1974-1989. Η θριαμβεύουσα Μεταπολίτευση και ο Ανδρέας Παπανδρέου

Μια σειρά κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την ελληνική ιστορία.
Pierre PERRIN via Getty Images

Η μεταπολιτευτική περίοδος, εξαιτίας της μακράς διάρκειάς της, μπορεί να χωριστεί σε τρεις χρονικά άνισες περιόδους: 1974-1989, 1990-2009 και 2009-2019.

Στην πρώτη, έως το 1989/1993, παρά την καταστροφή του 1974 στην Κύπρο, οι Έλληνες απολαμβάνουν τη νεοαποκτηθείσα αβασίλευτη δημοκρατία τους, την επέκταση των πολιτικών ελευθεριών του συνδικαλισμού και του κοινωνικού κράτους, καθώς και μια σχετική πνευματική ανάταση μετά την αυχμηρότητα των εφτά χρόνων της δικτατορίας, η οποία έμοιαζε να αποτελεί συνέχεια των κατακτήσεων της δεκαετίας του 1960. Άλλωστε, οι ίδιοι πρωταγωνιστές θα κυριαρχούν κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο στο οικονομικό, πολιτικό, πνευματικό και πολιτιστικό στερέωμα της χώρας. Ο Στρατής Ανδρεάδης και ο Σταύρος Νιάρχος· ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Γεώργιος Μαύρος, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Ηλίας Ηλιού και ο Λεωνίδας Κύρκος· ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Κ.Θ. Δημαράς και ο Νίκος Σβορώνος, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Διονύσης Σαββόπουλος…

Στη δεύτερη περίοδο, 1989/1993-2009, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και του αδιεξόδου ενός κοινωνικού κράτους στηριγμένου στον δανεισμό, κυρίαρχο στοιχείο καθίσταται η εκχώρηση μεγάλου μέρους της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας στις ενισχυόμενες δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης· αποφασιστικό ρόλο στη «διάσωση» της καταρρέουσας οικονομίας θα διαδραματίσουν άλλωστε οι ξένοι μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη και την Αλβανία που θα επιτρέψουν σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ενώ με την προσχώρηση στην ΟΝΕ, το 1990, και την υιοθέτηση του ευρώ, το 2001, η Ελλάδα θα ολοκληρώσει τη μετάβαση σε ένα διακρατικό και διεθνικό ευρωπαϊκό σύστημα παγιώνοντας μία σχέση παρασιτικού χαρακτήρα με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τέλος, στην τρίτη περίοδο, εκείνη του 2009-2019, θα καταρρεύσει το παρασιτικό οικοδόμημα της ελληνικής οικονομίας και θα εκκενωθεί οριστικά η δυναμική της μεταπολίτευσης αποκαλύπτοντας στους Έλληνες το κρυμμένο μέχρι τότε βάθος και την έκταση της παρακμής του ελληνικού έθνους-κράτους.

Η θριαμβεύουσα μεταπολίτευση

Όταν το 1974 κατέρρευσε η δικτατορία, το μεγάλο κύμα της αμφισβήτησης που εγκαινιάστηκε στη δεκαετία του 1960 εξακολουθούσε να σαρώνει τον κόσμο. Ο πόλεμος του Βιετνάμ συνεχίζεται και η Κίνα εξακολουθεί να εμφανίζεται ως ένας παγκόσμιος «επαναστατικός πόλος»· στη Μέση Ανατολή γιγαντώνεται το παλαιστινιακό κίνημα· η πορτογαλική Επανάσταση των Γαρυφάλλων θα συμπέσει με την πτώση της ελληνικής χούντας και στην Ισπανία εισέρχεται στον επιθανάτιο ρόγχο της η φρανκική δικτατορία.

