Tου Στέλιου Κυμπουρόπουλου Ευρωβουλευτή Ν.Δ - Ψυχιάτρου
Όσοι εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα με τον κόσμο της αναπηρίας, όσοι έχουν βρεθεί σε μια σχετική εκδήλωση ή στον ακόμη πιο πολύτιμο χρόνο της δικτύωσης στο διάλειμμα της, έχουν ακούσει την έκφραση πως η αναπηρία είναι μία κοινωνική κατασκευή. Έχοντας αρθρώσει κι εγώ πολλές φορές, και σε διαφορετικά πλαίσια, αυτές τις έξι λέξεις, που συνοψίζουν ένα ολόκληρο επιστημονικό πεδίο των σπουδών της αναπηρίας, συχνά αισθάνομαι πως οι συνομιλητές μου, ή οι ακροατές, εκλαμβάνουν αυτή τη δήλωση είτε ως υπερβολή, ή ως μη αποδοχή της βλάβης.
Η αλήθεια είναι ότι όταν ακούγεται να λέμε πως η αναπηρία είναι μια κοινωνική κατασκευή, δε σημαίνει πως αγνοούμε την ύπαρξη των κινητικών, αισθητηριακών ή νοητικών βλαβών μας. Απεναντίας, σκοπός μας είναι να διαχωριστεί το μόνιμο αναπόφευκτο γεγονός της βλάβης, από τα κατά περίπτωση άρσιμα εμπόδια που καθιστούν ένα άτομο ανάπηρο.
Οι αγγλόφωνοι λαοί που είναι και οι πρωτοπόροι στις σπουδές της αναπηρίας αλλά και στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των αναπήρων, ονομάζουν τα ανάπηρα άτομα, disabled persons. Η ακριβής μετάφραση του όρου disabled είναι απενεργοποιημένος.
Χρησιμοποιώντας ένα απλό παράδειγμα θα ήθελα να σκεφτείτε ότι όταν το κινητό μας είναι απενεργοποιημένο σημαίνει ότι κάποιος τρίτος το έθεσε εκτός λειτουργίας ή ένας εξωγενής παράγοντας, όπως η απουσία σήματος το κατέστησε παροδικά μη λειτουργικό. Σε καμία όμως περίπτωση αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζεται επισκευή ή αντικατάσταση καθώς εξακολουθεί να είναι λειτουργικό.
Ποιο είναι λοιπόν το κοινωνικό εμπόδιο;
Κοινωνικό εμπόδιο είναι όταν ένα άτομο με κινητική βλάβη βρει ένα σκαλοπάτι στην είσοδο του χώρου εργασίας του και δεν μπορεί να εργαστεί. Όταν ένα κωφό άτομο αναμένει ένα μεταφορικό μέσο και η αναγγελία της αλλαγής του γίνεται μόνο ηχητικά και δεν μπορεί να μετακινηθεί, αντίστοιχα κι ένα άτομο με μειωμένη όραση όταν η αναγγελία γίνεται μόνο οπτικά σε ένα πίνακα, όπως αντίστοιχα κι ένα άτομο με νοητική βλάβη όταν η αναγγελία δε γίνεται σε απλή γλώσσα. Συνεπώς, τα ανάπηρα άτομα καθίστανται από εξωγενείς παράγοντες που δεν αφορούν τη λειτουργία του σώματος τους, απενεργοποιημένα. Όταν για παράδειγμα, ένα μη ανάπηρο άτομο πρέπει να εργαστεί σε ένα χώρο που η είσοδος έχει φάρδος 30 εκατοστά, δεν μπορεί να εργαστεί αν δεν πληροί κάποιες σωματομετρικές διαστάσεις. Ή όταν μη ανάπηρα άτομα αναμένουν ένα μεταφορικό μέσο που η αναγγελία της αλλαγής του έγινε μόνο μέσω μιας ηλεκτρονικής εφαρμογής, όσοι από αυτούς δεν είναι εξοικειωμένοι με την τεχνολογία δεν μπορούν να μετακινηθούν.
Γίνεται έτσι αντιληπτό πως οι άνθρωποι καθίστανται απενεργοποιημένοι, ανάπηροι, λόγω των εμποδίων που συναντούν, στον μη συμπεριληπτικό σχεδιασμό του περιβάλλοντος και των υπηρεσιών, λόγω του τρόπου που είναι διαρθρωμένη η κοινωνία και όχι λόγω της βλάβης τους. Όταν η πληροφορία για παράδειγμα δεν δίνεται μόνο ηλεκτρονικά γιατί λαμβάνεται υπόψη η πλειοψηφία των ανθρώπων, θα δοθεί σε μια εύκολα κατανοητή γλώσσα ηχητικά και οπτικά και θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από το σύνολο των ανθρώπων, χωρίς να αποτελεί εμπόδιο και να αποκλείει κανέναν. Όταν αντί για σκαλοπάτια κατασκευαστούν ράμπες, τότε θα υπάρχει ισότιμη πρόσβαση στα κτίρια.
Αυτή εν συντομία είναι μια απλουστευμένη επεξήγηση των κοινωνικών εμποδίων, που μπορούν εύκολα να αρθούν. Παρόλο που στην πραγματικότητα τα εμπόδια έχουν ενσωματωθεί βαθιά στον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας, στις στερεοτυπικές της αντιλήψεις και συμπεριφορές, στις παγκόσμιες πολιτικές και νόμους, κάνοντας την αναπηρία μία μόνιμη κατάσταση που κρατά τα ανάπηρα άτομα έξω από την εκπαιδευτική, εργασιακή, οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή, αποκλείοντας τα ποικιλοτρόπως, οι σύγχρονες κοινωνίες τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να αναγνωρίσουν και να άρουν αυτά τα εμπόδια απ’ όλες τις πτυχές της ζωής, κάνοντας την αναπηρία ένα κοινωνικό ζήτημα. Ουσιαστικά μεταφέρεται η ευθύνη επίλυσης από το μεμονωμένο ανάπηρο άτομο στην ευρύτερη κοινωνία όπου ζει. Κι αυτός είναι ο μόνος δρόμος, καθώς όταν ένα εμπόδιο απομακρύνεται σε επίπεδο κοινωνίας κι όχι σε ατομικό επίπεδο, απομακρύνεται για όλους.
Επιπλέον μέσω της κοινωνικής θεώρησης της αναπηρίας, η αναπηρία παύει να θεωρείται ως μια προσωπική τραγωδία, αλλά αποκτά κοινωνική διάσταση. Το ανάπηρο άτομο εκλαμβάνεται ως αυτό που πραγματικά είναι, ως ένα εμποδιζόμενο κι αποκλεισμένο άτομο, λόγω της διαφορετικότητας του. Κατ’ επέκταση και η αναπηρία ως λέξη παύει να έχει αρνητική χροιά. Έτσι τα ανάπηρα άτομα αποκτούν μία ίση θέση μέσα στην κοινωνία και παύουν να είναι αντικείμενα οίκτου και προστασίας, που πρέπει να βοηθηθούν ώστε να διορθώσουν τις προσωπικές τους ανεπάρκειες, αλλά γίνονται φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων όπως κάθε μέλος της κοινωνίας.