επαφή με το έδαφος.
Αυτή η Cayenne ήταν επίσης η πρώτη Porsche που ενσωμάτωσε το ολοκαίνουριο σύστημα Porsche Active Suspension Management, που προσφέρονταν σε συνδυασμό με πνευματική ανάρτηση. Υπολόγιζε συνεχώς τις δυνάμεις που επενεργούσαν στις αναρτήσεις, την κατάσταση του δρόμου και τον τρόπο και το στυλ οδήγησης, ενώ βοηθούσε και την οδήγηση εκτός δρόμου: Η ήδη εντυπωσιακή απόσταση από το έδαφος των 21,7 εκατοστών της συμβατικής ανάρτησης, αυξάνονταν στα 27,3 εκατοστά στην πνευματική ανάρτηση.
Η Porsche, βελτίωσε ακόμη περισσότερο την συμπεριφορά στον δρόμο και τις επιδόσεις της Cayenne, στις αρχές του 2006, με την εμφάνιση της πρώτης Cayenne Turbo S με απόδοση 521 ίππων με τον κινητήρα V8 biturbo των 4.5 lt. Απόδοση και επιδόσεις πέρα από τα standard της εποχής.
H δεύτερη γενιά (Ε2), αντί για το δεύτερο κιβώτιο με τις κοντές σχέσεις, εξοπλίστηκε με ένα «on-demand» σύστημα τετρακίνησης που ελέγχονταν από πολύδισκο συμπλέκτη, σύστημα που υπάρχει και σήμερα. Η Porsche εξέλιξε επιπλέον νέους plug-in υβριδικούς κινητήρες, στην, από την βάση της ξανασχεδιασμένης Ε2. Αυτές οι εκδόσεις εξοπλίζονταν με κεντρικό διαφορικό Torsen. Όλοι οι κινητήρες είχαν αυξημένη απόδοση και μειωμένη έως και 23% κατανάλωση. Από την άλλη, το στοιχείο που τραβούσε την προσοχή στο επανασχεδιασμένο εσωτερικό ήταν η μεγάλη κεντρική κονσόλα που ανέβαινε ψηλά στο ταμπλό.
Επίσης, εξελίχθηκε η πνευματική ανάρτηση τριών θαλάμων και η τετραδιεύθυνση, ενώ το νέο αλουμινένιο, αυτοφερόμενο αμάξωμα, μείωσε το βάρος, κάνοντας το αυτοκίνητο πιο αποδοτικό και ευέλικτο.
Mε την παρουσίαση της 3ης γενιάς της Cayenne, η Porsche αποχαιρέτησε τους
κινητήρες πετρελαίου, επικεντρώνοντας την προσοχή της στην εξέλιξη της
τεχνολογίας των υβριδικών plug-in. Μια ακόμη σημαντική στιγμή, ήταν η πρώτη
παρουσίαση την άνοιξη του 2019 της ακόμη πιο sport έκδοσης της Cayenne Coupé, με οροφή που χαμήλωνε με αρκετή κλίση στο πίσω μέρος, όπως στην 911.
Κινούμενες μόνο ηλεκτρικά, οι plug-in εκδόσεις της Cayenne 3ης γενιάς έχουν την δυνατότητα για ταχύτητες έως 135 χλμ./ώρα και αυτονομία έως 44 χιλιόμετρα, εκπέμποντας μηδενικούς ρύπους. Οι υβριδικές εκδόσεις, χρησιμοποιούν 17,9 kWh high-voltage μπαταρία, και έναν ηλεκτροκινητήρα 100 kW.
Η πιο δυνατή έκδοση στη γκάμα της Cayenne είναι η Turbo S E-Hybrid, διαθέσιμη από το 2019, με απόδοση 680 ίππων και μέγιστη ροπή στρέψης 900 Νm, διαθέσιμη μάλιστα από την αρχή, επιταχύνοντας σε μόλις 3,8 δευτ.
Στη διαδρομή της, η Cayenne απέδειξε την αντοχή της σε μια σειρά από extreme
καταστάσεις. Για παράδειγμα, το 2006, δύο ιδιωτικές ομάδες συμμετείχαν με Porsche Cayenne S, στο rally Transsyberia των 7.000 χλμ., από τη Μόσχα στον Ουλάν Μπατόρ στην Μογγολία διασχίζοντας τη Σιβηρία, καταλαμβάνοντας εν τέλει, την πρώτη και δεύτερη θέση.
Επίσης, η πρώτη Cayenne GTS, παρουσιάστηκε το 2007 με την ανανέωση της
πρώτης γενιάς Ε1. Οι 405 ίπποι (298 kW) από τον κινητήρα των 4.8 lt, έθεταν το
αυτοκίνητο στην κορυφή της λίστας των εκδόσεων Cayenne εξοπλισμένων με
ατμοσφαιρικούς κινητήρες. Στην GTS δεύτερης γενιάς, η απόδοση αυξήθηκε στους 420 ίππους και στα ανανεωμένα μοντέλα του 2015, η Porsche αντικατέστησε τους ατμοσφαιρικούς V8 κινητήρες, με V6 biturbo, για λόγους αποδοτικότητας. Παρά την μικρότερη χωρητικότητα, οι V6 απέδιδαν 20 ίππους περισσότερους και κατανάλωναν λιγότερο καύσιμο.
Στην τρέχουσα έκδοση GTS, η Porsche επανέρχεται και πάλι στους 8κύλινδρους , με τους τετράλιτρους biturbo V8. Εμπνεόμενη από την επιτυχία της Cayenne GTS, κάθε σειρά μοντέλων της Porsche πλέον έχει τώρα μια ιδιαίτερη sport παραλλαγή στις διαθέσιμες εκδόσεις.
Καταλήγοντας, ως προς τις πωλήσεις, στα οκτώ χρόνια παραγωγής των μοντέλων της πρώτης γενιάς, πουλήθηκαν 276.652 αυτοκίνητα, η εκατομμυριοστή Cayenne βγήκε από την γραμμή παραγωγής το καλοκαίρι του 2020, ενώ το 2021, πουλήθηκαν παγκοσμίως πάνω από 80.000 Cayenne.