Σε όλη τη Δύση η σχέση εργασίας-κεφαλαίου μοιάζει να έχει ανατραπεί εις βάρος του κεφαλαίου. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο μεγάλο το ποσοστό του εισοδήματος που αποσπούσε η μισθωτή εργασία ενώ, αντιστρόφως, το ποσοστό κέρδους των επιχειρήσεων οδηγούνταν στο ναδίρ. Σε όλο τον κόσμο και στη Δυτική Ευρώπη κατ’ εξοχήν, αμφισβητούνται οι πατριαρχικές αξίες στην οικογένεια, στη σχέση των δύο φύλων, στην κοινωνικοποίηση της νεολαίας. Η μεγάλη ανατροπή του «απαγορευτικού» καπιταλισμού και η έλευση του «επιτρεπτικού», την οποία σηματοδότησε ο Μάης του 1968, επεκτείνεται σαν πυρκαγιά σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Και η μεταπολίτευση στην Ελλάδα, παρότι είχε ως άμεση αιτία μια εθνική καταστροφή στην Κύπρο, εξελίσσεται σε απόλυτη συνάφεια και συντονισμό με αυτό το πνεύμα, αυτά τα κινήματα και αυτές τις ιδεολογικές προκείμενες. Στην ηγεσία της μεταπολίτευσης βρίσκεται η φοιτητική γενιά του Πολυτεχνείου η οποία άλλωστε και στελεχώνει όλα τα πολιτικά κόμματα.

Η κατάρρευση της δικτατορίας σηματοδοτεί και την κατάρρευση ενός ολοκλήρου συστήματος, οικοδομημένου από το μετεμφυλιακό κράτος, το λεγόμενο «κράτος της Δεξιάς». Αυτό το κράτος, παρότι έμοιαζε να έχει ήδη καταρρεύσει κατά την «άνοιξη» του 1963-1967, σε έναν τελευταίο σπασμό, με τη συνεπικουρία και γεωπολιτικών συνιστωσών –Κυπριακό, αραβο-ισραηλινός πόλεμος–, θα επιστρέψει για επτά ολόκληρα χρόνια.

Συνεπώς, στη μεταπολιτευτική περίοδο, η ελληνική κοινωνία όχι μόνο βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη κοινωνική και πολιτισμική επανάσταση πλανητικών διαστάσεων αλλά όφειλε να εξαλείψει και τα κατάλοιπα του εμφυλιακού καθεστώτος. Όπως άλλωστε συμβαίνει πάντοτε, η επικράτηση της πιο ακραίας εκδοχής ενός καθεστώτος προκαλεί την εξ ίσου ακραία επανεμφάνιση του αντίπαλου δέους. Στον ιδεολογικό πόλεμο της μεταπολίτευσης θα ηγεμονεύσουν οι ηττημένοι του εμφυλίου, δηλαδή η Αριστερά, ενώ τα άλλοτε απαγορευμένα αντάρτικα τραγούδια θα αντηχούν υψηλόφωνα σε όλη τη χώρα.

Το σύνολο της πολιτικής και πνευματικής ζωής θα στραφεί προς τα αριστερά. Το παλιό «Κέντρο» του Γεωργίου Παπανδρέου θα παραχωρήσει τη θέση του στο ριζοσπαστικό ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα η παλιά Δεξιά θα αντικατασταθεί από τη νέα αντιδικτατορική κεντροδεξιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ομοίως και η κυρίαρχη, ακόμα και στη δεκαετία του 1960, διανόηση της «γενιάς του τριάντα», βενιζελικής πολιτικής ευαισθησίας, θα παραχωρήσει τη θέση της στην αριστερή διανόηση της δεκαετίας του 1970, ενισχυμένη από τις νεοπαγείς φάλαγγες των Παριζιάνων μαθητών του Λουί Αλτουσέρ.

Η μεταπολιτευτική περίοδος, από το 1974 έως το 1989, αποτέλεσε παράλληλα και μια εποχή αυξημένης αυτονομίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος έναντι του παγκόσμιου. Άλλωστε οι ΗΠΑ δεν έχουν συνέλθει ακόμα από τον κόλαφο του Βιετνάμ και βυθίζονται στην κρίση του Γουώτεργκεϊτ, γεγονός που θα δώσει την ευκαιρία στην ΕΣΣΔ να ενισχυθεί γεωπολιτικά παρά τις σαθρές βάσεις του καθεστώτος.

