Παρίσι, 31 Αυγούστου 1997, μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Το αυτοκίνητο στο οποίο επιβαίνει η πριγκίπισσα της Ουαλίας, Νταϊάνα με τον σύντροφο της, Ντόντι αλ Φαγιέντ (γιο του Άραβα μεγιστάνα, ιδιοκτήτη των Harrods και του ξενοδοχείου Ritz, Μοχάμεντ αλ Φαγιέντ) κατευθύνεται με μεγάλη ταχύτητα στην υπόγεια σήραγγα Pont de l’Alma του Παρισιού.
Στην προσπάθεια του να ξεφύγει από τους παπαράτσι που καταδιώκουν -κυριολεκτικά- το ζευγάρι με μηχανές, ο οδηγός πέφτει πάνω σε έναν από τους πυλώνες του τούνελ και στη συνέχεια χτυπά με σφοδρότητα στον τοίχο. Ο Ντόντι -και ο οδηγός του- σκοτώνονται επί τόπου. Η Νταϊάνα τραυματίζεται σοβαρά. Απεγκλωβίζεται από το αυτοκίνητο και μεταφέρεται στο νοσοκομείο Pitié-Salpétrière. Οι γιατροί καταβάλλουν επί δύο ώρες υπεράνθρωπες προσπάθειες για να την κρατήσουν στη ζωή, όμως στις 3 ξημερώματα Κυριακής η πριγκίπισσα της Ουαλίας είναι νεκρή.
Η είδηση του θανάτου της Νταϊάνα, που έναν μήνα πριν είχε κλείσει τα 36 της χρόνια, μεταδίδεται σαν αστραπή σε όλο τον κόσμο και οι Βρετανοί βιώνουν επτά ημέρες βαρύτατου πένθους για τη γυναίκα, που ενώ δεν ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας, ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τόνι Μπλερ -ο οποίος είχε περάσει το κατώφλι της Ντάουνινγκ Στριτ μόλις τρεις μήνες πριν- χαρακτήριζε στην πρώτη επίσημη δήλωση του μετά την τραγωδία «πριγκίπισσα του λαού».
Σύμφωνα με το BBC, 1 εκατομμύριο Βρετανοί ακολούθησαν την κηδεία της, ενώ 2,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι την είδαν από την τηλεόραση. Οι γαλλικές αρχές παρέδωσαν το πόρισμα για το δυστύχημα δύο χρόνια μετά. Σύμφωνα με την έρευνα, το επίπεδο του αλκοόλ στο αίμα του οδηγού Henri Paul ήταν τρεις φορές πάνω από το νόμιμο όριο, ενώ επιπλέον, είχε υπερβεί το όριο ταχύτητας. Παρά τη σφοδρή κριτική τελικά δεν ασκήθηκε δίωξη στους παπαράτσι. Η υπόθεση άνοιξε ξανά από τη βρετανική μητροπολιτική αστυνομία το 2004 και έκτοτε, πέρα από τα γεγονότα, έχουν δει το φως της δημοσιότητας πλείστες όσες θεωρίες συνωμοσίας, ορισμένες από τις οποίες εμπλέκουν μέχρι και τις μυστικές υπηρεσίες Βρετανίας και Γαλλίας.
Η σύντομη, αλλά πυκνή σε γεγονότα, ζωή της πριγκίπισσας Νταϊάνα (1η Ιουλίου 1961- 31 Αυγούστου 1997), πρώτης συζύγου του πρίγκιπα της Βρετανίας Κάρολου και μητέρας του πρίγκιπα Γουίλιαμ και του πρίγκιπα Χάρι, παρέμεινε στο προσκήνιο όχι μόνο κατά τη διάρκεια του γάμου της, που μέσα σε μία πενταετία άρχισε να καταρρέει, του πολυσυζητημένου διαζυγίου της -το οποίο επισημοποιήθηκε έναν χρόνο πριν φύγει από τη ζωή- αλλά ακόμη και μετά τον θάνατο της. Άλλωστε, το τραγικό τέλος της έγινε αιτία για να ανοίξει, πρώτα στη Βρετανία, η δημόσια συζήτηση για τον ρόλο των media και κυρίως, του «κίτρινου Τύπου» και των πρακτικών του. Η Νταϊάνα ήταν για τους φωτογράφους «χρυσωρυχείο». Όπως έχουν παραδεχθεί ακόμη και διευθυντές «mainstream» μέσων, εάν το φύλλο της επόμενης μέρας είχε έστω και μία φωτογραφία της οι πωλήσεις της εφημερίδας ανέβαιναν κατακόρυφα.
Δεκατρία βιβλία έχουν κυκλοφορήσει για τη Νταϊάνα -από δημοσιογράφους, φίλους και υπεύθυνους ασφαλείας, μέχρι την επί επτά χρόνια οικονόμο του Κάρολου- χώρια τις «αποκαλυπτικές επιστολές», τις ταινίες, τα ντοκιμαντέρ και τις εκθέσεις. Η νεκρή πριγκίπισσα παραμένει best seller και ο πρόσφατος γάμος του γιου της Χάρι με τη Μέγκαν Μαρκλ έδωσε νέες αφορμές για συνδέσεις και αναμνήσεις.
Η Νταϊάνα Φράνσις Σπένσερ είχε λάμψη και γοητεία -μαζί με συστολή- και οι Βρετανοί έβλεπαν στο πρόσωπο της ζεστασιά και αμεσότητα -μαζί και την πιθανότητα επαναπροσδιορισμού του ρόλου της βασιλικής οικογένειας στα δεδομένα της νέας εποχής. Μέσα σε χρόνο ρεκόρ εξελίχθηκε σε απόλυτο fashion icon (κάτι μεταξύ Όντρεϊ Χέπμπορν και Τζάκι Κένεντι), συνομιλούσε με άνεση από αρχηγούς κρατών και τον Έλτον Τζον, το τότε ζεύγος Τομ Κρουζ Νικόλ Κίντμαν, μέχρι τον Τζον Τραβόλτα με τον οποίον μοιράστηκε τον περίφημο χορό στον Λευκό Οίκο το 1985, αγωνιζόταν για τα δικαιώματα των ασθενών με AIDS, περπατούσε σε ενεργό ναρκοπέδιο στην Αγκόλα και τραβούσε τα φλας σαν μαγνήτης σε γκαλά και επίσημα δείπνα.
Μπορεί οι γιοι της, Γουίλιαμ και Χάρι, να τίμησαν τη μνήμη της εφέτος ιδιωτικά, σε στενό οικογενειακό κύκλο, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά όπως όλα δείχνουν, η πριγκίπισσα που ήταν ο «πονοκέφαλος» της βασίλισσας Ελισάβετ, ακόμη «στοιχειώνει» το παλάτι.