Ρίξαμε μπόι, λέτε πια!… Διακόσια χρόνια,
καιρός πολύς η Ελευθερία να ριζώσει,
πολιτικάντες κι εργολάβοι και γκαρσόνια,
το Έθνος ολόκληρο καιρός να ξεσαλώσει.
Τα πανηγύρια κι οι γιορτές; Χιονοστιβάδα !
Για μια παράτα, μια ξεφάντωση ζούμ’ όλοι…
πόσο πιο πέρα δα να πάει η Νέα Ελλάδα,
μαϊμούς κουφάρι που χορεύει στη φορμόλη.
Κι όμως, στα ξεκίνηματα φαντάζατε άλλοι·
άλλα αναστήματα, άλλοι τρόποι σάς τραβούσαν,
άλλη ανεμίζατε σημαία εσείς μεγάλη,
άλλες φωνές σάς κένταγαν και σάς μεθούσαν
κι όχι η κάθε σουρλουλού και σουσουράδα,
του καθενός Μαυρογιαλούρου η παντομίμα.
Μα ’χει του Μάρτη εκείνου πια πεθάνει η Ελλάδα,
με τον Κανάρη κείτεται νεκρή στο μνήμα.
Λέτε γι’ αυτό λοιπόν ψηλά σε κάθε ράχη
οι καπετάνιοι τούς πασάδες πολεμήσαν,
ο Μάρκος έπεσε γι’ αυτό σ’ άνιση μάχη,
γι’ αυτό τον Διάκο μιαν αυγούλα τον θερίσαν,
τη Χιο την κάψανε γι’ αυτό μιαν αποφράδα,
γι’ αυτό ξεψύχησε ο Ρήγας στη στραγγάλη ;
Μα ’χει πεθάνει πια εκείνη η πρώτη Ελλάδα,
μι’ άλλη, ξετσίπωτη, της πήρε το κεφάλι.
Γιατί και πίσω άμα γυρνούσανε τα χρόνια
κι έξαφνα πάλι εδώ τους βλέπατε μπροστά σας,
πολιτικάντες, εργολάβοι και γκαρσόνια
εσείς θα μένατε στα πλάνα τα δικά σας :
με χίλιες κάμερες θα στήνατε καρτέρι
να τους ανοίξετε σαμπάνιες στον Καιάδα.
Μα δεν τις θέλει τις πομπές σας κείνη η Ελλάδα·
με τον Κανάρη έχει ταφεί και δεν σας ξέρει.