Η Ελλάδα αποκτάει τη δυνατότητα να ελίσσεται ανάμεσα στο ΝΑΤΟ –θα φτάσει να αποχωρήσει από το στρατιωτικό του σκέλος–, την ΕΣΣΔ, τις αραβικές χώρες και τη Γαλλία του Φρανσουά Μιτεράν. Παράλληλα, θα λάβει χώρα η ένταξη στην ΕΟΚ το 1981, ένταξη που αποτελούσε τόσο μια απάντηση στην τουρκική απειλή όσο και προσχώρηση της Ελλάδας σε ένα νέο σύστημα κοινωνικών και πολιτικών ρυθμίσεων.

Η ανατροπή του «μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς» συνοδεύτηκε από σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Η συμμαχία μισθωτών και μικροϊδιοκτητών του αστικού και του αγροτικού τομέα διεκδικούσε τη διάχυση στο σύνολο της κοινωνίας των οικονομικών πλεονασμάτων της περιόδου της ταχείας ανάπτυξης 1960-1973, τη δημιουργία ενός στοιχειώδους κοινωνικού κράτους και την πρόσβαση στο κράτος από τους αποκλεισμένους των παλαιότερων περιόδων. Εθνικό Σύστημα Υγείας, ενιαίο ασφαλιστικό σύστημα, διεύρυνση του εκπαιδευτικού συστήματος, θέσπιση κατώτερου μισθού κ.ο.κ.

Άλλωστε, η Ελλάδα δεν ήταν πλέον μια χώρα σε χαώδη απόσταση από το εισοδηματικό επίπεδο των λοιπών δυτικών χωρών. Έτσι το ελληνικό ΑΕΠ, συγκριτικά με τις τρεις πλουσιότερες δυτικές χώρες, μέχρι το 1970 είχε ως εξής:

Ποσοστό % του κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ελλάδας ως προς εκείνο επιλεγμένων χωρών:

.
.
.

Στη δεκαετία του 1970 μάλιστα, το ΑΕΠ της Ελλάδας θα προσεγγίσει ακόμα περισσότερο τις δυτικές χώρες φθάνοντας στο ύψος του 55-60%. Άλλωστε, ο ελληνικός πληθυσμός ήταν ακόμα σχετικά νεανικός, οι συνταξιούχοι το 1980 ήταν μόλις 760.000, και η σχέση εργαζομένων προς συνταξιούχους ήταν 5,16 προς 1. [Το 2020 πλησιάζουν τα 3.000.000, και η σχέση εργαζόμενων/ συνταξιούχων έπεσε μόλις στο 1,3/1!]

Παράλληλα, η Ελλάδα διέθετε έναν σχετικά μικρό κρατικό τομέα δεν επιβάρυνε σε μεγάλο βαθμό την ιδιωτική οικονομία. Τα μεγέθη των δημοσίων δαπανών ως προς το ΑΕΠ είχαν την ακόλουθη εξέλιξη διαχρονικά: 1960 22,0%, 1980 29,6%, 1990 47,8%, 2009 53%.

Οι χαμηλές αμοιβές της δικτατορικής περιόδου επέτρεψαν στην ελληνική οικονομία να συνεχίζει να παρουσιάζει, ακόμα και μέχρι το 1980, σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, πάνω από 4% τον χρόνο, παρά τις σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς. Κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο –1974-1978–, οι πραγματικές αμοιβές σε σταθερές τιμές αυξήθηκαν κατά 22% για τους άνδρες και 40% για τις γυναίκες. Άλλωστε ενισχύεται σχεδόν εκθετικά το απεργιακό κίνημα και οι απεργοί από 46.374 το 1975 θα φθάσουν το 1.407.821 το 1980.

