Η 28η Οκτωβρίου του 1940 έχει καθιερωθεί στη συλλογική μνήμη ως ημέρα-σύμβολο για δύο συμβάντα: πρώτον, την απόφαση της επίσημης Ελλάδας, μέσω της πολιτικής της ηγεσίας, να απορρίψει το αίτημα του ιταλικού κράτους, τότε με φασιστικό καθεστώς, για κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας επί ελληνικών εδαφών και, δεύτερον, τη δράση του ελληνικού στρατού αλλά και του άμαχου πληθυσμού να μεταφράσουν στην πράξη την παραπάνω απόφαση της πολιτικής ηγεσίας πολεμώντας.
Γύρω από τα δύο αυτά συμβάντα αναπτύχθηκαν μεταπολεμικά, κυρίως όμως στην περίοδο της μεταπολίτευσης, αντίπαλα αφηγήματα που επιχειρούν να εμφανίσουν το συγκεκριμένο ιστορικό παρελθόν με τρόπο συμβατό με τον ομολογημένο ή λανθάνοντα ιδεολογικό προσανατολισμό του δημιουργού του αφηγήματος. Τα αφηγήματα αυτά αποκτούν «οπαδούς» και όταν η αντιπαράθεση οξύνεται και περιλαμβάνει μειωτικούς χαρακτηρισμούς για τους αφηγητές, αλλά και για τα ιστορικά πρόσωπα που εμπλέκονται στα συμβάντα, τότε γίνεται λόγος για «πόλεμο» της Ιστορίας. Είναι αναμενόμενο οι διαμάχες αυτές να μην περιορίζονται στον στενό κύκλο των Ιστορικών, αλλά να επεκτείνονται και στον χώρο της λεγόμενης δημόσιας Ιστορίας. Η 28η Οκτωβρίου είναι μια τέτοια περίπτωση.
Ποιος είπε το «Όχι»;
Το πρώτο σημείο της δημόσιας διαμάχης για την συμβολική αυτή ημερομηνία είναι ο καθορισμός του φορέα της απόρριψης του αιτήματος του ιταλικού καθεστώτος, με τη μία πλευρά να υποστηρίζει ότι το «όχι» το είπε η πολιτική ηγεσία και ακολούθησε ο «λαός», ενώ η άλλη πλευρά υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή το «όχι» το είπε ο «λαός» ο οποίος κατά κάποιον τρόπο επέβαλε στον τότε κυβερνήτη, τον Μεταξά, να το επαναλάβει χωρίς να το εννοεί πραγματικά, επειδή ήταν «φασίστας». Να θυμίσουμε πως όταν ο Μεταξάς απαντούσε αρνητικά στον Ιταλό πρέσβη, το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ ήταν ακόμη σε ισχύ, και η μη-συμμόρφωση του Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο ήταν η δεύτερη παραδοξότητα που έπρεπε με κάποιον τρόπο να εξηγηθεί από την πλευρά των σοβιετόφιλων παρατάξεων και προσωπικοτήτων της εποχής: πώς είναι δυνατόν ένας «φασίστας» να είναι ταυτόχρονα και «αντιφασίστας»;
Γιατί γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου και όχι τη λήξη του;
Το δεύτερο σημείο της διαμάχης είναι αν έχει νόημα ο εορτασμός της έναρξης του πολέμου, που για την Ελλάδα ξεκινά την 28η Οκτωβρίου του 1940 ενώ για άλλες ευρωπαϊκές χώρες την 1η Σεπτεμβρίου 1939, αντί της λήξης του τον Μάϊο του 1945. Ιδιαίτερα όσοι προεκτείνουν το επιχείρημα του εορτασμού της λήξης αντί της αρχής του πολέμου στον εκπαιδευτικό χώρο, υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να γιορτάζει κανείς την αρχή ενός δυσάρεστου γεγονότος, μιας μαύρης σελίδας της ευρωπαϊκής Ιστορίας, και να καλλιεργεί στους μαθητές φιλοπόλεμα αισθήματα. Ο εορτασμός πρέπει να συνδέεται με κάτι ευχάριστο, με τη λήξη του πολέμου και την κατάρρευση των καθεστώτων που τον ξεκίνησαν. Από την απέναντι όχθη, όμως, υποστηρίζεται ότι ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου δεν αποτελεί ύμνο υπέρ του πολέμου, αλλά αναγνώριση της αξίας της αντίστασης απέναντι σε άδικα και ταπεινωτικά αιτήματα μιας ισχυρής δύναμης, με άλλα λόγια ύμνο στην αξία της εθνικής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Οι πρωταγωνιστές της ελληνικής τραγωδίας