Παράλληλα εκδηλώνεται μια γενικότερη τάση προς την «κρατικοποίηση» της οικονομίας. Τάση η οποία αγκάλιαζε το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η ηγεμονική τότε «Νέα Δημοκρατία» του Κωνσταντίνου Καραμανλή (είχε αποσπάσει το 53,4% των ψήφων το 1974 και το 42% το 1977), θα προσφύγει στις κρατικοποιήσεις, σε τέτοια κλίμακα, ώστε θα κατηγορηθεί ακόμα και για «σοσιαλμανία».

Η κυβέρνηση θα προχωρήσει εν μια νυκτί στην κρατικοποίηση του μεγαλύτερου οικονομικού συγκροτήματος της χώρας, του συγκροτήματος Ανδρεάδη, που περιλάμβανε δεκάδες μεγάλων επιχειρήσεων σε όλους τους τομείςκαι παρήγε το 6% του ελληνικού ΑΕΠ. Εξάλλου, ήδη το κράτος είχε εξαγοράσει την «Ολυμπιακή Αεροπορία» και θα δημιουργηθούν οι κρατικές επιχειρήσεις διαχείρισης των συγκοινωνιών, η Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ), η Ελληνική Βιομηχανία Όπλων, η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία κ.ά. Σε αυτές, το ΠΑΣΟΚ, προσέθεσε δεκάδες άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις που εντάχθηκαν το 1983 στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ), και οι οποίες απασχολούσαν 28.548 άτομα σχεδόν απ’ όλους τους κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας.

Βέβαια, ένας από τους σοβαρότερους λόγους της «σοσιαλμανίας» της Κεντροδεξιάς αλλά και του ΠΑΣΟΚ δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που δημιούργησε η πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η κατάρρευσή του 1974 με την άνοδο του εργατικού κόστους.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ

Κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, το ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε ως επικεφαλής μιας ισχυρής κοινωνικής συμμαχίας των «μικρομεσαίων», δηλαδή των λαϊκών, εργατικών και αγροτικών τάξεων, καθώς κι ενός μεγάλου μέρους των κατώτερων μεσαίων βιοτεχνικών και εμπορικών στρωμάτων και θα αποσπάσει το 48% των ψήφων το 1981, και το 45,8% το 1985 Κοινωνική συμμαχία που διεκδικούσε «ισονομία», ενίσχυση των εισοδημάτων και πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό.

Και πράγματι, το κράτος, αποτελούσε μέχρι τότε φέουδο των νικητών του εμφυλίου. Η άρση των αποκλεισμών θα συνοδευτεί από τη συνακόλουθη διόγκωση του κρατικού μηχανισμού ο οποίος, από 300.000 άτομα στα 1980, και 7-8% του ενεργού πληθυσμού, θα περάσει στις 600.000 δέκα χρόνια αργότερα, για να ξεπεράσει το εκατομμύριο στη δεκαετία του 2000 και το 23% του ενεργού πληθυσμού.

Θα μπορούσαμε μάλιστα να υποστηρίξουμε βάσιμα πως κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο θα κλείσει οριστικά το χάσμα ανάμεσα στις προσφυγικές μάζες, συνδεδεμένες με τον βενιζελισμό και την Αριστερά, και το «παλαιοελλαδίτικο» κατεστημένο του στρατού και του κρατικού μηχανισμού.

Ίσως δε η στρατιωτική Χούντα να αποτέλεσε τη τελευταία έκφραση της «παλαιοελλαδίτικης» βασιλικής παράταξης. [Από την ηγετική ομάδα των συνταγματαρχών της στρατιωτικής δικτατορίας ο Παπαδόπουλος, ο Ρουφογάλης, ο Λαδάς καταγόταν από την Πελοπόννησο, ο Μακαρέζος από τη Στερεά Ελλάδα και ο Ιωαννίδης από την Αθήνα.] Μέσα στη χοάνη της μεταπολίτευσης, θα λάβει τέλος εν τοις πράγμασι, 60 ή 70 χρόνια μετά το 1920, ο παλαιός διχασμός αν όχι ακόμα και ο εμφύλιος.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ως σύμβολο της Μεταπολίτευσης

Ο Ανδρέας Παπανδρέου στη Σουηδία το 1970:
Ο Ανδρέας Παπανδρέου στη Σουηδία το 1970:
Keystone-France via Getty Images

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της δικτατορίας και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, πραγματοποίησε ένα εντυπωσιακό ιδεολογικό και πολιτικό άλμα, από τον κεϋνσιανό καθηγητή οικονομετρίας των αμερικανικών πανεπιστημίων στον νεομαρξιστή, αντιιμπεριαλιστή ηγέτη του 1970.

Ο Παπανδρέου είχε κατανοήσει, πως το παλιό πολιτικό σύστημα, με την ιδεολογική και θεσμική αρματωσιά του, δεν ανταποκρινόταν πλέον στις συνθήκες του πολιτικού ριζοσπαστισμού που πυροδότησε η δικτατορία και η κατάρρευσή της. Προέβη λοιπόν σε μια πρωτότυπη και τελεσφόρα ιδεολογική και πολιτική σύνθεση. Χαρακτήρισε την Ελλάδα μια χώρα εξαρτημένη, με μία μεγαλοαστική τάξη μεταπρατικού χαρακτήρα· έτσι, συνέδεσε το αίτημα για ανανέωση των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών με εκείνο της απόρριψης της ξένης εξάρτησης.

Δηλαδή, το δίδυμο των πασοκικών συνθημάτων της δεκαετίας του 1970: «σοσιαλισμός» και «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες».

Ταυτόχρονα, εγκαταλείποντας τον εργατίστικο λόγο της Αριστεράς, εντόπισε την ελληνική ιδιαιτερότητα στο μεγάλο βάρος της μικροϊδιοκτησίας και των μικροαστικών στρωμάτων, προτείνοντας μια «συμμαχία αγροτών, εργατών και μικρομεσαίων», τους οποίους αποκαλούσε «μη προνομιούχους Έλληνες». Διότι τουλάχιστον μέχρι το 1981, η καπιταλιστική συγκέντρωση στην Ελλάδα συνέχισε να συμβαδίζει με την αναπαραγωγή των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων του αστυκού τομέα. Οι αυτοαπασχολούμενοι εκτός του αγροτικού τομέα είχαν αυξηθεί με ταχύτερους ρυθμούς από τους μισθωτούς της βιομηχανίας: από 311.557, το 1951, έφθασαν τις 435.816 το 1971, και τις 575.620 το 1981.

Έτσι, ο Παπανδρέου υπερακόντισε την παραδοσιακή Αριστερά, συνδυάζοντας τη συστημική του ιδιότητα (προβεβλημένο στέλεχος αστικού κόμματος όπως η Ένωση Κέντρου) με την επαναστατική ταυτότητα (ως ηγέτης της αντιστασιακής οργάνωσης, ΠΑΚ), για να επιτύχει με το ΠΑΣΟΚ μια πρωτότυπη και πλειοψηφική σύνθεση.

Όμως η επιτυχία μιας πολιτικής που έρχεται «από τα πάνω» να ενσωματώσει το κύμα που ερχόταν «από τα κάτω», υπήρξε ταυτόχρονα και η γενεσιουργός αιτία των αδυναμιών και των αστοχιών του εγχειρήματός του. Διότι η εφαρμογή ενός τέτοιου ριζοσπαστικού προγράμματος θα απαιτούσε την ύπαρξη ενός πολιτικού κινήματος με υψηλό χαρακτήρα ανιδιοτέλειας, εργατικότητας και συνοχής και όχι ένα κόμμα – μείγμα πολιτευτών παλαιάς κοπής, με μια νεόκοπη ομάδα υποστηρικτών χωρίς μεγάλο βάθος παιδείας.

Επιπλέον, η μεταβολή ενός σημαντικού μέρους των «μη προνομιούχων» Ελλήνων σε νομενκλατούρα του κράτους θα διογκώσει τους κρατικούς μηχανισμούς, συρρικνώνοντας τις παραγωγικές δομές της χώρας· τελικώς, θα δημιουργήσει ένα σπάταλο κοινωνικό κράτος στηριζόμενος στον εξωτερικό δανεισμό.