Το τρίτο σημείο του «πολέμου» της Ιστορίας είναι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές αυτού του πολέμου από ελληνικής πλευράς, και ιδιαίτερα η πολιτική τους πορεία μετά την κατάρρευση του αλβανικού μετώπου, αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του μακρόχρονου ελληνικού εμφυλίου, κατοχικού και γενικευμένου. Η ελληνική τραγωδία είναι ότι από τους κορυφαίους αυτούς μαχητές εναντίον των ιταλικών, και αργότερα γερμανικών, στρατευμάτων προέκυψαν αργότερα αξιωματούχοι κατοχικών κυβερνήσεων, αρχηγοί τμημάτων του ΕΛΑΣ, αλλά και αντιστασιακών οργανώσεων που διαλύθηκαν από τον ΕΛΑΣ ως «προδοτικοί», ηγετικές μορφές των λεγόμενων ευζωνικών ταγμάτων ή ταγμάτων ασφαλείας, αλλά και ηγετικές μορφές του λεγόμενου «Δημοκρατικού Στρατού» κατά τη διάρκεια του εμφυλίου.
«Γερμαναράδες» και «Μακαρονάδες»
Ένα πρόσθετο σημείο αντιπαράθεσης στη διαμάχη αυτή για την Ιστορία είναι η χρήση της γλώσσας για την ονομασία τόσο των ίδιων των εμπλεκομένων, όσο και της δράσης τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εννοείται ότι δεν θα περίμενε κανείς να ακούσει από τη Σοφία Βέμπο στίχους με αναλυτικές κατηγορίες, χωρίς αρνητικά στερεότυπα και μειωτικούς χαρακτηρισμούς για τον εχθρό. Ο πόλεμος δεν διεξάγεται μόνο με τα όπλα, υπάρχει και το ψυχολογικό μέτωπο και το πολεμικό φρόνημα δεν αναπτύσσεται με τις αντισηπτικές γλωσσικές επιλογές των κοινωνικών επιστημόνων της εποχής μας. Σήμερα, ωστόσο, δεν έχουμε πόλεμο ούτε με την Ιταλία, ούτε με τη Γερμανία. Και όμως, ο «πόλεμος» της Ιστορίας, έτσι όπως διεξάγεται στον δημόσιο χώρο, οδηγεί συνειδητά ή ασυνείδητα σε γλωσσικές επιλογές για την ονομασία και τον χαρακτηρισμό των τότε εχθρών που είναι προβληματικές και περιέχουν παιδευτική απαξία αντί για παιδευτική αξία.
Ένα πρώτο πρόβλημα εδώ είναι ο εθνοτικός λόγος, δηλαδή η χρήση των εθνικών ονομάτων για την περιγραφή των στρατιωτικών δυνάμενων που διενήργησαν από ιταλικής και γερμανικής πλευράς την επίθεση εναντίον της Ελλάδας και κατέλαβαν τη χώρα επιβάλλοντας κατοχικό καθεστώς. Οι δυνάμεις αυτές όντως υπήρξαν όργανα συγκεκριμένων κρατών, της Ιταλίας και της Γερμανίας, αλλά δεν ήταν «οι Ιταλοί» και «οι Γερμανοί» συλλήβδην, όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε. Στον αντίποδα του Μπρεχτ, που αναρωτιόταν αν οι βασιλιάδες μόνοι τους έχτισαν την εφτάπυλη Θήβα, μπορούμε να αναρωτηθούμε αν την επίθεση εναντίον της Ελλάδας την έκαναν «οι Ιταλοί» ή «οι Γερμανοί» ως εθνότητες ή ως καθεστώτα. Διότι την ώρα που γινόταν η επίθεση αυτή κάποιοι Ιταλοί και κάποιοι Γερμανοί είχαν ήδη εξοντωθεί από το φασιστικό και ναζιστικό καθεστώς ή βρίσκονταν έγκλειστοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για τις ιδέες και τη δράση τους εναντίον αυτών των καθεστώτων. Η ανακρίβεια αυτή – η χρήση του εθνικού ονόματος για την περιγραφή κρατικών οργάνων που εκδηλώνουν δράση με εντολή συγκεκριμένων καθεστώτων – έχει και άλλες, δυσμενέστερες συνέπειες για το παρόν. Δυσχεραίνει την αποστασιοποίηση των σημερινών Ιταλών ή Γερμανών από τους πρωταγωνιστές της επίθεσης εναντίον της Ελλάδας ή της εγκληματικής δράσης κατά την περίοδο της Κατοχής, αφού τόσο εκείνοι, όσο και οι απόγονοί τους, ανήκουν στην ίδια εθνότητα, είναι «Ιταλοί» ή «Γερμανοί». Αν μάλιστα τα πρόσωπα αυτά τυχαίνει να είναι μαθητές σε σχολείο που εορτάζει την 28η Οκτωβρίου χρησιμοποιώντας αυτή τη γλώσσα, τα πράγματα γίνονται άκρως προβληματικά, ειδικά όταν σε ομιλίες ή άλλα δρώμενα αυτή την ημέρα μπαίνουν σε χρήση και άλλα πατριωτικά στερεότυπα, όπως λ.χ. οι χαρακτηρισμοί «μακαρονάδες» ή «γερμαναράδες» για τον χαρακτηρισμό του συλλογικού «άλλου», τότε και σήμερα.
Να σταματήσουν οι εορτασμοί ή να αλλάξει το αφήγημα;
Σημαίνουν μήπως όλα αυτά ότι το σχολείο είναι προτιμότερο να αποφεύγει αυτούς τους εορτασμούς, επειδή υπάρχει το ενδεχόμενο να καλλιεργούνται εθνικά στερεότυπα, να δημιουργούνται ενοχές, να θίγονται υπολήψεις και ταυτότητες και να εμφανίζονται στις συνειδήσεις μίση;
Αν οι εορτασμοί των εθνικών επετείων γίνονται για να στήνονται στο απόσπασμα εθνότητες, όντως είναι καλύτερο να αποφεύγονται τέτοιες γιορτές. Αν, όμως, γίνονται για να συνειδητοποιήσουν οι μετέχοντες ότι υπήρχαν στο παρελθόν και υπάρχουν και σήμερα ηγεσίες κρατών και καθεστώτα που δεν αποκλείουν τη χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον άλλων κρατών προκειμένου να κατακτήσουν περιοχές τους, και ότι οι ηγεσίες αυτές δεν εγκαθίστανται πάντοτε με πραξικοπήματα, αλλά και με εκλογές, τότε οι εορτασμοί έχουν κάποια αξία, καθώς υπενθυμίζουν την ευθύνη του πολίτη για την ανάδειξη τέτοιων ηγεσιών.
Υπενθυμίζουν ακόμη τα όρια του φιλειρηνισμού, όταν ένα κράτος που δεν έχει την πρωτοβουλία της πολεμικής σύγκρουσης, την οποία και δεν επιθυμεί, δέχεται τελικά επίθεση από κάποιο άλλο. Είναι ακριβώς τότε που δημιουργείται το δίλημμα μιας «φιλειρηνικής Ρεάλπολιτίκ» της συμμόρφωσης προκειμένου να αποφευχθεί η αναμέτρηση, αλλά με κόστος στην εθνική κυριαρχία, ή της αντίστασης απέναντι στον εισβολέα, που σημαίνει πόλεμος. Και οι δύο δρόμοι χρησιμοποιήθηκαν στην Ευρώπη από διαφορετικά κράτη μετά το 1939. Πόσοι μαθητές το γνωρίζουν; Ο πρώτιστος σκοπός, λοιπόν, του εορτασμού της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου είναι η καλλιέργεια της δημοκρατικής ευθύνης, της κριτικής σκέψης και της ιστορικής συνείδησης. Μόνον έτσι αποκτά ο μαθητής την ικανότητα αξιολόγησης της ποιότητας και της σκοπιμότητας των αφηγημάτων που κυκλοφορούν για την Ιστορία στον δημόσιο «πόλεμο της Ιστορίας».