Έτσι διαμορφώθηκε το ιδιαίτερο στυλ διάστασης μεταξύ λόγων και έργων που σφραγίζει τη μεταπολιτευτική περίοδο. Από τις θεωρίες για αυτόκεντρη ανάπτυξη, στην κατάρρευση των παραγωγικών δομών, την παρασιτοποίηση της ελληνικής οικονομίας και τη μεταβολή των Ελλήνων «σε γκαρσόνια της Ευρώπης», την οποία κατήγγελλε… ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Το μοντέλο ΠΑΣΟΚ εισήλθε σε κρίση ήδη από το 1985 μπροστά στα αδιέξοδα ενός κοινωνικού κράτους και τη συνακόλουθη διόγκωση του κρατικού μηχανισμού που στηριζόταν προνομιακά στον δανεισμό και μάλιστα σε συνθήκες ιδιαίτερα χαμηλής ανάπτυξης (λιγότερο από 1% ετησίως κατά την περίοδο 1981-89 ).

Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, με υπουργό Οικονομικών τον Κωνσταντίνο Σημίτη, θα επιβάλει μια πρώτη πολιτική λιτότητας και οι υψηλές αυξήσεις του κατώτατου μισθού της περιόδου 1982-1983 θα εξανεμιστούν από τον πληθωρισμό.

Το ελληνικό σοσιαλιστικό πείραμα διογκώνει το κράτος, χωρίς να το μεταβάλλει σε επιτελικό όργανο για μια αυτόκεντρη οικονομική ανάπτυξη. Η υφή του κράτους, δεν μεταβάλλεται από πελατειακό σε αναπτυξιακό, με αποτέλεσμα ο εξισωτισμός να καταλήγει σε ένα σπάταλο πελατειακό κράτος. Συνέπεια αυτού ήταν όπως έχει προσφυώς ειπωθεί, έστω και καθ’ υπερβολήν, ότι «η μόνη κοινωνικοποίηση την οποία έφερε επιτυχώς εις πέρας το ΠΑΣΟΚ ήταν η κοινωνικοποίησης της διαφθοράς».

Συναφώς, κατά τη δεκαετία του 1980, οι δημόσιες δαπάνες θα εκτιναχθούν από το 29% στο 49%, του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος θα τριπλασιαστεί από το 28%, το 1980, στο 89% το 1990 ενώ τα κρατικά έσοδα θα αγγίζουν το 1990 μόλις το 31% του ΑΕΠ, και τα έξοδα το 45,2 .

Τελικώς, σε αντίθεση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος πραγματοποιούσε τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στηριζόμενος στην ενίσχυση της εσωτερικής παραγωγικής δυνατότητας της χώρας, και τον οποίο προέβαλλε ως πρότυπο ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο ίδιος θα προχωρήσει στη δημιουργία κοινωνικού κράτους με υπερβολικό δανεισμό και υπέρμετρη διόγκωση του κρατικού μηχανισμού.

Ως συνέπεια αυτών των εξελίξεων, η ελληνική οικονομία αρχίζει να εξαρτάται όλο και πιο παρασιτικά από την Ευρώπη, σε έναν φαύλο κύκλο που θα διογκωθεί μέχρι καταστροφής στη δεκαετία του 2000: αυξανόμενο έλλειμμα από την αύξηση των εισαγωγών βιομηχανικών αλλά και αγροτικών προϊόντων, εξαιτίας και της κατάργησης των δασμών· αποβιομηχάνιση, μια και η ελληνική βιομηχανία δεν κατόρθωσε να αναβαθμιστεί τεχνολογικά ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, · αυξανόμενες εισροές πόρων και εξάρτηση από την ΕΟΚ/ΕΕ.

.
.
.

Στο Επόμενο: 1989-2019. Ο παρασιτικός εκσυγχρονισμός και η κατάρρευσή του

Διαβάστε τα προηγούμενα

Δημοφιλή